Γράφει
η Εύα Τσαροπούλου
Ήμουν
στην Γ’ Δημοτικού θυμάμαι…
Η
δασκάλα μου, κυρία Δήμητρα τη λέγανε, ήτανε μια κακιά γυναίκα!
Σαν
τέτοια την κατέγραψε η ψυχή μου και δεν την ξέχασα ποτέ. Γιατί πολλές φορές μ’
αδίκησε, για πολλές αιτίες, μα πιο πολύ πονούσαν εκείνες που είχανε να κάνουνε
με την αξιοσύνη μου.
Εγώ,
που λες, έγραφα καλές εκθέσεις ή έτσι μου λέγανε τέλος πάντων και σάμπως δίκιο
να είχανε, όπως τουλάχιστον φάνηκε απ’ αυτό που έπαθα παρακάτω.
Έγραφα
την έκθεση –μέσα- στην αίθουσα τη σχολική.
Την
έπαιρνε η κυρία Δήμητρα, τη
διόρθωνε· όλα αυτά –μέσα- στην ίδια αίθουσα.
Ούτε
εμείς είχαμε βγει από δαύτην, ούτε η έκθεση!
Μετά,
με όλη της την άνεση, με έκανε ρεντίκολο στην τάξη, λέγοντας ότι την έκθεσή μου
την έγραψε η μάνα μου, διότι αποκλείεται (!) ισχυριζόταν, να γράφω έτσι εγώ
(ενώ για τη μάνα μου πάλι, το ’χε σιγουράκι).
Ο
τόσο εξόφθαλμος παραλογισμός με τρέλαινε!
Το
ότι ήμουν παιδί και δεν ακουγόμουν όσο κι αν φώναζα, το ότι δεν έβρισκα δίκιο
πουθενά, γιατί ήταν ο λόγος της έναντι του δικού μου, με έκανε έξω φρενών!
Μάταια
η μάνα μου ερχόταν και της έλεγε πως αυτό το πράγμα δεν είχε συμβεί ποτέ!
Εκείνη
επέμενε κάθε φορά να με ρεζιλεύει με τον ίδιο παράλογο και άδικο τρόπο μπροστά
στους συμμαθητές μου…
Να
πώς δημιουργούνται τα τραύματα, δεν θέλει πολύ ο άνθρωπος -τι νομίζεις- κι
ευτυχώς που εξακολουθώ να γράφω, γιατί να που έρχεται η ώρα να τήνε ρεζιλέψω κι
εγώ, επιτέλους!
Από εκείνη την εποχή, όλα μπορώ να τα συγχωρήσω,
όλα να τα καταλάβω, όλα να τα δεχτώ αλλά τ’ άδικο, δεν το σηκώνω!
Στα
χρόνια που πέρασαν, έμαθα να κλωτσάω σαν το παλιάλογο κάθε φορά που νόμιζα πως
με αδικούσαν. Κι όσο πιο παράλογα ένιωθα πως με αδικούσαν, τόσο πιο πολύ
κλώτσαγα. Μέχρι που αποφάσισα πως τούτος ο κόσμος είναι τόσο πολύ παράλογος,
ούτως ή άλλως, που τίποτα δεν του κάνουν οι κλωτσιές μου, τσάμπα σκούζω!
Αποφάσισα
απλώς να γυρίζω την πλάτη μου σε ό,τι δεν αξίζει τον κόπο να πειστεί.
Σε
ό,τι δεν παίρνει από κουβέντα.
Πολύ
καιρό αργότερα από εκείνη την πρώτη αδικία των παιδικών μου χρόνων, όταν
έκλεισε η ΕΡΤ, η δουλειά μου, γέμισε ο κόσμος λόγια!
Λόγια
σωστά, λόγια κουτά, λόγια υπερβολικά, λόγια άλογα, πολλά λόγια…
Είχα
χάσει τη δουλειά μου. Σε μισή μέρα μέσα είχε καταστραφεί όλη η ζωή μου, αλλά
δεν μίλησα. Δεν είχα πολλά να πω ή είχα τόσα πολλά, που τη μια θα γέρνανε από
δω, την άλλη από αντίπερα κι άντε να βρεις την άκρη. Σώπασα λοιπόν κι άφησα
κομμάτι απ’ το σωστό να με τρώει, κομμάτι απ’ τ’ άδικο να με σκοτώνει. Ίσως
γιατί καταλάβαινα κι εγώ πως σωστό και άδικο δεν μπορούσαν, δεν είχε έρθει η
ώρα τους ακόμη να ξεμπερδευτούν.
Αλλά
κι αν είχε έρθει;
Δύσκολο
να αποδεχθείς τη φωτιά που ανάβει το δίκιο του άλλου, όταν απ’ αυτήν καίγεται
το δικό σου σπίτι και γίνονται στάχτες τα δικά σου κόπια…
Το
πιο κοντά στο «αντικειμενικό» που μπορούσα να κάνω, ήταν απλώς να σωπάσω.
Όταν
ξανάνοιξε η τηλεόραση, με άλλο όνομα, άλλα λόγια πάλι!
Κι
αυτή τη φορά, δεν ήταν οι κουβέντες που πονούσαν, αλλά τα στόματα απ’ τα οποία
τούτα βγαίνανε. Σε χτυπάει αλύπητα το ότι στα λέει ο «αδελφός» σου, που
γνωρίζει πολύ καλά τι λέει, αλλά κυρίως -σε ποιον-τα λέει…
Τα
λέει σε σένα, που ξέρει τι έχεις κάνει και πώς το έχεις κάνει…
Εκεί
σωπαίνεις πιο πολύ.
Μία
σιωπή για το παράλογο και μία για το χαστούκι απ’ το αγαπημένο χέρι, που σε
αδίκησε πιο πολύ απ' ότι οι συνθήκες...
Ο
καιρός κύλησε και τα λόγια σώπασαν· έτσι γίνεται πάντα όταν ο καιρός περνάει.
Οι
άνθρωποι ξεχνούν ή βρίσκουν κάτι άλλο να κάνουν πρωτοσέλιδο τη γκρίνια τους.
Και
ξαφνικά, η ΕΡΤ παίρνει πίσω τ’ όνομά της, μέσα σε μία συγκυρία καταστάσεων που
βρίσκουν αυτή τη φορά χώρα και ανθρώπους αλλαγμένους.
Δεν
λες καλύτερα «μεταλλαγμένους»;
Και
τα λόγια γίνηκαν ακόμα πιο παράλογα, μόνο που τώρα δεν μένουμε στα λόγια μόνο…
Δεν
θα αλλάξω τακτική, δεν θα μιλήσω ούτε τώρα.
Γιατί
απ’ όλα όσα λέγονται, απ’ όλα όσα γράφονται, αυτά που στ’ αλήθεια συμβαίνουν,
δεν τα χωράει ο νους τ’ ανθρώπου.
Είναι
σαν τον απατημένο σύζυγο, που πιάνει στο κρεβάτι τη γυναίκα του με τον
κουμπάρο: Όχι μόνο είναι αυτό ακριβώς που νομίζει, αλλά και κάτι παραπάνω που
δεν το βάζει ο νους του!
Δεν
έχει νόημα κανένα να μιλήσω για εκείνα που θα μαρτυρήσει αύριο η ιστορία.
Καλά
ή άσχημα, λίγα ή πολλά, θα έχω να λέω πως «ήμουνα κι εγώ εκεί» και τα έζησα, τα
είδα να συμβαίνουν κι ας έχει μια τεράστια ματαιότητα όλο τούτο.
Εγώ
μια βολά, προσπάθησα...
Υπάρχει
όμως μια αδικία που πλέον έχει γίνει παράπονο, δένει σαν κόμπος στο λαιμό,
γίνεται λυγμός στο στόμα… γι’ αυτή μόνο την αδικία θέλω να μιλήσω, ίσως επειδή
τούτη έχει περιθώρια να διορθωθεί...
Η
ΕΡΤ μέσα σε μισή μέρα έγινε «σύμβολο».
Απ’
τη μία, κόκκινη παντιέρα της επανάστασης, απ’ την άλλη, μπροστάρης όλου του
διεφθαρμένου δημόσιου τομέα.
Η
κοινωνία μία που έκλεινε τη Μεσογείων να διαμαρτυρηθεί για το «μαύρο στη
δημοκρατία», μία που κήρυττε διαδικτυακό –κι όχι μόνο- πόλεμο στους
τεμπελχανάδες δημόσιους υπαλλήλους, που τους ταΐζει από το ανταποδοτικό τέλος
(που ακόμα η ΕΡΤ στα ταμεία της δεν το έχει δει, για να τα λέμε όλα δηλαδή).
Δεν θα μιλήσω ούτε γι’ αυτόν το διχασμό, αυτής της
ίδιας κοινωνίας.
Έχω καταλήξει πως ο διχασμός υπάρχει μέσα μας κι
αυτό γιατί τον θέλουμε να κατοικεί εκεί, τον συντηρούμε. Δεν αποφασίζουμε να
τον αποχωριστούμε, ούτε καν για να κρίνουμε καθαρά και να μετρήσουμε το αληθινό
μας κόστος. Θέλουμε να παραμένει εκεί και τον ανασύρουμε κατά πώς μας βολεύει
κάθε φορά, τον κάνουμε ισχυρισμό και δεν χρειάζεται να τον αποδείξουμε κιόλας.
Αυτοπαραμυθιαζόμαστε και σιγά μην θέλουμε και
στοιχεία για τούτο…
Έκλεισε,
λοιπόν, το «μαγαζί», όπως ειρωνικά το είπανε. Έκλεισε, μισάνοιξε, ξανάνοιξε…
Μέσα
εκεί υπάρχουν κάποιες δεκάδες άνθρωποι που δούλεψαν και ξαναδούλεψαν και
δουλεύουν και σήμερα, ακόμα, πολύ σκληρά.
Ποιος
τους λογαριάζει, θα μου πεις, χάνονται μέσα στους άλλους, που είναι πολλοί
περισσότεροι.
Ναι, αλλά υπάρχουν!
Και όχι μόνο δουλεύουν, αλλά φέρνουν κι αποτέλεσμα
σε αυτά που κάνουν, μέσα στη ματαιότητα και στην ανοησία που υπάρχει γύρω -μέσα
κι έξω- τολμούν να καταφέρνουν να δημιουργούν.
Περηφανεύομαι
να πιστεύω ότι μέσα σ’ αυτούς είμαι κι εγώ.
Μπορώ
να το πω και μπορώ και να το αποδείξω. Με ώρες δουλειάς, με νύχτες ξάγρυπνες,
με τηλεφωνήματα στο αχάραγο ή καταμεσίς του μεσημεριού της Κυριακής. Χωρίς
γιορτές, χωρίς διακοπές, χωρίς σταματημό.
Μην
μπεις στον κόπο να μιλήσεις για λεφτά ή υπερωρίες. Αφενός θα πρέπει για μια
φορά επιτέλους και να το αποδείξεις. Επιπλέον, καιρό τώρα ψάχνω λαιμό να
αποθέσω τη χατζάρα μου…φιλελεύθερα και δημοκρατικά, όσο το κάνεις κι εσύ που
δικαιούσαι να πετάς ισχυρισμούς για ποσά που δήθεν μου δόθηκαν, χωρίς να έχεις
καμία απόδειξη γι’ αυτά.
Μόνο και μόνο γιατί μπορείς να αποδείξεις άλλα, σου
είπε κανείς πως μπορείς ή δικαιούσαι να μιλάς για τα πάντα; Δεν ξέρεις τα
πάντα, απλώς τα ισχυρίζεσαι!
Κι αυτό κάνει εξαιρετικά μεγάλη διαφορά!
Αλλιώς φαντάζει το κόστος όταν υπολογίζεις απλώς
κάτι κι αλλιώς όταν επιτέλους βάζεις το χέρι στην τσέπη σου να το πληρώσεις!
Κι αν για σένα ο ισχυρισμός μπορεί να απλωθεί
παντού χωρίς κόστος, σε μένα κάνει κόστος να με παίρνει η μπάλα που αφορά μόνο
μερικούς.
Κόστισε τη ζωή μου και τη ζωή του παιδιού μου.
Αυτό
δεν λύνεται, ας μην το λύσουμε εδώ, δεν θα σε πείσω, δεν προσπαθώ.
Αλλά,
κάπου κοντά, υπάρχει ένας παραλογισμός για τον οποίο μπορούμε να κάνουμε κάτι
κι εσύ κι εγώ:
Είσαι
απ’ τη μία εσύ, που έχεις βγάλει απ’ το τηλεκοντρόλ σου τις συχνότητες της ΕΡΤ,
αλλά συνεχίζεις -θέλεις δεν θέλεις- να την πληρώνεις στη ΔΕΗ σου (κι ας μην
φτάνουν τα λεφτά σου στα ταμεία της, δεν έχει σημασία, αυτό λένε τα χαρτιά
σου).
Είμαι
κι εγώ απ’ την άλλη, που προσπαθώ να σου γυρίσω πίσω τα λεφτά σου, γιατί αυτό
είναι το σωστό όταν μιλάμε για κάτι «ανταποδοτικό», φτιάχνοντας κάτι που να αξίζει
να το δεις. Κάτι που δεν θα σε κάνει να ντρέπεσαι.
Σιγά
σιγά, το πετυχαίνω αυτό, με πολύ λίγα μέσα, χωρίς καθόλου μέσα πολλές φορές,
μόνο με πολλή δουλειά και καλή διάθεση και πίστη ότι μπορώ.
Εγώ
και μια ομάδα άλλοι που, σαν κι εμένα, θέλουν να σου γυρίσουν πίσω τα λεφτά
σου, γιατί όταν σχολάμε από εκείνη τη μεριά, ερχόμαστε κι εμείς στη μεριά τη
δική σου και ξέρουμε -και ψυχρά αν το δεις-ότι το αύριο το δικό μας, εξαρτάται
απ' αυτό που εσύ θα λάβεις σήμερα, αλλιώς αύριο δεν θα υπάρχει πάλι για μας.
Αλλά
τι γίνεται τελικώς;
Εσύ
συνεχίζεις να με βρίζεις, γιατί με πληρώνεις «τσάμπα και βερεσέ», αλλά
παραδέξου: δεν έχεις γυρίσει ποτέ το τηλεζαπιστήρι σου να δεις τι στην ευχή
είναι αυτό που ισχυρίζομαι πως έχω φτιάξει.
Δικαιούσαι
να με βρίζεις; Ίσως ναι.
Πληρώνεις
για να μπορείς να με βρίζεις, για σένα δουλεύω, σε όλα αυτά...μαζί σου!
Κι
είμαι εγώ που τόσα χρόνια ζούσα στην ησυχία του «μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει,
ο μισθός να πέφτει».
Είμαι
εγώ που δεν κατήγγειλα τους βρώμικους, τους άθλιους, τους διεφθαρμένους, που
τους πλήρωνες τόσα χρόνια, ενώ δεν πατούσανε ποτέ, που παίρνανε μισθό, χωρίς
«ανταπόδοση», ενώ τους ήξερα.
Είμαι
εγώ εκείνη που εξακολουθούσα να έχω τη θέση μου και την ησυχία μου, όταν εσύ
έχασες τη δουλειά σου.
Είμαι
εγώ εκείνη που έδειχνα τον πόνο σου μόνο ως ρεπορτάζ σε δελτία που άλλος τα
έτρεχε, άλλος τα υπέγραφε, άλλος τα διέταζε… Ναι, ναι, εγώ είμαι αυτή.
Και
εγώ ΔΕΝ είμαι αυτή, αλλά δεν είναι δουλειά σου να το ξέρεις…
Βλέπεις,
αν εσύ στον ιδιωτικό τομέα μοιραζόσουν τη δουλειά με τους άλλους συναδέλφους
σου, διότι έτσι κανόνιζε το αφεντικό, που σας πλήρωνε όλους για να κάνετε το
ίδιο πράγμα και δεν σήκωνε τον έναν να κάθεται εις βάρος του άλλου ή της
δουλειάς, εγώ στο σίγουρο δημόσιο δεν είχα κανέναν να τη μοιραστώ, αφού ουδείς
πάταγε για να αναλάβει το δικό του μερίδιο.
Ας
φώναζα μάταια εγώ, γιατί να ακουστώ;
Ποιος
από πάνω θα με δικαίωνε ή θα αναλάμβανε την ευθύνη;
Εδώ
το πράγμα δουλεύει πολύ διαφορετικά κι ελάχιστα πράγματα εξαρτώνται από το
μικρό γρανάζι που είμαι εγώ.
Δεν ξέρω πόσο στ’ αλήθεια μεγάλος είναι εκείνος ο
δημόσιος τομέας, αλλά προχείρως υπολογίζω πως -αν τον αδειάσουμε απ’ τα
κομματόσκυλα, τους συγγενείς και τα χατίρια- ίσα που θα χωράει ολόκληρος μαζεμένος
σε ένα κτίριο.
Αλλά ποιος θα αναλάβει την πολιτική ευθύνη να το
κάνει αυτό;
Ποιος θα κάνει την περιβόητη αξιολόγηση;
Ποιος έχασε τη βόλεψή του για να τη βρεις εσύ;
Ε, να λέμε και πράγματα που γίνονται παιδιά, μην
ονειροπατούμε κιόλας!
