Γράφει
η Εύα Τσαροπούλου
Εμπενίζερ,
Εμπενίζερ Σκρουτζ!
Χριστούγεννα σήμερα!
Όλοι
σε θυμούνται και σε μνημονεύουν τα Χριστούγεννα.
Έχεις
πάντα εκείνο το καψαλισμένο απ’ το κερί γένι σου.
Εκείνο
το λευκό μακρύ νυχτικό σου.
Εκείνη
τη σκούφια για το κεφάλι σου, τρύπια και κίτρινη απ’ την πολυκαιρισιά, λες και
δεν έχεις λεφτά να πάρεις καινούργια.
Έχεις!
Αλλά δεν τα δίνεις!
Γιατί
είσαι τόσο τσιγκούνης, που έμαθες να λες και στον εαυτό σου πως τίποτα δεν
χρειάζεσαι για να ζήσεις!
Όλα
είναι περιττά, ο άνθρωπος άλλωστε γεννήθηκε γυμνός!
Όλα
είναι πολυτέλειες που ο
άνθρωπος επινόησε, μόνο και μόνο για να ξοδεύονται οι
δικές σου κίτρινες λιρίτσες…
Εμπενίζερ,
Εμπενίζερ Σκρουτζ!
Είσαι
το κακό σύμβολο των Χριστουγέννων, ο ήρωας που μας θυμίζει τη μιζέρια μας.
Όλων
των ημερών του χρόνου, εκτός από τούτη, την «άγια» μέρα, που ξαφνικά
αποφασίζεις να κάνεις στροφή στην καριέρα σου και να γίνεις καλός και
συμπονετικός.
Πώς
άλλαξες, Εμπενίζερ;
Τι
ήταν αυτό που σε πήγε σε μέρη όπου η τσιγκουνιά σου δεν μπορούσε να ταξιδέψει
πριν;
Ήταν
ο φόβος, Εμπενίζερ, παραδέξου το!
Είδες
σκηνές από τα «προσεχώς» σου και κατάλαβες τη ματαιότητα που κρύβει η κιτρινίλα
απ’ τις λιρίτσες σου.
Ένιωσες
πως, αν δεν αλλάξεις, θα πεθάνεις έρμος και σκότεινος…
Φουκαρά
μου!
Μα
έρμος και σκότεινος έζησες όλη σου τη ζωή, δεν το κατάλαβες;
Όχι,
δεν το κατάλαβες, γι’ αυτό και φοβήθηκες.
Πέρασε
η ζωή σου, Εμπενίζερ!
Μοναχική.
Με
στερήσεις που ο ίδιος υπέβαλλες στον εαυτό σου, για να κερδίσεις κάτι παραπάνω.
Εκείνο το παραπάνω ήταν μόνο η κιτρινίλα απ’ τις λιρίτσες σου, αλλά κι αυτή πού
σου ήταν χρήσιμη, αφού δεν τις έβγαλες ποτέ απ’ το κασέλι τους!
Κι
ήσουν τόσο τσιγκούνης και κακός με τους άλλους, μπάρμπα, όσο ήσουν και με τον
εαυτό σου.
Στέρησες
την αγάπη σου απ’ τους γύρω σου.
Τη
στερήθηκες κι ο ίδιος.
Έζησες
μέσα στην παγωνιά της ψυχής σου και το μόνο που κατάφερες με το έρμο κερί που
κρατούσες, ήταν να καψαλίσεις το γένι σου!
Εμπενίζερ,
Εμπενίζερ Σκρουτζ!
Μπορείς
επιτέλους να χαρείς!
Είσαι
το σύμβολο της εσωτερικής μας φτώχειας, της πιο βαθιάς μας ερημιάς.
Η
τσιγκουνιά των αισθημάτων σου ήταν όλη σου τη ζωή μεγαλύτερη από εκείνη της
τσέπης σου.
Δεν
έδωσες, όχι γιατί δεν είχες να δώσεις, αλλά γιατί δεν ήθελες να δώσεις,
φοβούμενος πως θα σου πάρουν μέρος απ’ την καρδιά σου.
Ναι,
θα σου έπαιρναν μέρος απ’ την καρδιά σου, για να στη γυρίσουν διπλή, έρμε γέρο
μου, μα ποιος να στα μάθει εσένα όλα τούτα;
Έγινες
σύμβολο και δεν χρειάστηκε να ξοδέψεις ούτε μία απ’ τις κατακίτρινες λιρίτσες
σου. Το μίζερο σύμβολο των Χριστουγέννων.
Εμπενίζερ,
Εμπενίζερ Σκρουτζ!
Γιατί
όλοι σε θυμούνται τα Χριστούγεννα;
Γιατί
είσαι ένας από αυτούς τους «όλους», είσαι εσύ που κρύβεσαι μέσα σε αυτούς τους
«όλους» ολάκερη χρονιά.
Σε
βγάζουν κάθε Χριστούγεννα, σαν παλιό παλτό μέσα απ’ το σεντούκι για να σε
ξεσκονίσουν και μόλις η μέρα περάσει, σε ξαναβάζουν μέσα και σε ξεχνάνε πάλι
μέχρι την επόμενη χρονιά…
Καημένε,
γέρο μου! Ένα παλτό είσαι μόνο, που σε έχει φάει η σκόνη…
Η
τηλεόραση μας καλεί:
«Μέρες
που είναι, ας χαρίσουμε δώρα, αγάπη κι ελπίδα στον κόσμο…»
Οι
διαφημιστές προτείνουν κι οι φιλανθρωπικοί σύλλογοι επαυξάνουν:
«Μέρες
που είναι, ας προσφέρουμε κάτι παραπάνω, απ’ το περίσσευμα ή το υστέρημά μας,
διότι ο κόσμος το χρειάζεται…»
Αλλά στ’ αλήθεια αυτό που μας ζητάνε είναι «μέρες
που είναι, ας είμαστε κάποιοι άλλοι, απ’ τις μέρες που –δεν- είναι.»
Ας υποκριθούμε την καλοσύνη…
Βλέπεις,
ο Εμπενίζερ ζει ακόμα, είναι ένας από μας.
Είναι
όλοι εμείς.
Εμείς
που «μέρες που είναι» γεμίζουμε ξαφνική αγάπη και δοτικότητα.
Δίνουμε
στους φτωχούς, μαζεύουμε τρόφιμα για τους άστεγους, παιχνίδια για τα παιδιά.
Προσφέρουμε σε φιλανθρωπικά ιδρύματα, κάνουμε δωρεές, συμπονούμε τους φτωχούς
πρόσφυγες, χαμογελάμε.
Όλα αυτά που ξεχνάμε όλον τον άλλον καιρό, που
τρέχουμε για τον εαυτό μας.
Μέρες που είναι, κάνουμε ό,τι δεν κάνουμε όλες τις
άλλες μέρες που -δεν_είναι, λες και η ανθρωπιά μας έχει κολλήσει στις 25 του Δεκέμβρη
κάθε χρόνο.
Έχει φρακάρει και δεν μπορεί να πάει παραπέρα.
Υποκρινόμαστε
πως είμαστε το Πνεύμα των Χριστουγέννων και κρύβουμε τον Σκρουτζ –αυτό που
είμαστε στ’ αλήθεια δηλαδή- πολύ βαθιά μέσα μας, να μην τον πάρουν χαμπάρι οι
υπόλοιποι.
Ησυχάστε!
Κανείς
δεν θα τον πάρει χαμπάρι, είναι όλοι πολύ απασχολημένοι να κρύβουν τον δικό
τους…
Χριστούγεννα,
σου λέει ο πιστός, μέρες αγάπης.
Γεννήθηκε
ο Χριστός κι Εκείνος δίδαξε την Αγάπη!
Δεν
έχω διαβάσει πουθενά να έκανε ο Χριστός διάκριση στις μέρες.
Πού
λέει πως είπε να αγαπάτε γενικώς, αλλά στα γενέθλιά μου να αγαπάτε λίγο
παραπάνω;
Μέρες
γιορτινές, σου λέει ο άπιστος ή αδιάφορος.
Κάτι
τα λαμπιόνια της γιορτής, κάτι η χαλαρότητα των ημερών, η χαρά σου περισσεύει,
οπότε δώσε και λιγάκι παραδίπλα, που την έχουν ανάγκη…
Οι άνθρωποι έχουν ανάγκη τη χαρά κάθε μέρα! Έχουν
ανάγκη την αγάπη κάθε μέρα!
Αν
αγαπάς, αγαπάς κάθε μέρα!
Δεν
κάνεις διάκριση σε «μέρες που είναι» και σε μέρες που –δεν είναι».
Η
καλοσύνη δεν έχει μέρες, δεν κάνει διακρίσεις.
Ή υπάρχει ή όχι.
Το
χεράκι που μπαίνει στην τσέπη και βγαίνει απ’ την τσέπη και δίνει, μοιράζεται,
προσφέρει.
Η
καρδιά που είναι γεμάτη αγάπη, δεν γεμίζει με βάση το ημερολόγιο.
Είναι
γεμάτη κάθε μέρα κι όσο τη δίνει και τη μοιράζεται, τόσο πιο πολύ γεμίζει.
Και
χτυπάει πάντα πιο δυνατά.
Εμπενίζερ,
ζεις κι είσαι ένας από μας.
Κι
όλοι εμείς.
Από
φτωχός, μίζερος και τσιγκούνης, μεταμορφώθηκες σε έναν γλυκό, μετανιωμένο
γεράκο...
Έτσι
κι εμείς, σαν κι εσένα.
Μεταμορφωνόμαστε
«μέρες που είναι» σε καλύτερους ανθρώπους, γινόμαστε καλοί.
Ξέρεις
γιατί;
Διότι,
όπως κι εσύ, φοβόμαστε κατά βάθος για τα ξετελέματά μας. Γινόμαστε καλοί για
μας, για το συμφέρον μας, όχι γιατί στ’ αλήθεια θέλουμε να προσφέρουμε.
Αν
ήταν έτσι, θα το κάναμε όλο το χρόνο, τότε που τα καβούρια ζούνε στις τσέπες
μας και η παγωνιά στην ψυχή μας.
Αλλά
κάτι τέτοιες μέρες, σαν κι αυτές που είναι, νομίζουμε ότι θα αλλάξουμε τον
κόσμο, επειδή του δίνουμε μερικά αποφόρια μας και θα κερδίσουμε στα σίγουρα τη
σωτηρία της ψυχής μας, που είναι και πολύ μεγάλο πράγμα…
Αυτό
αποζητούσες κι εσύ καημένε μου και τώρα το ζητάς μέσα από μας.
Όμως
όλες οι κιτρινιάρικες λιρίτσες του κόσμου δεν κερδίζουν τη σωτηρία της ψυχής
μας, Εμπενίζερ.
Δεν
μας φέρνουν τη λύτρωση.
Η
λύτρωση έρχεται πάντα μέσα απ’ την αγάπη.
Αυτή
που κρατάμε βαθιά στην ψυχή μας και δεν τη μοιραζόμαστε, από φόβο μην μας την
ξοδέψουνε, μην μας την κλέψουνε.
Όταν
καταλάβουμε πως ό,τι μοιραζόμαστε γίνεται διπλό και μας επιστρέφει πίσω είναι
πια πολύ αργά.
Έχει
καψαλιστεί και το δικό μας γένι, έχει κιτρινίσει η σκούφια μας, έχει περάσει η
ζωή μας… Κρύα, άδεια και μοναχική σαν τη δική σου, καημένε μου, με μόνη
πολυτέλεια τη βουτιά στη γεμάτη από κίτρινες λιρίτσες μπανιέρα μας, που στέκει
μόνη και παγωμένη στην απεραντοσύνη της άδειας μας ψυχής…
Οι άνθρωποι είμαστε φτιαγμένοι με το καλό και το
κακό να συνυπάρχουν μέσα μας.
Σε ίσες ή άνισες μερίδες, τι σημασία έχει, αφού
εκείνο που χρησιμοποιείς θα είναι πάντα εκείνο που θα έχεις να περισσεύει…
Σκέψου
σοφά –για μια φορά- κι ας είναι όποια μέρα θέλεις να ’ναι εκείνη κι αποφάσισε
τι είναι εκείνο που θέλεις να ορίζει τη ζωή σου.
Έχουμε
έρθει να ζήσουμε όλοι μαζί και αυτό δεν γίνεται αν ο ένας δεν στηρίζει τον
άλλον. Ξεκινάμε όλοι μαζί ένα δρόμο και πόσο σημασία έχει πόσο μακριά θα πάμε,
αν ποτέ δεν γυρίσουμε πίσω να δούμε αν οι άλλοι καταφέρνουν να ακολουθήσουν ή
έχουν σκοντάψει.
Θα
πεις, πόσες φορές να γυρίσω;
Πόσες
να σταματήσω;
Και
τι φταίω εγώ αν ο άλλος σκοντάφτει συνέχεια απ’ της κεφαλής του το κακό;
Αφού
εγώ μπορώ να φύγω και να πάω μπροστά, να φτάσω πρώτος.
Έχεις
τα δίκια σου κι εσύ, αλλά και πού θα φτάσεις;
Τι
θα είναι εκεί που θα φτάσεις πρώτος;
Ένα
έρημο μέρος, όπου θα είσαι εσύ και άλλος κανείς…
Άντε
κι έφτασες λοιπόν, μετά τι θα κάνεις;
Θα
απολαμβάνεις την ερημιά σου;
Θα
είσαι πάντα ένας καημένος, μίζερος, δυστυχής Εμπενίζερ, που θα ζει φοβισμένος
για το τέλος του, ενώ θα έχεις δαπανήσει όλη τη ζωή σου να φυλάς το Είναι σου,
μην σου το φάει κανείς…
Κάντο
κι έτσι, η επιλογή είναι δική σου, ούτως ή άλλως.
Δεν υπάρχει μοίρα που να ορίζει τι θα απογίνεις,
εσύ τη φτιάχνεις, εσύ τη χαλνάς…
Εμπενίζερ,
Εμπενίζερ Σκρουτζ, έλα και σήμερα στο τραπέζι μας.
Κάτσε
να φας μαζί μας.
Σήμερα
που όλοι σε θυμόμαστε, σήμερα που σε έχουμε βγάλει απ’ το μπαούλο της
συνείδησής μας, σήμερα –μέρα που είναι- που όλοι είμαστε κάποιοι άλλοι απ’ αυτό
που είμαστε τις άλλες μέρες που δεν είναι…
Αύριο
θα φυλαχτείς και πάλι εκεί, κλειδωμένος σαν επτασφράγιστο μυστικό, μέχρι την
επόμενη χρονιά… κι όλα θα πάρουν το δρόμο τους, ήρεμα, απλά και καθημερινά:
Πνιγμοί,
σφαγές, οδύνες, προσφυγιά, πόνος παντού κι εμείς στη μέση να καμαρώνουμε τα
«επιτεύγματά» μας.
Γιατί όλα τούτα, τα άσχημα του κόσμου, αυτά που μας
ανατριχιάζουν κάθε βράδυ στα δελτία ειδήσεων είναι δική μας δουλειά, Εμπενίζερ.
Με τα χεράκια μας τα φτιάξαμε.
Μόνο η Αγάπη θα απομείνει παραπονεμένη, στην άκρη
του δρόμου, σαν παραπεταμένο χριστουγεννιάτικο δέντρο που του πήραν τα
στολίδια, που του έσβησαν τα φωτάκια…
Θα στέκει εκεί και θα περιμένει την επόμενη χρονιά
«να ανθίσει ξανά στις καρδιές» των ανθρώπων, να γίνει ξανά το σλόγκαν εκείνων
των ανθρώπων που τη θυμούνται μόνο κατά πώς βολεύει «μέρες που είναι», όπως
θυμούνται κι εσένα, Εμπενίζερ, όπως θυμούνται πώς είναι να είσαι άνθρωπος…
Μόνο μια μέρα του χρόνου, μόνο σήμερα…
Little
drummer
boy - Pantatonix
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου