Γράφει
ο Νίκος Γ. Σακελλαρόπουλος
Σαν σήμερα, 15 Μαρτίου του 2006.
Ο ίδιος δεν θα ήθελε ποτέ αναφορές και μεγαλοστομίες.
Άλλωστε, γνήσιο τέκνο της καραμανλικής σχολής, απεχθανόταν τα θριαμβευτικά ταρατατζούμ και λοιπά πανηγύρια.
Ο Γεώργιος Ράλλης, εξέφραζε μια τελείως διαφορετική τοποθέτηση από τον Ευάγγελο Αβέρωφ στην «μάχη» για την προεδρία της κυβέρνησης και της Νέας Δημοκρατίας, όταν ο Καραμανλής μεταπήδησε στην Προεδρία.
Διαφορετική τοποθέτηση είχε και κατά τη διάρκεια της δικτατορίας.
Ο μεν Ράλλης πίστευε ότι
οποιαδήποτε πολιτική συνεννόησης με τους δικτάτορες θα ήταν επιζήμια για την χώρα, αλλά και για τον αστικό χώρο, αφού θα έδινε ερεθίσματα στην Αριστερά για να κάνει το δικό της μεταδικτατορικό «παιγνίδι».
Ο δε Αβέρωφ πίστευε και εφάρμοσε την πολιτική της συνεννόησης με τη χούντα (που ονομάστηκε «πολιτική της γέφυρας»).
Μετά τη μεταπολίτευση, πάλι οι Ράλλης και Αβέρωφ είχαν διαφορετικές αντιλήψεις, αναφορικά με την πορεία της νεοσύστατης, τότε, Νέας Δημοκρατίας.
Ο Ράλλης πίστευε και διαλαλούσε ότι πρέπει να ανοίξει μια τάφρος ανάμεσα στη Νέα Δημοκρατία κι όσους είχαν ενεργή ανάμειξη στην δημόσια ζωή, την περίοδο της χούντας. Έλεγε, ότι ακόμη και υψηλόβαθμοι δημόσιοι υπάλληλοι που είχαν ακολουθήσει τους χουντικούς, δεν θα έπρεπε να βρουν στέγη στο κόμμα.
Ο Αβέρωφ από την πλευρά του, πίστευε ότι πρέπει να γίνει οπωσδήποτε άνοιγμα της Νέας Δημοκρατίας στα δεξιά της.
Η ιστορία δείχνει ότι ο Καραμανλής έβρισκε πιο ενδιαφέρουσες και ρεαλιστικές τις απόψεις του Ράλλη.
Οι αποφάσεις του και ο αποκλεισμός από τα ψηφοδέλτια της Νέας Δημοκρατίας προσώπων που αναμείχτηκαν φανερά στην δικτατορία, σε συνδυασμό με το αντικαραμανλικό μένος κάποιων ηλικιωμένων πολιτικών, δημιούργησαν πολιτικά μορφώματα σαν την ΕΠΕΝ ή την Εθνική Παράταξη.
Όμως, υπήρχε ένα πρόβλημα στην κοινοβουλευτική ομάδα της Νέας Δημοκρατίας και τα στελέχη της που επρόκειτο να εκτεθούν στις εκλογές.
Πολλοί, είχαν ως ακροατήριο και ψηφοφόρους, κοινωνικές ομάδες που λειτουργούσαν με τα χαρακτηριστικά της μετεμφυλιακής περιόδου.
Δηλαδή, έψαχναν ψήφους ακόμη και από χουντικά στοιχεία.
Αυτή η βασική διαφορά των Ράλλη και Αβέρωφ, έκανε τον πρώτο να είναι παντελώς αντίθετος με την αποχώρηση του Καραμανλή από την πρωθυπουργία και την προεδρία της Νέας Δημοκρατίας, αφού καταλάβαινε ότι το κόμμα με την προεδρία του Αβέρωφ –που ήταν επικρατέστερος διάδοχος του Καραμανλή- θα πήγαινε πολύ δεξιά και ουσιαστικά θα παρέδιδε τη χώρα στον λαϊκισμό του Ανδρέα Παπανδρέου και της Αριστεράς.
Στη δοξολογία για την πρωτοχρονιά του 1980, μόλις συναντήθηκαν στη Μητρόπολη ο Ράλλης με τον Καραμανλή, του έδωσε ένα γράμμα, το οποίο ο πρωθυπουργός έβαλε διακριτικά στην τσέπη του.
Τι έγραφε αυτό το γράμμα;
Έγραφε στον Καραμανλή ότι αν αποχωρούσε από την πρωθυπουργία και την ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας για να αναλάβει πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο κλονισμός του κόμματος θα ήταν ισχυρότατος, όποιος κι αν τον διαδεχόταν. Γι’ αυτό πρέπει να αποφευχθεί.
Επιπλέον, ανέφερε ότι πρέπει να διαψεύσει τις φήμες που «μιλούσαν» για την μετάβασή του στην Προεδρία, να κάνει ανασχηματισμό και να ορίσει έναν αντιπρόεδρο στο κόμμα, που να έχει ουσιαστικές αρμοδιότητες και να παράγει εργασία, στη θέση του εμβληματικού πλην γηραιού και άβουλου Κωνσταντίνου Παπακωνσταντίνου.
Έγραφε, μάλιστα, ότι για τη θέση του αντιπροέδρου θεωρούσε κατάλληλο τον εαυτό του, θα πειθαρχούσε όμως σε όποια απόφαση του Καραμανλή.
Μάλιστα, με πολύ διπλωματικό τρόπο, ανέφερε ότι τα γράφει όλα αυτά αν και έχει πιθανότητες 50% να είμαι ο διάδοχός του.
Ουσιαστικά, δηλαδή, ενημέρωνε τον Καραμανλή, πλέον των θέσεών του, ότι προτίθεται να είναι υποψήφιος διάδοχός του.
Η επιστολή αυτή δεν έγινε γνωστή, παρά μετά από τρία χρόνια, από τον ίδιο τον Γεώργιο Ράλλη, σε μια από τις συνηθισμένες συζητήσεις στο καφέ της Βουλής.
Μάλιστα, την ανέφερε και στο βιβλίο του που κυκλοφόρησε αργότερα, με τίτλο «Ώρες ευθύνης».
Ο Καραμανλής δεν απάντησε ποτέ.
Ούτε με γράμμα του, ούτε προφορικά.
Τη σιωπή του Καραμανλή ο Ράλλης την θεώρησε ως έμμεση παραδοχή των προθέσεών του να μεταπηδήσει στην Προεδρία, μόλις λήξει η θητεία του Κωνσταντίνου Τσάτσου, που έληγε στα μέσα του 1980.
Με δεδομένη τη φημολογία και με τη σιωπηλή στάση του Καραμανλή, που ούτε επιβεβαίωνε τις φήμες, ούτε τις διέψευδε, πολλοί βουλευτές είχαν αρχίσει να κινούνται ανάμεσα στα γραφεία του Γεωργίου Ράλλη και του Ευάγγελου Αβέρωφ.
Ο Αβέρωφ, είχε κάνει σαφείς τις προθέσεις του για την διαδοχή του Καραμανλή.
Κι έδειχνε να συγκεντρώνει το συντριπτικό μέρος της κοινοβουλευτικής ομάδας της Νέας Δημοκρατίας, που θα ψήφιζε τον διάδοχο του Καραμανλή, τόσο στην πρωθυπουργία, όσο και στην προεδρία του κόμματος.
Ο Ράλλης, από τη δική του πλευρά, δεν έκανε καμιά κίνηση κι έλεγε σε όσους του έθεταν το θέμα, ότι «όσο ο Καραμανλής παραμένει πρωθυπουργός και αρχηγός του κόμματος, εγώ δεν κάνω καμιά συζήτηση».
Αυτή η τακτική του ήταν επικίνδυνη, δεδομένου ότι είχαν αρχίσει από την άλλη πλευρά να μοιράζονται ακόμη και οφίτσια.
Είναι χαρακτηριστικό, ότι δυο στενοί συνεργάτες του Ράλλη, πολιτικοί που όφειλαν την πορεία τους σ’ εκείνον, συντάχθηκαν με τον Αβέρωφ, στην προσπάθειά τους να αποκομίσουν περισσότερα οφέλη. Δεν έχουν σημασία τα ονόματά τους, αλλά αναφέρω το γεγονός ως μικρή απόδειξη του τι γινόταν στο παρασκήνιο.
Αυτή ήταν περίπου η περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής, όταν στις 5 Μαΐου του1980, μια ομάδα πιτσιρικάδων είμαστε στο γραφείο του Κωστή Στεφανόπουλου, στην οδό Σόλωνος, όταν έφτασε η είδηση ότι ο Καραμανλής έχει καλέσει στο σπίτι του τον Ράλλη.
Το παρασκήνιο και η φημολογία οργίαζαν.
Όποιος ήθελε, έλεγε ότι ήθελε.
Αναλόγως από ποια οπτική γωνία έβλεπε ή ήθελε να βλέπει να πράγματα.
Η ουσία και η αλήθεια είναι, ότι τον Γεώργιο Ράλλη, που δεν είχε εκδηλώσει καμιά πρόθεση, έδειχναν να τον στηρίζουν κάποιοι εκ των βουλευτών του κόμματος, όπως ο Κωστής Στεφανόπουλος, ο Μιλτιάδης Έβερτ, ο Στέφανος Μάνος, ο Ανδρέας Ανδριανόπουλος, ο Βασίλης Κοντογιαννόπουλος, ο Τζαννής Τζαννετάκης, ο Γιάννης Μπούτος, ο Γιάννης Παλαιοκρασάς και κάποιοι άλλοι εξ εκείνων που εξέφραζαν την «πεφωτισμένη δεξιά», δηλαδή την μετριοπαθή και με μεταρρυθμιστικές προτάσεις τάση της Νέας Δημοκρατίας.
Όπως έγινε γνωστό αργότερα, μόλις ο Ράλλης βρέθηκε στο σπίτι του Καραμανλή, εντυπωσιάστηκε από το γεγονός ότι ο Θόδωρος –ο οικονόμος του Καραμανλή- δεν τον οδήγησε στο σαλόνι αλλά σ’ ένα άλλο δωμάτιο, όπου βρήκε μπροστά του τον γνωστό αψύ, τραχύ κι ίσως απότομο Καραμανλή, που χωρίς υπεκφυγές μπήκε αμέσως στο ψητό.
Ρώτησε: «Θα είσαι υποψήφιος»;
Ο Ράλλης, που ήταν κι εκείνος «παλιά καραβάνα» στην πολιτική και γνώριζε απ’ έξω κι ανακατωτά τον τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς του Καραμανλή, απάντησε:
- «Το ξέρεις εδώ και καιρό και μάλιστα μόνο εσύ».
Ο ίδιος ο Ράλλης, έλεγε ότι ο Καραμανλής τον κοίταξε έκπληκτος, επειδή είχε πειστεί ότι η «μάχη» είχε κριθεί υπέρ του Αβέρωφ, χωρίς να κάνει κανένα σχόλιο.
Λίγο μετά, ο Καραμανλής είπε ότι την επομένη ημέρα, δηλαδή στις 6 Μαΐου του 1980, θα έστελνε την παραίτησή του στον Κωστή Στεφανόπουλο, που ήταν, τότε, γραμματέας της κοινοβουλευτικής ομάδας της Νέας Δημοκρατίας.
Το μόνο που πρόσθεσε ήταν ότι η εκλογική διαδικασία για την ανάδειξη νέου αρχηγού στο κόμμα, που θα ήταν κι ο νέος πρωθυπουργός, θα γινόταν την Πέμπτη, 8 Μαΐου κι ότι ο ηττημένος θα γινόταν αντιπρόεδρος της νέας κυβέρνησης.
Ο Ράλλης αντέδρασε.
«Εγώ δεν επιθυμώ να είμαι αντιπρόεδρος σε κυβέρνηση Αβέρωφ κι αν χάσω θα παραιτηθώ από βουλευτής και θα τελειώσω τον πολιτικό μου βίο».
Ο Καραμανλής έκανε ρελάνς.
Σκοπός του ήταν ένας και μόνος.
Να κρατήσει ενωμένη τη Νέα Δημοκρατία.
«Σε νόμιζα καλό παίκτη, αλλά μάλλον έκανα λάθος. Ο Βαγγέλης δέχεται να είναι δικός σου αντιπρόεδρος αν χάσει. Εσύ γιατί αρνείσαι;».
Ο Ράλλης ξεχείλισε από φιλότιμο και συγκατάνευσε.
Τότε, ο Καραμανλής, σηκώθηκε από την καρέκλα του, πρότεινε το χέρι του στον συνομιλητή του κι είπε:
«Σύμφωνοι, λοιπόν. Θα γίνεις αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και θα πάρεις όποιο υπουργείο θέλεις. Πάμε τώρα στο σαλόνι να τα πούμε στον Αβέρωφ και στον Παπακωνσταντίνου που περιμένουν εκεί»…
Ο Ράλλης, τότε κατάλαβε για ποιον λόγο ο Θόδωρος δεν τον είχε οδηγήσει στο σαλόνι, αλλά σε άλλο δωμάτιο για να δει τον Καραμανλή.
Επειδή στο σαλόνι ήταν ήδη ο Αβέρωφ.
Τότε, υπήρξε κι άλλη αντίδραση του Ράλλη προς τον Καραμανλή που είχε ήδη μισανοίξει την πόρτα για να κατευθυνθούν στο σαλόνι του σπιτιού.
«Μισό λεπτό πρόεδρε. Είπαμε τι θα γίνει αν ψηφιστεί ο Αβέρωφ. Δεν είπαμε όμως τι θα γίνει αν ψηφιστώ εγώ….».
Λέγεται ότι ο Καραμανλής ετοιμάστηκε για τη γνωστή εκφορά των Γαλλικών, αλλά απάντησε ότι «αν συμβεί αυτό θα αντιστραφούν οι όροι. Δηλαδή, θα γίνει αντιπρόεδρος ο Αβέρωφ και θα πάρει όποιο υπουργείο θέλει».
Τις επόμενες τρεις ημέρες, ο Γεώργιος Ράλλης κατάφερε και «γύρισε» το εσωκομματικό κλίμα.
Εξελέγη πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας με 87 ψήφους, μόλις 3 περισσότερους από τον Αβέρωφ.
Το πρώτο που είπε είναι ότι δεν επιθυμεί να είναι ο ανεξέλεγκτος αρχηγός (κάτι που θεωρήθηκε αιχμή για τον τρόπο άσκησης της εξουσίας από τον Καραμανλή), αλλά ο primus inter pares, που θα συζητά τα ζητήματα σε ευρύτερο ή στενότερο κύκλο, πριν καταλήξει στην τελική απόφαση.
Η επόμενη αναφορά του είχε σχέση με την επιλογή της στρατηγικής του ήπιου πολιτικού κλίματος και τον εξοβελισμό του φανατισμού και των ακροτήτων που δηλητηριάζουν τη ζωή της Ελλάδας.
Μόνος του τα είπε, μόνος του τα άκουσε.
Τόσο μέσα στο κόμμα του, όσο και στην αντιπολίτευση, που είχε κάνει τους δρόμους της Αθήνας καθημερινό της ορμητήριο για πάσα νόσο και πάσα μαλακία.
Θα γράψω κι ένα ακόμη παρασκήνιο.
Αμέσως μετά την πρώτη ομιλία του Ράλλη ως αρχηγού της Νέας Δημοκρατίας, συμφωνήθηκε με τους Στεφανόπουλο, Παπακωνσταντίνου και Αβέρωφ, να συναντηθούν το απόγευμα, στο σπίτι του πρώτου, στο Ψυχικό, για να καταρτίσουν την νέα κυβέρνηση.
Ο Ράλλης, δεν ήθελε να παραβεί την παλιά συνήθεια του Καραμανλή στους διορισμούς κυβερνήσεων.
Λίγο μετά, του τηλεφώνησε ο Πέτρος Μολυβιάτης, που ήταν τότε γενικός διευθυντής του γραφείου του πρωθυπουργού και τον ενημέρωσε ότι ο Αβέρωφ είπε ότι δεν θα πάει στη συνάντηση και δεν θέλει να γίνει αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, αλλά μόνο υπουργός Εθνικής Άμυνας.
Η ρήξη είχε ξεκινήσει, όπως και η υπονόμευση εκ των έσω.
Οι δε υποστηρικτές του Αβέρωφ, έβριζαν τον Καραμανλή, επειδή όπως έλεγαν, στήριξε τον Ράλλη.
Αυτό το συμπέρασμα, που ήταν απολύτως αυθαίρετο, το έβγαζαν από το γεγονός ότι όπως φάνηκε, τόσο ο Κωνσταντίνος Παπακωνσταντίνου –δηλαδή η φωνή του Καραμανλή – όσο και ο Αχιλλέας Καραμανλής –δηλαδή ο αδελφός του- ψήφισαν τον Ράλλη.
Το βέβαιο, όμως είναι, ότι ο Καραμανλής δεν έκανε γνωστή σε κανέναν την προτίμησή του. Ούτε καν στους πιο στενούς του συνεργάτες, τους Παπακωνσταντίνου και Μολυβιάτη.
Όπως, είναι βέβαιο, ότι τότε, οι βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας έκαναν στροφή προς τον Ράλλη, με γνώμονα δυο πράγματα:
Τι είχε τάξει και σε ποιους ο αντίπαλός του.
Τον πράο και προσηνή χαρακτήρα του, που θα κρατούσε δεδομένα τη Νέα Δημοκρατία σε ρότα κεντροδεξιάς κατεύθυνσης.
Επιβεβαιώθηκαν όταν μετά την ήττα του 1981 από το ΠαΣοΚ, ανέλαβε το κόμμα ο Ευάγγελος Αβέρωφ και οι οπαδοί του ούρλιαζαν το γνωστό σύνθημα «αλήτες προδότες κομμουνιστές»….τη στιγμή που ο αντίπαλός τους δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για την εθνική συμφιλίωση.
Ο ίδιος ο Ευάγγελος Αβέρωφ και η Νέα Δημοκρατία, δεν παρέστησαν στη Βουλή στην αναγνώριση της εθνικής αντίστασης….
Όλα πήραν τον δρόμο τους…
Που μας οδήγησε στην σημερινή καταστροφή που ζούμε.
Κι ας είχε παραδώσει ο Γεώργιος Ράλλης τη σχετικά φτωχή, αλλά νοικοκυρεμένη Ελλάδα, που άνοιγαν οι μεγάλοι της ορίζοντες με την ένταξη στην, τότε, ΕΟΚ.
Κι ας μη ξεχνάμε κάτι ακόμη.
Την άκρως προφητική ευχή του Γεωργίου Ράλλη, λίγη μόλις ώρα μετά την ήττα του από τον Ανδρέα Παπανδρέου και το ΠαΣοΚ:
«Εύχομαι οι Έλληνες να μη μετανιώσουν για την επιλογή τους»….
eksairetiko ar8ro
ΑπάντησηΔιαγραφή