Με
τον έναν ή τον άλλον τρόπο το αξίζω, δεν μπόρεσα να σε προστατεύσω παραπάνω,
ούτε εσένα, ούτε τον εαυτό μου, άρα βρίσε με λοιπόν, όσο θέλεις.
Βρίσε
με, αλλά δες με κιόλας! Δώσε μου την ευκαιρία να σου δείξω τι έχω κάνει, τα
λίγα ή τα πολλά που έχω καταφέρει.
Δες
με και μετά με κρίνεις. Αυτό είναι κάτι που μπορείς να κάνεις εσύ, διορθώνοντας
τον παραλογισμό.
Πόσο
παραπάνω θα στεναχωρηθώ νομίζεις αν συνεχίσεις απλώς να ωρύεσαι;
Έχεις
βρίσει τη μάνα μου, έχεις αμφισβητήσει την ηθική μου, τις ικανότητές μου, με
έχεις κατηγορήσει ότι σε κλέβω, με έχεις εξομοιώσει με τα σκουπίδια της αυλής
σου.
Αλλά
πόσο δίκιο θα συνεχίσω να σου δίνω νομίζεις, ενώ εσύ με αδικείς και μάλιστα,
χωρίς να με έχεις δει ποτέ σου;
Αν
εσύ συνεχίζεις να με βρίζεις, ενώ εγώ προσπαθώ να γίνω καλύτερη, πόσο στ’
αλήθεια καλύτερη θα συνεχίσω να προσπαθώ να γίνω τελικά;
Στη βιομηχανία κατασκευής τεμπελχανοϋπαλλήλων, όλοι
βάζουμε ένα χεράκι, τι θαρρείς; Πως εσύ δεν έχεις ευθύνη;
Ξανασκέψου!
Δεν
μπορώ να σε πείσω για τίποτα. Είμαι πολύ λίγη για να το κάνω.
Σου
είπα, είμαι μόνο ένα γρανάζι, σε μία μηχανή που τη λες εξαιρετικά καλολαδωμένη,
ώστε να λειτουργεί διαπράττοντας συνωμοσία στην πλάτη σου. Αλλά και στη δική
μου!
Σίγουρα
τα τεράστια μέρη αυτής της μηχανής, αυτά που είναι ορατά σε σένα, κρύβουν τη
δική μου τη θωριά. Ο θόρυβος που κάνουν κρύβει το δικό μου ψίθυρο… αλλά είμαι
εκεί.
Είμαι -κι εγώ- εκεί και προσπαθώ να κάνω τη
διαφορά…
Μία
λύση πρέπει να βρεθεί, αφού -έτσι όπως είναι σήμερα τα πράγματα και δεν τα
βλέπω σύντομα ν’ αλλάζουν- εσύ θα συνεχίζεις να με πληρώνεις κι εγώ δεν είμαι
απ’ αυτούς που θέλουν να πληρώνονται χωρίς να το κάνουν και να δουλεύει...
Βλέπεις,
δεν έχεις μόνο εσύ αξιοπρέπεια, έχω κι εγώ και δεν χρειάστηκε καμία επανάσταση
για να την ανακτήσω.
Την
είχα πάντα.
Όπως
το καταλαβαίνω, σε αυτή τη μεταξύ μας, τη μικρή συναλλαγή, αυτή που έχει να
κάνει με τον παραλογισμό τουλάχιστον, η επιλογή είναι στο χέρι μας· όσο είναι.
Μπορείς,
αν θέλεις να συνεχίσεις απλώς να γκρινιάζεις, βλέποντας ανόητα κουίζ, που σου
τάζουν διακοσάευρα και πρωϊνάδικα με χαζοκουκλίτσες, που μασάνε τσίχλα και
κοιτούν απ’ την κλειδαρότρυπα της σόου μπιζ, διότι ούτε μέχρι τα παρασκήνιά της
δεν μπορούν να φτάσουν.
Μπορείς
να συνεχίσεις να διαμαρτύρεσαι για το χαμηλό επίπεδο της ελληνικής τηλεόρασης,
μπορείς να ωρύεσαι για τα τούρκικα σήριαλ που παίζονται γύρω γύρω, αλλά ξέρεις;
Αν
δεν πατήσεις το τηλεζαπιστήρι σου, αν δεν γυρίσεις το κουμπί και σε αυτό το
κανάλι -πού ξέρεις, μπορεί να δεις μια εναλλακτική- τελικά δεν είναι και τόσο
μόνο δικό μου το πρόβλημα.
Όλα είναι μια χαρά υπολογισμένα και ίσως κάποιοι
ξέρουν ποιος ακριβώς είσαι, οπότε σου δίνουν αυτό ακριβώς που απαντά σ' αυτό
που είσαι!
Εσύ; Τι κάνεις για αυτό;
Εγώ
την έχω εκεί την εναλλακτική και στην έχω ανακοινώσει.
Αν
ο Τύπος που έχεις για -δεν ξέρω ποιο νούμερο- εξουσία, δεν θέλει να στη
μεταφέρει, πάλι το πρόβλημα είναι αλλού.
Κόσμος
παίρνει και ζητάει πρόγραμμα που υπήρχε κι έπαιζε τόσο καιρό!
Διότι
ένα ολόκληρο σύστημα αποφάσισε πως δεν θέλει να τον ενημερώνει πια, ούτε να του
δίνει την εναλλακτική κι ας υπήρχε σε όλα τα στάδια.
Λίγο
ή πολύ. Υπήρχε πάντα.
Λέγανε
κάποτε πως η ΕΡΤ ήταν ένας «γίγαντας».
Την
ξεδόντιασαν.
Οι
άνθρωποί της την ξεδόντιασαν, πριν το κάνουν τα συμφέροντα.
Δεν
είναι ένας γίγαντας πια.
Αλλά
μόλις σήμερα, που μας εγκατέστησαν ένα νέο ηλεκτρονικό σύστημα επικοινωνίας,
που το έφτιαξαν με τα χέρια τους άνθρωποι δικοί μας και που δεν θα στοιχίζει
ούτε σέντσι σε κανέναν, ούτε σε σένα, ούτε σε μένα, το δούλεψαν και το έφτιαξαν
με τα χέρια τους, το σχεδίασαν με το μυαλό τους, το υλοποίησαν και δουλεύει
καλά, κατάλαβα πως είναι κι άλλοι σαν κι εμένα κι είναι ευτυχώς παντού!
Κι
αυτό από μόνο του μπορεί να ξυπνήσει το αυγό του γίγαντα, να το ζεστάνει, να το
κάνει να ξαναζήσει.
Αν
το αφήσουν! Αν μας αφήσουν…
Μην
με αδικείς λοιπόν σαν την κυρία Δήμητρα· δώσε μου την ευκαιρία που δικαιούμαι
να σου αποδείξω την αξιοσύνη μου, γιατί κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ κι αν αυτό δεν
φτάνει, θα κάνω παραπάνω.
Αλλά
πρώτα δες με και μετά κρίνε με… κι εμένα και τους άλλους, που είναι σαν κι
εμένα…
Άκου
τη φωνή μου, πριν πνιγεί πάλι στη σιωπή της δικής σου γκρινιάρικης
καθημερινότητας και της δικής μου απογοήτευσης πως ό,τι και να κάνω μάταιος ο
κόπος, γιατί εσύ θα συνεχίζεις να γκρινιάζεις.
Μπορεί
όντως να είναι, αλλά ας του δώσουμε μία ευκαιρία.
Ετούτον
τον παραλογισμό, ας τον διορθώσουμε, είναι απ' αυτούς που παίρνουνε μαντάρισμα.
Αν
με ρωτάς, αν θέλεις ντε και σώνει να γκρινιάξεις, υπάρχει καλύτερος λόγος για
να το κάνεις:
Ψάξε
να βρεις γιατί αποφασίζουν να σου πουλήσουν ό,τι θέλουν να δεις κι όχι εκείνα
που υπάρχουν για να δεις.
Αν μπεις σε αυτό τον κόπο, ίσως ανακαλύψεις ότι
αυτοί που αποφασίζουν τι θα σου πουλήσουν για να δεις, είναι οι ίδιοι ακριβώς
με αυτούς που αποφασίζουν τι σου πουλάνε για να πιστέψεις…
Αλλά δεν θα σου είναι και πολύ χρήσιμη αυτή η
πληροφορία, αν δεν τη συνδυάσεις με την απλή αλήθεια πως ό,τι κι αν σου
πουλάνε…εσύ είσαι αυτός που τελικά αγοράζει…
Γι’ αυτή την εβδομάδα: I’ll stand by you…The Pretenders
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου