Γράφει
η Εύα Τσαροπούλου
Μια
ατελείωτη διαδρομή πάνω σε ράγες, αυτή θα μπορούσε να είναι μία ασφαλής
περιγραφή της ζωής μου στο "κάθε μέρα" της…
Μία
ατελείωτη διαδρομή, που τη χρωματίζουν όλοι εκείνοι οι άνθρωποι, που σαν κι
εμένα, τρέχουν καθημερινά να προλάβουν ο καθένας το ριζικό του.
Άνδρες
με κοστούμια και χαρτοφύλακες στο χέρι, που έχουν κάπου να πάνε. Άλλοι πάλι, με
ξεχειλωμένες μπλούζες και
αθλητικά, ψάχνουν να βρούνε κάπου να πάνε…
Γυναίκες
με ταγιέρ και ψηλοτάκουνες γόβες, όμορφα συγυρισμένες και με υπέροχα αρώματα κι
άλλες άφτιαχτες, με πρόχειρες αλογοουρές και ξεφτισμένη κόκκινη μπογιά στα
νύχια.
Και
απίστευτη πιτσιρικαρία! Είτε με ξεβαμμένα, επιμελώς σκισμένα, μοδάτα τζιν, είτε
με καυτά σορτσάκια, αφού μόλις έχουν ανακαλύψει τη δύναμη της πρόκλησης και την
κάνουνε παιχνίδι. Πιτσιρικαρία με πολύχρωμες τσάντες σχολικές και χαρούμενα,
όσο και νυσταγμένα γουργουρητά, πίσω από διαφορετικού χρώματος γυαλάκια κι
ατημέλητα μαλλιά.
Ένας
κόσμος-παλέτα, διαλέγεις και βάφεις το δικό σου βαγόνι από μαντέματα για το
ποιος μπορεί να είναι ο καθένας και πού να πηγαίνει άραγε. Γκράφιτι
καθημερινότητας. Όσα δεν φαίνονται, τα συμπληρώνει η φαντασία σου. Κάπως έτσι
κυλάει η διαδρομή…
Μέχρι
που εκεί, κάπου στη μέση, σε μία από τις δεκάδες στάσεις που απαιτούνται ως τον
τελικό σου προορισμό, η πόρτα ανοίγει και μπαίνει ο ζητιάνος του τρένου!
Δεν
είναι ποτέ ο ίδιος, σε κάθε διαδρομή θα είναι ένας άλλος ή μια άλλη, μπορεί και
σε κάθε στάση…
Καθένας
με μία ιστορία:
Μια
εγχείρηση που πρέπει να κάνει ο ίδιος ή το παιδί του, που το σέρνει μαζί του,
λες κι άμα το δεις, μπορείς να κάνεις και διάγνωση ότι αλήθεια λέει…
Τέσσερα
μικρά που μείνανε ορφανά από μητέρα και τα μεγαλώνει ένας άνεργος πατέρας…
Δύο
οργανοπαίκτες κι ένα πιτσιρίκι, που κρατάει ένα πλαστικό κύπελλο για τα ψιλά
που θα ρίξουν μέσα όσοι λατρεύουν την τέχνη στο τρένο…
Μία
μαυροφορεμένη βρώμικη γριά, με αμφίβολη καταγωγή, που απλώς κλαίει τα
αδικοχαμένα της...
Ή
ακόμα και καμία ιστορία, μόνο περιφορά αρρώστιας και δυστυχίας.
Ένα
πόδι που είναι γεμάτο φουσκάλες, ένα πρόσωπο χωρίς πρόσωπο, γιατί το δέρμα έχει
καεί… μία περιφερόμενη δυστυχία, έτσι, δίχως λόγια…
Ενοχλημένος
ο κόσμος που ταξιδεύει προς τους αναγκαστικούς προορισμούς του, βιαστικός και
συλλογισμένος απ’ τα δικά του τα προβλήματα.
Τούτος
ο ζητιάνος του χαλάει τη μέρα! Αυτή η εικόνα, αυτές οι μυρωδιές που συνήθως τη
συνοδεύουν, εντάξει, θα μπορούσαν και να λείπουν απ’ το ξεκίνημα της, ούτως ή
άλλως αμφίβολης, επανάληψης της ζωής τους.
Αποστρέφει
το βλέμμα, τραβιέται να περάσει ο ζητιάνος από δίπλα του, μπας και είναι
κολλητικό αυτό που έχει ή βάζει το χέρι του, κλείνοντας μύτη και στόμα, να μην
περάσει η μιζέρια του μέσα απ’ τους δικούς του πόρους…
Οι
ελάχιστοι των πονετικών, δίνουν γρήγορα γρήγορα τα νομίσματά τους και δεν
κοιτούν κανένα στα μάτια. Φοβούνται την έμμεση κατακραυγή ή –στην καλύτερη- την
απορία που θα δουν ζωγραφισμένη στα πρόσωπα των άλλων, γιατί βλέπεις, η συμπόνια,
η καλοσύνη στις μέρες μας είναι απορίας άξιες…
Είναι
αλήθεια: Στον καιρό της κρίσης, η ανάγκη πήρε προαγωγή! Έγινε επάγγελμα και
κάθε μέρα βγαίνουν καινούργιοι στο κουρμπέτι της. Είναι κι εφευρετικοί, πολλοί
καλύτεροι κι από ηθοποιούς και σίγουρα βγάζουν περισσότερα από δαύτους.
Αλλά
η ανάγκη υπήρχε πάντα, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Πάντα υπήρχε ένας
ζητιάνος του τρένου, που θα διέκοπτε τον ήχο που κάνει το τρένο στις ράγες ή
τις φωνές απ’ τις σκέψεις μου, μουρμουρίζοντας τον πόνο του. Δεν είχε γίνει
επιχείρηση ακόμα, αλλά ζητιάνος υπήρχε.
Η αρρώστια, ο πόνος, η δυστυχία και η μιζέρια δεν
είναι εφευρέσεις του σήμερα, απλώς –όπως όλα- εξέλιξαν τα μοντέλα τους,
ακολουθώντας το ρεύμα της εποχής…
Εκείνα
τα χρόνια, η σκέψη πως θα μπορούσε οποιοσδήποτε να είναι στη θέση τους, μαζί μ’
αυτόν κι εγώ, μ’ έκανε πάντα να δίνω κάτι. Ποτέ δεν ξέρεις πότε θα χρειαστείς
εσύ το συνάνθρωπό σου, βοήθησέ τον τώρα, για να δικαιούσαι να βοηθηθείς, αν
χρειαστείς κι εσύ…
Κάποιος
κάποτε μου είχε πει πως ακόμα κι αν όλοι θέλουν να δώσουν, φτάνουν μέχρι του να
βάλουν το χέρι στην τσέπη, αλλά το αφήνουν εκεί μέσα χωμένο, λες και οι δεύτερες και τρίτες σκέψεις
τους καθιστούν απαγορευτική την κίνηση. «Εσύ
λοιπόν, είσαι εκείνο το χεράκι που θα τραβήξει το άλλο απ’ την τσέπη και θα το
τείνει σε αυτόν που το χρειάζεται». Ομολογώ
ότι σε όλα μου τα χρόνια, αυτό μπορεί και να ’ναι η πιο όμορφη κουβέντα που μου
’χουν πει. Αλλά δεν την αξίζω, γιατί τούτο δεν είναι από καλοσύνη, κατάλοιπο
μιας παιδικής τρομάρας είναι...
Όταν
ήμουν μικρούλα, εκεί γύρω στα τέσσερα με πέντε, το έχω ξαναπεί, κάπου είδα μια
ζητιάνα που κρατούσε το μωρό της αγκαλιά και, φορώντας ένα τσεμπέρι, ζητούσε
ελεημοσύνη στο δρόμο. Πήγα κι εγώ να παίξω στο σπίτι κι έκανα τη ζητιάνα.
Φόρεσα ένα σεμεδάκι της γιαγιάς στο κεφάλι μου για τσεμπέρι, πήρα και την
κούκλα μου και άπλωσα το χεράκι μου, λέγοντας: «Καλέ κυρία, δώστε κάτι για το
μωρό μου»!
Μία
που το’πα και μία που βγήκε η μάνα μου απ’ την κουζίνα ουρλιάζοντας! Πριν
προλάβω να καταλάβω τι με βρήκε, είχα γίνει μπλαβιά απ’ την παντοφλιά της!
«Δεν
θα το ξανακάνεις ποτέ σου αυτό! Εγώ δουλεύω μέρα-νύχτα, για να μην έχεις ανάγκη
ποτέ να ζητήσεις από κανέναν! Πού τα είδες αυτά τα πράγματα και τα ξεσηκώνεις;
Μην τολμήσεις ποτέ σου, τ’ ακούς; Ποτέ σου να το ξανακάνεις αυτό!».
Ε,
συμφορά που με βρήκε! Ένα παιχνίδι ήτανε, εγώ τι θα πει ζητιάνος, στα τέσσερά
μου, δεν ήξερα! Όμως, δεν το ξανάκανα ποτέ μου αυτό!
Κι
αν καμιά φορά δυσκολευτώ, έτσι όπως τα φέρνει η ζωή, μπορεί καρφιά να καταπιώ,
αλλά να ζητήσω βοήθεια, δεν πρόκειται ποτέ κι από κανέναν! Ψωροπερηφάνια το
λένε αυτό κάποιοι φίλοι, εγώ πάλι το λέω: «Άσε με από κει πέρα, τρελή είμαι να
με ξανακάνει μπλαβιά η μάνα μου;» ή αλλιώς… «παιδικό τραύμα».
Τα
χρόνια πέρασαν κι η κρίση έκανε την ανάγκη επιστήμη. Ο ζητιάνος του τρένου,
είναι τώρα πια άλλος σε κάθε καινούργια στάση. Έμαθα κι εγώ να δυσπιστώ, έμαθα
να λέω πως κάποιοι από δαύτους βγάζουν περισσότερα από μένα την ημέρα, κάνοντας
αυτό που η δική μου αξιοπρέπεια ή η φοβέρα απ’ την παντοφλιά της μάνας μου, δεν
θα μου επέτρεπαν ποτέ να κάνω. Σταμάτησα να είμαι το χέρι που θα έβγαζε το άλλο
χέρι απ’ την τσέπη, τώρα έχω κι εγώ δεύτερες και τρίτες σκέψεις, που αφήνουνε
την καλοσύνη μισή…
Και τι είναι μια καλοσύνη που μένει στη μέση; Απλή
πρόθεση… και πότε η πρόθεση βοήθησε κανέναν; Νομίζω, σχεδόν ποτέ, που να το λεν
και τα χαρτιά μου.
Αυτή
είναι η προσωπική μου κρίση! Με άλλαξε ως άνθρωπο, πείραξε τα δομικά υλικά μου,
έφτασε στον πάτο της ευαισθησίας μου και την ανακάτεψε με την κουτάλα της
λογικής, κάνοντάς την να μην ξεχωρίζει απ’ απονιά πολλές φορές.
Αν
το καλοσκεφτείς, κι εσύ κι εγώ, συνεπιβάτες όλοι στο ίδιο τρένο της
καθημερινότητας, δεν αποστρέφουμε απλώς το βλέμμα μας από κάθε περιφερόμενη
δυστυχία. Χλευάζουμε κιόλας τον πόνο του άλλου, βλέπεις δεν είμαστε σε θέση να
ξεχωρίσουμε το μέρος που είναι ο πόνος αληθινός απ’ αυτό που είναι μόνο έργο.
Και ποιος μπορεί να μας αδικήσει γι' αυτό;
Η
σκέψη υπάρχει, η απορία απλή κι απάντηση αρκετά πειστική ακόμα δεν έχω πάρει:
Τι θα γενεί αν αύριο έρθει τούμπα τούτος ο κόσμος κι αναγκαστείς να είσαι _εσύ_
ο ζητιάνος του τρένου; Μην βιαστείς να απαντήσεις πως εσύ ποτέ δεν θα
γινόσουνα, δεν ξέρεις πού φτάνει ο άνθρωπος όταν του χτυπάει την πόρτα η
αληθινή απελπισία. Μην βιαστείς να υπερασπιστείς κάτι που δεν ξέρεις, μπορεί να
γίνεις ψεύτης άθελά σου.
Στην
εποχή μας, ζητιάνος δεν είναι μόνο αυτός που παίρνει σβάρνα τα τρένα, βρώμικος
και κουρελής.
Έχει πολλές μορφές η ζητιανιά, περίπου όσες κι η
ανάγκη. Μόνο που η μία φαίνεται, ενώ η άλλη πολλές φορές μπορεί να είναι καλά
κρυμμένη πίσω από ένα "όλα καλά". Είναι η ανάγκη της ψωροπερηφάνιας ή
της παντοφλιάς της μάνας μου...
Εύχομαι
να μην σου τύχει, εύχομαι να μην μου τύχει, αλλά το κακό με τα ευχολόγια είναι
πως μόνο με δαύτα πάντα μπορεί και να τύχει τελικά!
Το
καλό σχέδιο λέει, πως πρέπει να βάλουμε όλοι ένα χεράκι και τούτος ο κόσμος να
μην έχει πια ζητιάνους στα τρένα. Να τρώνε όλοι ένα πιάτο φαγητό και όλοι να
έχουν μια στέγη πάνω απ’ το κεφάλι τους. Κι ακόμα παραπέρα, όλοι να έχουν μια
δουλειά, ώστε να μην χρειάζεται να δίνεις πάντα εσύ γι’ αυτούς, να μην σου
είναι πάντα υποχρεωμένοι, να αλλάξει η ζαριά, να κερδίσουν όλοι μια φορά στο
παιχνίδι της ζωής.
Καλό
είναι να θέλεις να αλλάξεις τον κόσμο, δεν λέω, αυτός είναι ο στόχος, αλλά
πρέπει κάποτε να τα λέμε όπως είναι και δεν είναι πάντα σίγουρο ότι μπορείς να
πετύχεις το στόχο αυτό.
Οπότε,
γύρνα στο εφαρμοσμένο σχέδιο, που λέει πως, αν τίποτα άλλο δεν μπορείς να
κάνεις, βγες τουλάχιστον απ’ τη δική σου κρίση, αποκτώντας ξανά την ανθρωπιά
σου.
Κι αν τον κόσμο ολόκληρο δεν μπορείς να αλλάξεις,
εσένα όμως μπορείς!
Μάθημα
πρώτο λοιπόν:
Όταν
τον ξανασυναντήσεις, κοίτα το ζητιάνο του τρένου στα μάτια.
Μην
αποστρέφεις το βλέμμα απ’ τη δυστυχία, υπάρχει και θα υπάρχει πάντα.
Κι
η αρρώστια κι η μιζέρια και ο πόνος και η απάτη.
Μάθε
να τα κοιτάς όπως ακριβώς είναι, χωρίς να τα φοβάσαι… Μάθε να τα ξεχωρίζεις.
Θυμήσου: Δεν ισιώνουν όλα με μία φορά που τα
σιδέρωσες!
Η μουσική επιλογή της εβδομάδας: Sia-California Dreamin'
η συμπόνια, η καλοσύνη στις μέρες μας είναι απορίας άξιες…
ΑπάντησηΔιαγραφήΕξαιρετικό!
Δυστυχώς, είναι μια αλήθεια...
ΔιαγραφήΣας ευχαριστώ πολύ!