Το
εβδομαδιαίο χρονογράφημα του grpost,
δια χειρός Πέμυς Γκανά
Έξοδος η
ηρωική...
Μετά
από δίωρη ετοιμασία, «φάε το αβγό σου Μητσάκο, που είν’ τα βατραχοπέδιλα σου
Παναγιώτη, όχι παιδί μου αυτήν την μάσκα την άλλη με τον αναπνευστήρα, που
είναι οι σαγιονάρες μόνο τις δεξιές βρήκα, τι το θέλεις το ποτιστήρι κοτζαμάν
γαϊδούρι, μωρό είσαι;» και άλλα τέτοια χαριτωμένα, πλην αγχωτικά, κοπιαστικά,
και εκνευριστικά, ξεκινήσαμε για την παραλία...
Αττική
οδός, έξοδος Μαρκόπουλο.
Ακινητοποιημένα
αυτοκίνητα, κόρνες, γαλλικά και φάσκελα.
Απ
έξω, γιατί από μέσα...
Ιδρώτας
και τσακωμοί, θέλουμε θάλασσα, που είναι η
θάλασσα, ωραίοι γονείς είστε κ.α...
Φτάσαμε
έντεκα και τέταρτο, την ώρα δηλαδή που κανονικά έπρεπε να φεύγουμε.
Οργανωμένη
η παραλία και καρφίτσα δεν έπεφτε.
Ήσυχοι
άνθρωποι νωχελικά ξαπλωμένοι, πίνανε τον καφέ τους ακούγοντας απαλή(;) μουσική.
Περάσαμε
ανάμεσα τους μπας και βρούμε μια θεσούλα και για μας, ζητώντας συνεχώς συγγνώμη
και μαλώνοντας τα σκασμένα που ρίχνανε την άμμο παντού έτσι όπως έτρεχαν.
Επτά
αγριοκοιτάγματα, μέτρησα, και σαρανταδυό «oh, my God».
Και
δίκιο είχαν οι Χριστιανοί δηλαδή.
Πήγαμε
λοιπόν εκεί στην άκρη της παραλίας, με τους παρίες αγκαλιά, και θυμηθήκαμε πως
πριν χρόνια μαζί με ένα σκιπ και δυο μπύρες μας είχαν δώσει δώρο μια ομπρέλα
θαλάσσης από το σούπερ μάρκετ Μαρινόπουλος - παλιές καλές και πρωτίστως
πλούσιες εποχές- που βολόδερνε χρόνους ολόκληρους στο πορτ μπαγκάζ του
αυτοκινήτου.
Χάλια
ήταν.
Σκονισμένη
και πράσινη υφασμάτινη.
Πολύ
μικρή όμως για θαλάσσης, σαν τις ομπρέλες των Εγγλέζων ένα πράμα.
Και
επειδή καμία εμπειρία στο στήσιμο ομπρέλας δεν είχαμε, την στραβώσαμε από τα
χτυπήματα με μια τεράστια πέτρα.
Σάμπως
είχε και αέρα;
Τέλος
πάντων, σύραμε και δυο ξαπλώστρες, και κάθιδροι αρχίσαμε να τακτοποιούμε τα
πράγματά μας.
Δυο
τζαμποσακούλες παραλίας -η μια με σπασμένο φερμουάρ, τίγκα στην άμμο- και
πενήντα παιχνίδια που ουδεμία σχέση είχαν:
α. Με την θάλασσα και β. Με την ηλικία των
παιδιών, που όταν μας είδαν να τις επιστρέφουμε στο αυτοκίνητο άρχισαν να
ουρλιάζουν από την θάλασσα μέσα.
-Φέρε
τις πίσω, είπα στον Νίκο, και θα μας πετάξουν με τις κλωτσιές από εδώ.
Συμφώνησε
και ο ταλαίπωρος, και κουρασμένος τις παράτησε στην βάσης της χάλια ομπρέλας
μας.
Ήρθε
και το παλικάρι για την παραγγελία, και δεν μπορούσα να διαλέξω τι καφέ ήθελα.
-Λάττε
πίνω.
-Να
σας φέρουμε κρύο;
-Όχι,
ο λάττε μόνο ζεστός σερβίρεται.
-Και
ποιος το λέει; διέκρινα μια κάποια ειρωνεία στο ύφος του.
-Εγώ,
απάντησα στο παλικάρι που νευριασμένο δήλωσε:
-Λάττε
ζεστό ΔΕΝ σερβίρουμε...
Για
να γλυτώσει την ένταση ο Νίκος παρήγγειλε δυο φρέντο.
-Καπουτσίνο
ή εσπρέσο; ρώτησε το παλικάρι.
-Εσπρέσο
δεν πρέπει να είναι πάντα ο φρέντο;
Με
αγριοκοίταξαν και οι δυο, και κούνησαν το κεφάλι.
Έφυγε
τρέχοντας.
Το
παλικάρι.
Ο
Νίκος έμεινε...
Άνοιξα
το βιβλίο μου -Χόμερ και Λάνγκλευ, E.L Doctorow, διαβάστε το, εξαιρετικό- και
τρεις σταγόνες δροσερού θαλασσινού νερού με έβρεξαν.
Ο
Μητσάκος.
-Μπράβο,
ωραία μαμά είσαι.
-Τι
έπαθες;
-Πνίγηκα!
-Ναι;
-Ναι...
-Καλά.
-Αυτό
μόνο έχεις να πεις;
-...
-Μπήκε
νερό στο αριστερό ρουθούνι μου.
-Δεν
πειράζει.
-Το
έχεις πάθει;
-Πολλάκις.
-Ποιος
είναι αυτός;
Πήρα
βαθειά αναπνοή.
Έφυγε,
μα ήρθε ο άλλος.
-Ο
Δημήτρης μου έκανε πατητή.
-Εντάξει.
-Τι
εντάξει;
-Εεε,
κάνε του και εσύ μια.
-Τι
λες στα παιδιά, θα πνιγούνε, παρενέβη ο πατήρ.
-Μπαμπάς
τους είσαι, πήγαινε μαζί τους.
Και
πήγε, ευτυχώς.
Τι
καλά, σκέφτηκα, για λόγο μόνη...
Αμ
δε.
Ήρθε
το σκυλάκι της διπλανής και άρχισε να γαβγίζει.
-Καλέ
παιχνίδια θέλει, μου απάντησε η μαντάμ στραβωμένα προσβεβλημένη.
-Εμ
διαβάζω, της απάντησα αρκούντως χαμογελαστή.
Ήρθε
η μαντάμ και το πήρε, κάτι μου έσουρε, μα δεν με πείραξε.
Να
συγκεντρωθώ, μμμ, δεν τα κατάφερα.
Οι
παραδίπλα άντρες «βαθμολογούσαν» και κορόιδευαν την κυτταρίτιδα και τα
παραπανίσια κιλά των γυναικών, και όλα αυτά πίνοντας μπύρες και τρώγοντας
φουντούνια, κρουασάν με γέμιση πραλίνας, και κράκερς για το ξεκάρφωμα,
προσθέτοντας και άλλο λίπος στις υπερμεγέθεις κοιλιές τους.
Καμήλες,
σκέφτηκα, καμήλες που αδυνατούν να δουν τις καμπούρες τους.
Πέρασε
κάμποση ώρα και παραλίγο να με πάρει ο ύπνος.
Όχι
δεν θα σας πως όμορφα, λυρικά λόγια.
Για
παφλασμούς κυμάτων και φωνές που ακούγονταν σαν σμάρι μελισσών, ούτε για τα
νερά του Αιγαίου που αήττητα στραφτάλιζαν, ούτε καν για τον ρυθμικό, υπνωτικό
-σχεδόν- ήχο που έκαναν τα μπαλάκια στις ρακέτες, λίγο παραπέρα.
Τίποτα
δεν θα σας πω γιατί η εξήντα πλάς κυρία ήρθε έξαλλη και μου διέκοψε τον
παρολίγον ύπνο.
-Τα
παιδιά σου, ούρλιαξε, παίρνουν την άμμο, την στε γνή (συλλάβισε) άμμο και την
πάνε στην ακροθαλασσιά. Αλλά συυυ, αραλίκι!!!
Κοίταξα
τα αγόρια, χτίζανε απλώς ένα κάστρο, και ναι, μεταφέρανε δυο χούφτες στεγνή
άμμο.
-Σας
έριξαν άμμο στα πράγματά σας, ρώτησα.
-Όχι,
αλλά ανακατεύουν την άμμο, η στεγνή πρέπει να μείνει με την στεγνή.
Κοιταχτήκαμε
με τον Νίκο, μα τι να πούμε;
Έφυγε
η μαντάμ και ήρθε το σκυλάκι της, κατούρησε την τζαμποσακούλα μας και έφυγε και
αυτό.
Ξανακοιταχτήκαμε
με τον Νίκο, μα τι να πούμε.
Κουρασμένοι
φύγαμε λίγη ώρα μετά.
Τα
παιδιά τιτίβιζαν χαρούμενα.
Και
μερικές φορές αυτό είναι αρκετό για να ξεχάσεις τις δυσκολίες της ημέρας και
τους homo miserous που ζούνε πλάι μας.
Ένα
χαμόγελο είναι η ζωή, ή μάλλον, ένα χαμόγελο πρέπει να είναι η ζωή, μια
καλημέρα που θα πούμε, και λίγη άμμο που θα μεταφέρουμε με δυο παιδικά
φτυαράκια. Ένα τραγούδι σαν το «I love you baby» που βάλαμε και τραγουδούσαμε
δυνατά την ώρα της επιστροφής και ενώ βρισκόμαστε (ξανα)μποτιλιαρισμένοι στην
είσοδο της Αττικής οδού.
Και
το γέλιο των παιδιών είναι η ζωή, και η μαστίχα υποβρύχιο...
Σας
φιλώ και σας εκλιπαρώ, μην γκρινιάζετε...κάνει τόση ζέστη εκεί έξω...
ΥΓ1.
Και ένα παγωτό γρανίτα φράουλα, είναι η ζωή.
Α!
και ένα γλυκό φιλί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου