Παρασκευή 2 Οκτωβρίου 2015

ΕΥΑερα: Μια πίστη συμπτωματική…

Γράφει
η Εύα Τσαροπούλου

Μεγάλωσα «παραδοσιακά».
Έμαθα να κάνω το σταυρό μου «σαν καλό παιδάκι» όταν μπαίνω στην Εκκλησία, να παρακαλάω τον «καλό Θεούλη» να μας έχει όλους καλά και κάποια τέτοια ακόμα.
Μέχρι εκεί.
Άντε και μια βάφτιση, κοινώνησα και τρεις φορές κι έκανα κι έναν θρησκευτικό γάμο -αν κι αυτόν τον έκανα ως κάτι μεταξύ του «τι θα πει ο κόσμος» και «να σε δω να κατεβαίνεις με το νυφικό τα σκαλιά της εκκλησίας κι ας πεθάνω» της
μάνας μου- τίποτα το παράλογο...

Παράδοση ναι, θρησκευτική υστερία όχι.
Δεν κάνουμε σταυρό πριν το φαγητό, εκτός απ’ όταν τρώμε στο μοναστήρι που είναι ηγουμένη η θεία μου, για να μην κακοκαρδιστεί.
Δεν τρέχουμε στις εκκλησιές παρά μόνο τη Μεγάλη Παρασκευή και την Ανάσταση (εγώ φοβάμαι τα βεγγαλικά και δεν πάω ούτε τότε) και γενικώς, τηρούμε μεν τα παραδοσιακά χριστιανικά ιδεώδη, αλλά με τρόπο καθαρά εθιμικό.

Αυτό διόλου δεν μας εμπόδισε ποτέ από το να κάνουμε και διάφορα άλλα «πράματα του Σατανά», όπως να διαβάζουμε το ζώδιό μας, να κάνουμε προγαμιαίο σεξ, να βρίζουμε ως λιμενεργάτες όταν χρειάζεται και να μουντζώνουμε όταν οδηγούμε, που όλα αυτά εμπίπτουν επίσης στο παραδοσιακό εθιμικό της χώρας, ακριβώς όσο και το βάψιμο των πασχαλιάτικων αυγών!

Πολλές φορές, μεγαλώνοντας, αναρωτήθηκα τι είναι εκείνο που λένε «Πίστη» και πάντα κατέληγα να υμνώ την «Επιστήμη», προτιμώντας να πάω με εκείνα που βλέπω και καταλαβαίνω, παρά με εκείνα που υπάρχουν μεν, αλλά δεν τα βλέπω και ακριβώς το ότι δεν τα βλέπω πρέπει να ενισχύει, λέει, τη βεβαιότητα ότι υπάρχουν, μία άποψη που την έβρισκα πάντα εξαιρετικά τραβηγμένη απ’ τα μαλλιά.

Αυτές τις παραδοχές τις άφηνα για τη γιαγιά μου.
Λάτρευα όμως τη γιαγιά μου και δεν θα της χαλούσα ποτέ την καρδιά, φέρνοντάς της αντίρρηση σε κάτι τόσο σημαντικό για εκείνη, διότι εμένα καθόλου δεν μου ήταν.
 Έτσι έμαθα να λέω «Δόξα τω Θεώ» και «Παναγίτσα μου, βόηθα» και ποτέ δεν με πείραξε που τα έλεγα, όπως φαντάζομαι πως δεν θα με πείραζε κι αν δεν τα έλεγα…

Μ’ άρεσε να διαβάζω για  πολλά που συνήθως κατέληγαν να εναποθέτουν τη λύση τους στην «Πίστη», αλλά και για όλα εκείνα που μιλούσαν για την απεραντοσύνη του διαστήματος, τους κόσμους που υπάρχουν εκεί έξω, μακριά ή παράλληλα απ’ το δικό μας κι έμενα να κοιτώ με θαυμασμό τα τεράστια δημιουργήματα, που είναι πέρα απ’ τη δική μου λογική, χωρίς να μπορώ να εξηγήσω ποιος, πότε και γιατί τα έφτιαξε και με ποιο σκοπό με έφερε κι εμένα, σε συγκεκριμένη εποχή, τοποθετώντας με σαν πιόνι σε σκακιέρα.

Δεν μπορεί, έλεγα, κάποια ανώτερη δύναμη θα υπάρχει, ανώτερη από αυτό που μπορώ να καταλάβω. Δεν ξέρω γιατί τη φωνάζουνε Θεό, δεν ξέρω με τι ακριβώς μοιάζει, αλλά φαίνεται να ελέγχει τα πάντα. Ή τουλάχιστον, εκείνα τα πάντα που εγώ δεν μπορώ να εξηγήσω.

Αλλά πάλι, δεν ήθελα στ' αλήθεια να είμαι ένα κοντόμυαλο ανθρωπάκι και να εναποθέτω τις ελπίδες μου σε κάτι άγνωστο και άπιαστο. Ιδίως όταν όλοι γύρω μου είχαν προχωρήσει εποχή και τούτη η εποχή έχει άλλα προστάγματα.  

Κατέληξα να λέω πως έχω καιρό μπροστά μου ακόμα και πως το «ζήτημα της Πίστης, προσωπικά, δεν το έχω λυμένο».

Αυτή ήταν μια καλή απάντηση, που με έβγαζε απ’ τη δύσκολη θέση, κάθε φορά που κάποιος με ρωτούσε αν πιστεύω… Άλλωστε, παραδέξου, ήταν ανόητη και ως ερώτηση. Ήταν σαν να με ρωτούσε αν μου αρέσουν οι μπάμιες και κάπου, στο βάθος του μυαλού μου, νομίζω πως τούτα τα δύο δεν είναι και πολύ σχετικά, για να μπορούν να απαντηθούν εξίσου, με ένα απλό «ναι» ή ένα «όχι».

Καλή απάντηση λοιπόν και διπλωματική. Όταν χρειάζεται να τη δώσεις σε άλλους.
Αλλά όταν αναρωτιέσαι εσύ;

Εκεί διπλωματίες δεν χωρούν, γιατί –πίστεψέ με- δεν έχει βρεθεί ακόμα ασφαλής κρυψώνα από τον εαυτό μας…

Πώς να κρυφτώ απ’ όσα συνωμότησαν οι «συμπτώσεις» στη ζωή μου;
Και πώς αλλιώς άραγε να τις πω;

Δεν έκανα αμέσως παιδί.
Αυτό, για τα δεδομένα της εποχής της γιαγιάς μου, που ήθελε το ζευγάρι τη μία μέρα να παντρεύεται και την επόμενη να γεννοβολάει αράδα, ήταν εξωφρενικό. 
Επέμενε λοιπόν, να πάω να φάω το μήλο της Αγίας Ειρήνης (της Χρυσοβαλάντου, μην ξεγελαστείς και πας αλλού), διότι είναι θαυματουργό και όλες όσες το τρώνε, λέει, μένουν έγκυες.
«Καλά, καλά», της έλεγα, «θα πάω».
Τι κόστιζε να την έχω ευχαριστημένη; Εξάλλου, σάμπως πήγα και ποτέ; Δεν πήγα…
Ο πατέρας της κόρης μου τότε ήταν φαντάρος και φυσικά, δεν του είχα πει τίποτα περί της Αγίας Ειρήνης και των θαυματουργών μήλων της γιαγιάς.
Είναι να τα λέμε και παραέξω τώρα αυτά;
Τη γιαγιά μου ευχαριστημένη ήθελα, όχι να με νομίζει ο άντρας μου αλαφροΐσκιωτη!
Γυρίζει, λοιπόν, με την τελευταία μεγάλη άδεια απ’ το στρατό, παραμονές Χριστουγέννων ήτανε, λίγο πριν απολυθεί και μου λέει:
«Ήθελα να βοηθήσω ένα φαντάρο που είναι ορφανός και δεν έχει κανέναν να τον φροντίζει. Αυτός λοιπόν, ζωγραφίζει εικόνες. Ε, είπα, μέρες που είναι, ας πάρω μια εικόνα, για να του δώσω λίγα χρήματα, αλλά δεν βρήκα κάποια σχετική με τα ονόματά μας και πήρα τούτη εδώ, γιατί μου φάνηκε πιο όμορφη απ’ όλες τις άλλες…».
Ήταν η Αγία Ειρήνη, όμορφη στ’ αλήθεια κι όταν την είδα χαμογέλασα στη θύμηση  της γιαγιάς μου και στη σύμπτωση, αλλά πάλι, την ιστορία δεν του την είπα.

Τρεις μέρες μετά, είχα μείνει έγκυος…

Ξαναθυμήθηκα τη γιαγιά μου και την Αγία Ειρήνη, όταν –μετά τη γέννα- κινδύνευσε η κόρη μου. Εκεί αποφάσισα πως θέλω να ζητήσω βοήθεια από κάτι που ήταν πιο πάνω από μένα. Κι είπα πως, αν το μικρό μου γίνει καλά, θα βγάλω το όνομά της. Το είπα, όπως το λέει κάθε τελευταία, άσκεφτη κι απαίδευτη γυναικούλα, που εναποθέτει τις ελπίδες της σε κάτι που δεν καταλαβαίνει, με αντάλλαγμα την ελπίδα πως το παιδί της θα σωθεί. 
Το μωρό μου ταλαιπωρήθηκε, αλλά έγινε καλά…


Πολύ καιρό μετά που είχα παρατήσει το πανεπιστήμιο, αποφάσισα να ξανακαθίσω στα φοιτητικά έδρανα. Κάθε φορά που πήγαινα λοιπόν να δώσω μάθημα στη σχολή, περνούσα έξω από μία εκκλησία, εκεί στην Ακαδημίας. Δεν ήξερα ποια εκκλησία είναι, δεν είχα μπει ποτέ μου μέσα. Μέσα απ’ το τρόλεϊ που με πήγαινε στη σχολή όμως, ψιθύριζα μια έκκληση για βοήθεια στο μάθημα που πήγαινα να δώσω. Πέρασα κάθε μάθημα που έδωσα και μάλιστα, με καλό βαθμό –και δεν το άξιζα πάντα.
Μια μέρα που έτυχε να είμαι εκεί κοντά ποδαράτη, λέω δεν μπαίνω να δω πώς είναι μέσα;
Μπήκα ως επισκέπτρια, ως τουρίστρια -δεν ντρέπομαι να πω. 
Ήταν η Παναγία της Ζωοδόχου Πηγής.
Κάθισα μέσα πολύ ώρα. Δεν έκανα τίποτα, δεν σκεφτόμουν τίποτα. Βγήκα ως μπήκα και τίποτα δεν είχε αλλάξει.

Για πολλά χρόνια συνεχόμενα, πήγαινα διακοπές στον Πόρο.
Το λατρεύω ετούτο το νησί, ποτέ δεν κατάλαβα το γιατί και πώς προέκυψε ετούτη η ξαφνική αγάπη, όμως σαν κάτι να με τραβάει κοντά του.
Άκουγα για μια περιοχή του, που λεγόταν Μοναστήρι.
Δεν είχα πάει ποτέ στα τόσα χρόνια διακοπών μου εκεί. Δεν πάω σε εκκλησιές στις διακοπές μου, δεν τις έχω τουριστικό αξιοθέατο. 
Ένα καλοκαίρι, πήγα στον Πόρο με τη μάνα μου και, ικανοποιώντας περισσότερο την περιέργειά της, ανέβηκα ως εκεί πάνω. Έφτασα για να μάθω πως ήταν το φημισμένο Μοναστήρι της Παναγίας της Ζωοδόχου Πηγής…

Ήταν τη δεύτερη φορά που επισκεπτόμουν τη Ζάκυνθο.
Χάζευα τη θέα απ’ τη Μπόχαλη και στο εκκλησάκι δίπλα μου, γινόταν ένας γάμος.
Την πρώτη φορά που είχα πάει, είχα βρεθεί και πάλι εκεί, δίπλα του, αλλά δεν βρήκα κανένα λόγο να μπω, γιατί δεν πάω σε εκκλησίες στις διακοπές μου!
Τώρα, με μία μικρή δόνηση, συνηθισμένη στο νησί, έσπασαν οι δύο ανθοστήλες που κρατούσαν τα λουλούδια της νύφης. Μου τράβηξε την προσοχή ο θόρυβος και η ταραχή των καλεσμένων, που ζήτησαν βοήθεια γιατί το κούνημα ήταν μεγάλο και τρέξαμε όλοι να σώσουμε το γάμο, κάνοντας τον εαυτό μας συμμέτοχο θέλαμε δεν θέλαμε στην τελετή. Περιέργεια καθαρή, κάτι που μ’ αρέσουν κι οι γάμοι...
Ήταν η «Παναγία της Ζωοδόχου Πηγής», το πιο όμορφο εκκλησάκι που έχω δει...

Στις πόσες φορές σταματάει η «σύμπτωση» να είναι σύμπτωση;
Ή δεν υπάρχει κανείς που να μετράει;

Από όταν συνέβησαν όλα αυτά, τα απολύτως τυχαία γεγονότα, πέρασαν πολλά χρόνια και πολλές καμτσικιές πάνω απ’ την πλάτη μου.
Βρέθηκα κι εγώ στη δύσκολη θέση όλων εκείνων που αναζητούν την ηρεμία και τη γαλήνη σε κάτι που είναι πάνω απ’ αυτούς, σε κάτι που δεν ξέρουν. Όπως λένε, «ό,τι κοροϊδεύεις το λούγεσαι».
Δεν ξεφεύγει κανείς από αυτή τη μεγάλη, κρητική αλήθεια…

Δεν μπορώ, ούτε και θέλω να κρυφτώ: Κάθε φορά που τα ζόρια με πνίγουν, κάθε φορά που τρώω άλλη μία καμτσικιά, άμα με ψάξεις, θα με βρεις εκεί, στην Ακαδημίας, μέσα στην Εκκλησία.
Κάθομαι σε ένα συγκεκριμένο στασίδι πάντα, που μου επιτρέπει να κοιτάζω την εικόνα από μακριά. Δεν παρακαλώ για τίποτα, ούτε ευχαριστώ για τίποτα. Κάθομαι εκεί μόνο και κλαίω, σαν να μου ανοίγει ένα χεράκι τη βρύση των ματιών μου.
Μετά φεύγω, μέχρι την επόμενη φορά που θα ζοριστώ…

Έπειτα, είναι και η φίλη μου.
Εμφανίστηκε κι αυτή, ως άλλη σύμπτωση, στο δρόμο μου, σε μια πολύ δύσκολη για μένα εποχή. Είναι ζωηρή και φασαριόζα, αγαπάει τους ανθρώπους και την οικογένεια κι, ενώ δεν με βλέπει συχνά, ξέρω πως μ’ έχει στην έννοια της.
Έφερε τα πάνω κάτω στη ζωή μου με τις υποδείξεις της, αλλά είναι υπεύθυνη –ακριβώς εξαιτίας αυτών- για την πιο μεγάλη ευτυχία που έχω ζήσει και μάλιστα, όταν δεν την περίμενα ποτέ.
Έχει κάτι απ’ τη φροντίδα της γιαγιάς μου για μένα, φέρνει πάνω της όλα τα στερεότυπα που εκείνη άντεξε να αποδεχτεί από τη δική της τη γιαγιά, δεν έχει καμιά αμφιβολία για το πώς ακριβώς πρέπει να είναι τα πράγματα καμωμένα, δεν θα ησυχάσει αν δεν με δει «να κατεβαίνω –και πάλι-με νυφικό τα σκαλιά της εκκλησίας», έχει μεγάλη αγάπη για τα μήλα και πίστη στους προστάτες αγίους που τα χρησιμοποιούν και δεν πιστεύει στις συμπτώσεις, διότι θεωρεί ότι όλα μας τα στέλνει ο «καλός Θεούλης» και άρα καλώς είναι καμωμένα…

Όχι, το ζήτημα της Πίστης δεν το έχω λυμένο ακόμα κι αυτή δεν είναι μια διπλωματική απάντηση για να σε ξεφορτωθώ, είναι η μόνη αλήθεια που ξέρω.

Θα συνεχίσω να αγαπώ την Επιστήμη και να πιστεύω στις μεγάλες ανακαλύψεις της.

Θα συνεχίσω μάλλον να κοροϊδεύω όλους εκείνους που τρέχουν γονυπετείς και αλλόφρονες σε κάθε θρησκευτική δοξασία. Ίσως γιατί έχω δει και τα εγκλήματα που γίνονται στο όνομα του Θεού, ενός Θεού που, αν υπάρχει, δεν τα έχει ζητήσει από κανέναν…

Θα προτιμώ πάντα την Αγάπη, το σιγουράκι μου…

Τη γέφυρα ανάμεσα σε αυτά τα δυο, αφού η Πίστη τη διδάσκει και η Επιστήμη την προϋποθέτει…

Αλλά μέχρι η ψυχή μου να ξεκαθαρίσει και να πάψει να αναζητά τα σίγουρα γιοφύρια...

…κράτησα το λόγο μου κι ονόμασα την κόρη μου Ειρήνη –μαζί με το άλλο όνομά της -κι από τότε, έχω πάντα εκείνη την όμορφη εικόνα στο δωμάτιό της, θεωρώντας πως είτε άγγελος, είτε αγία, είναι δίπλα της, σαν κάτι πιο μεγάλο από μένα, που θα την προσέχει πιο πολύ απ’ όσο εγώ μπορώ…

Και η φίλη;
Εκείνη τη φίλη που ήρθε ξαφνικά στη ζωή μου, μια εποχή που δεν είχα ελπίδα… όσο σύμπτωση κι αν μοιάζει… τη λένε Ζωή…


Μουσικό χαλί στις συμπτώσεις της ζωής μου: «Send me an angel», από τους Scorpions


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου