Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2015

Περί διαπραγμάτευσης

Γράφει
ο Μιχάλης Δεμερτζής

Παρακολουθώντας τη νέα διαπραγματευτική προσπάθεια της κυβέρνησης με το κουαρτέτο των δανειστών, φάνηκε και πάλι πως το κύριο διαπραγματευτικό όπλο της πρώτης αποτελεί το ότι είναι μία δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση.
 Δηλαδή, είχαμε επανάληψη της γνωστής πλέον στρατηγικής που περίπου λέει «Είμαι κυβέρνηση, θέτω κόκκινες γραμμές και δεν κάνω πίσω γιατί εκλέχθηκα και γιατί είναι κόκκινες οι γραμμές.». Μαθαίνουμε για παράδειγμα ότι, σε ό,τι αφορά το ασφαλιστικό, αν και στο δημοσιονομικό σκέλος οι δύο πλευρές έχουν καλύψει το 70% των δεσμεύσεων, για το μείζον θέμα, τη μελλοντική δομή του συστήματος, η κυβέρνηση δεν
άνοιξε τα χαρτιά της (sic). Το μόνο σίγουρο είναι ότι έχει στόχο, όπως λέει η ίδια, «να προστατεύσει τις συντάξεις». Τελικά η συζήτηση για το συγκεκριμένο θέμα, μαζί με άλλα, αναβλήθηκε για τον Ιανουάριο και αυτό θεωρήθηκε επιτυχία.

Συγγνώμη, αλλά αυτό δεν λέγεται «διαπραγμάτευση». Όταν το κουαρτέτο μάς παρουσιάζει ένα σχέδιο για το ασφαλιστικό με την υποσημείωση ότι αλλιώς δεν είναι βιώσιμο, αντίλογος θα ήταν να παρουσιάσουμε ένα δικό μας (ως χώρα) εναλλακτικό πρόγραμμα, με την υποσημείωση ότι είναι βιώσιμο και με τον δικό μας τρόπο. Το να λέμε «Δεν πρέπει να πειραχθούν οι κύριες συντάξεις γιατί είναι κύριες» δεν αποτελεί επιχείρημα. Αν η ελληνική πλευρά έχει όντως χαρτιά να ανοίξει, είναι αυτονόητο πως δεν υπάρχει καλύτερος χρόνος να το κάνει από τη στιγμή που διαπραγματεύεται.

Αν η κυβέρνηση θέλει να ασκήσει το αυτονόητο καθήκον της και να κυβερνήσει, πρέπει να παράξει έργο (εννοείται στα πλαίσια των συμβατικών της υποχρεώσεων με τους εταίρους της) και όχι να αφήνει το έργο σε άλλους. Οι Ευρωπαίοι εταίροι κατηγορήθηκαν από τον Πρωθυπουργό μας στις Βρυξέλλες ότι δεν αφήνουν τις τοπικές κυβερνήσεις να ασκήσουν τη πολιτική τους, όμως βλέπουμε να συμβαίνει το εξής: Η ελληνική κυβέρνηση (όχι μόνο η τρέχουσα) δεν προχωρά σε μεταρρυθμίσεις, κατόπιν έρχονται οι δανειστές να καταρτίσουν ένα σχέδιο εφαρμογής τους και, αφού η κυβέρνηση απορρίψει το σχέδιο, το επιστρέφει στους δανειστές με αστερίσκους για να το βελτιώσουν. Δηλαδή, η τοπική εξουσία δεν παράγει πολιτική, αλλά αναθέτει τη δουλειά στους δανειστές, προφανώς για να μην επωμιστεί αυτή το πολιτικό κόστος. Το κατά πόσο οι επιτελικές κινήσεις της περιορίζονται από τις συνθήκες της κρίσης αλλά και από υπογραφές προηγούμενων κυβερνήσεων είναι μία συζήτηση με ουσία, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν δικαιολογεί το γεγονός ότι η τοπική εξουσία εν πολλοίς παραχωρεί τη διακυβέρνηση της χώρας.

Έχει σημασία το σημείο που αναφέρουμε ότι οι δανειστές παρεμβαίνουν «κατόπιν» τις κυβερνητικής ανυπαρξίας και όχι νωρίτερα. Το παράδειγμα της Ιταλίας είναι διαφωτιστικότατο.
Ο Μόντι στην Ιταλία αντιστάθηκε στις αξιώσεις των εταίρων για είσοδο της τρόικα στα ιταλικά υπουργεία, προχωρώντας παράλληλα σε μεταρρυθμίσεις. Οδυνηρά για την ιταλική κοινωνία μέτρα εγκρίθηκαν από τη συντριπτική πλειοψηφία των εκπροσώπων της (Κάτω Βουλή, 495 ψήφοι έναντι 88 και Άνω Βουλή, 257 έναντι 41) και φτάσαμε σήμερα να μιλάμε για μία χώρα που αφήνει με σταθερά βήματα τη κρίση πίσω της. Με άλλα λόγια, η Ιταλία διαπραγματεύθηκε δια των πράξεων.

Η παραπάνω περίπτωση με την αντίστοιχη ελληνική δεν αντέχει σε σύγκριση. Αρκεί να σκεφτούμε τις «μεταρρυθμίσεις» που εφάρμοσε η ελληνική κυβέρνηση, αμέσως μετά την εκδίωξη της τρόικα τον περασμένο Φεβρουάριο.

Ένα επόμενο ερώτημα που προκύπτει από τα προαναφερόμενα είναι το κατά πόσο είμαστε ικανοί σαν κράτος να καταρτίσουμε ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα ως απάντηση στις έξωθεν υποδείξεις. Μήπως, δηλαδή- ακόμα κι αν βγάζαμε το πολιτικό κόστος από την εξίσωση- δεν μπορούμε να διαπραγματευτούμε με τους εταίρους μας σε τεχνικό επίπεδο;

Αν διαβάσει κάνεις τα μνημονιακά κείμενα θα διαπιστώσει πως οι προτάσεις των εταίρων είναι απόλυτα συγκεκριμένες, ποσοστικοποιημένες, υπάρχουν προθεσμίες, πίνακες, οικονομικά μεγέθη που αυξάνονται προοδευτικά κ.α.
Το να αντιπροτείνεις σε όλα αυτά αοριστίες του τύπου «πάταξη της φοροδιαφυγής» είναι, το λιγότερο, ανεπαρκές. Η πρόταση πρέπει να είναι ποσοστικοποιημένη και αρκούντως προβλέψιμη. 

Η δυνατότητα συγκεκριμενοποίησης των προτάσεων είναι πολύ σημαντική, καθώς μπορεί να αποτελέσει βάση πάνω στην οποία θα βρεθεί η μέγιστη σε απόδοση μεταρρύθμιση, όχι μόνο στο οικονομικό αλλά και στο κοινωνικό πεδίο. Για παράδειγμα, όσο δεν βρίσκεται κάποιος να μετρήσει και να προβλέψει με ακρίβεια τί θα κερδίσει το δημόσιο εφαρμόζοντας τη κινητικότητα των υπαλλήλων του, αποδοτικότερο μέτρο βελτίωσης των δημόσιων οικονομικών θα εξακολουθεί να προτάσσεται η απόλυσή τους.

Για το κατά πόσο η Ελλάδα σαν κράτος είναι ικανή να διαπραγματευτεί σε υψηλό τεχνικό επίπεδο δεν μπορούμε να είμαστε 100% σίγουροι. Ενδεικτικά όμως, θα θυμηθούμε τρεις περιπτώσεις σχετικές με αυτό:

- Λίγες εβδομάδες πριν τη δραματική Σύνοδο Κορυφής του περασμένου Ιουλίου, οι εταίροι, απευθυνόμενοι στη χώρα μας, έλεγαν "κάντε προτάσεις". Το Μαξίμου απαντούσε "κάναμε". Οι εταίροι επέμεναν, "κάντε προτάσεις" . Και το Μαξίμου επέμενε ότι έκανε κ.ο.κ.
Το πιο πιθανό είναι οι δύο πλευρές να είχαν διαφορετική άποψη για το τί εστί «πρόταση».

- Τελικά η ελληνική πρόταση καταρτίσθηκε με τη βοήθεια Γάλλων συμβούλων.

- Τα πρώτα χρόνια της κρίσης, τα μόνα πραγματικά ισοδύναμα που πέρασε η ελληνική κυβέρνηση ήταν αυξήσεις φόρων και οριζόντιες μειώσεις μισθών στο δημόσιο. Δηλαδή, μέτρα των οποίων τα οφέλη μπορούσαν εύκολα να προσδιοριστούν ποσοτικά εκ των προτέρων. Αυτό, σε αντιδιαστολή με το κόπο που χρειάζεται προκειμένου να προβλεφθούν τα οφέλη από διαρθρωτικά μέτρα.

Δεν είναι λοιπόν παράλογο να αναρωτιέται κανείς, κατά πόσο υπάρχει το κατάλληλο και επαρκώς καταρτισμένο έμψυχο δυναμικό στις κρατικές υπηρεσίες, προκειμένου να μπορεί η ελληνική πλευρά να έχει ουσιαστικές απαντήσεις στις προτάσεις των δανειστών. Μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για μία χώρα στην οποία δεν ήταν καν γνωστός μέχρι πρότινος ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων και οι διορισμοί στο δημόσιο τομέα της, κατά κανόνα, δεν γίνονται αξιοκρατικά.

Αν θέλει λοιπόν η ελληνική κυβέρνηση όντως να διαπραγματευτεί, πρέπει πριν από όλα να δουλέψει. Και αν δεν μπορεί, τότε πρέπει να δείξει πνεύμα συνεργασίας, και όχι αντιπαλότητας, απέναντι στο κουαρτέτο. Εκείνοι θέλουν, στη χειρότερη περίπτωση, να είμαστε εντάξει στις υποχρεώσεις μας και εμείς θέλουμε, το λιγότερο, ένα λειτουργικό κράτος. Δεν έχουν παρά ελάχιστη διαφορά το ένα από το άλλο.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου