Γράφει
ο Στέφανος Κασιμάτης
Κάποια χρονιά της δεκαετίας του 1980, στη δεξίωση με την οποία ολοκληρώνονταν ―σε ατμόσφαιρα γενικευμένης ευωχίας― οι εργασίες του ετήσιου συνεδρίου των Συντηρητικών, ένας μεγάλος παράγων του κόμματος και του υπουργικού συμβουλίου πλησίασε τη Θάτσερ και, εντελώς στουπί όπως ήταν, εξομολογήθηκε στην πρωθυπουργό την αδυναμία που της έτρεφε.
Μάλιστα, για να αποδείξει την ειλικρίνεια των προθέσεών του, ο θρύλος τον θέλει να
προέβη και στις ανάλογες θωπείες.
Χωρίς να αναφερθεί ποτέ το όνομα του ερωτύλου οινόφλυγος, το γεγονός κατεγράφη, με όσο μεγαλύτερη κομψότητα ήταν δυνατόν, από τον βρετανικό Τύπο της εποχής, λόγω της αξιομνημόνευτης απάντησης που του έδωσε η Θάτσερ: «Η επιλογή σου σε τιμά, αλλά στην κατάστασή σου αμφιβάλλω αν είσαι σε θέση να κάνεις τίποτα».
Αν το περιστατικό συνέβη πραγματικά όπως το κατέγραψε ο Τύπος, τότε αυτή πρέπει να ήταν μία από τις σπάνιες φορές που η Θάτσερ αστειεύτηκε· γιατί, ως επί το πλείστον, δεν συνήθιζε να αστειεύεται. Είχε το πνεύμα και την ευστροφία ώστε να δίνει έξυπνες απαντήσεις, αξιομνημόνευτες για την επιγραμματική τους δύναμη, κατά κανόνα όμως μιλούσε σοβαρά.
Η σοβαρότητά της, η επιμονή και η προσήλωση στους στόχους της, η εργατικότητα και η φιλομάθειά της ήσαν οι αρετές που απέκτησε λόγω της προτεσταντικής ανατροφής της.
Σε αυτές βασίσθηκε για να αναδειχθεί ως η κορυφαία, εν καιρώ ειρήνης, εκ των μεταπολεμικών πρωθυπουργών της χώρας της και μία από τις σημαντικότερες ηγετικές μορφές παγκοσμίως στο δεύτερο ήμισυ του περασμένου αιώνα, αν λάβουμε υπ’ όψιν τη γόνιμη συνεργασία της με τον Ρέιγκαν, στην πολιτική της ανάπτυξης των πυραύλων Κρουζ και Πέρσινγκ, χάρη στην οποία ο Ψυχρός Πόλεμος έληξε με την ολοκληρωτική ήττα του κομμουνισμού.
Της έλειπε η καλλιεργημένη φαντασία, η ποιητικότητα και ο ρομαντισμός, λ.χ., του Τσώρτσιλ, αλλά αυτό την προφύλασσε από χίμαιρες και ουτοπίες.
Διέθετε όμως πραγματισμό, με τον οποίον άλλαξε ριζικά την κοινωνία και την ατζέντα της πολιτικής στη χώρα της.
«Η πολιτική μου», είχε πει σε μια συνέντευξή της το 1987, «δεν βασίζεται σε κάποια οικονομική θεωρία, αλλά σε απλές αρχές με τις οποίες εγώ και εκατομμύρια άλλοι σαν εμένα έχουμε ανατραφεί: να δουλεύεις καλά για να αμείβεσαι καλά, να ζεις μέσα στα όρια των δυνατοτήτων σου, να βάζεις κάτι στην άκρη για τις δύσκολες ώρες, να στηρίζεις την αστυνομία».
Όσο πεζά και αν ακούγονται αυτά, η πίστη στη διεύρυνση της ελευθερίας των ατομικών επιλογών και στο μικρό, αλλά παντοδύναμο, κράτος ήταν μια αληθινή επανάσταση για τη Βρετανία του 1979, όταν η Θάτσερ κέρδισε την πρώτη (από τις τρεις) εκλογικές νίκες της.
Τριάντα χρόνια προτού γίνει αρχηγός του κόμματός της η Θάτσερ, οι Συντηρητικοί, όπως υποστηρίζει πειστικά ο ιστορικός Αντριου Ρόμπερτς στο βιβλίο του «Eminent Churchillians», έκαναν το ολέθριο λάθος να παρερμηνεύσουν την απροσδόκητη εκλογική ήττα τους το 1945 από τους Εργατικούς.
Δεν κατάλαβαν ότι αυτή οφειλόταν στην κούραση του κόσμου από τον πόλεμο και την ερμήνευσαν ως σταθερή προτίμηση του εκλογικού σώματος για τις σοσιαλιστικές και κολεκτιβίστικες πολιτικές των Εργατικών.
Γι’ αυτό και τις συνέχισαν, όταν πήραν ξανά την κυβέρνηση, επιστρέφοντας στη θεωρία του «ενός έθνους» και την παράδοση του Ντισραέλι.
Όλο αυτό το κεκτημένο η Θάτσερ το αναποδογύρισε με την εκλογή της το 1979.
Στα σχεδόν δώδεκα χρόνια που έμεινε στην εξουσία, κατάφερε να επαναπροσδιορίσει το περιεχόμενο της λαϊκής Δεξιάς: οι έννοιες «λαϊκό» και «φιλελεύθερο» επί των ημερών της έγιναν σχεδόν ταυτόσημες, μέσω των αποκρατικοποιήσεων και του δραστικού περιορισμού της δύναμης των συνδικαλιστικών οργανώσεων.
Παρά το γεγονός ότι ο τρόπος με τον οποίο η Θάτσερ έκανε πολιτική άφησε πίσω της τον όρο που φέρει το όνομά της, «θατσερισμός», η ίδια δεν ήταν ποτέ «διανοούμενη».
Είναι αλήθεια ότι διάβαζε πολύ ― κατά κανόνα, όμως, τους φακέλους των θεμάτων του υπουργικού συμβουλίου, για τη μελέτη των οποίων ξυπνούσε πάντα στις 4 το πρωί, αφού είχε κοιμηθεί κατά τα μεσάνυχτα, έπειτα από μερικά ουίσκι με σόδα που έπινε με τον σύζυγό της Ντένις.
Η δύναμη της Θάτσερ, αυτό που την έκανε ξεχωριστή και, τελικά, της κέρδισε μια θέση στην Ιστορία, ήταν ότι είχε λίγες, αλλά πολύ σαφείς ιδέες ―χαμηλές δημόσιες δαπάνες και φορολογία, μικρό και ισχυρό κράτος, ελευθερία δράσης στους ικανούς και δημιουργικούς, απόλυτη εφαρμογή της έννομης τάξης― τις οποίες όμως κατάφερε να τις μεταδώσει αποτελεσματικά στον κόσμο. Κατάφερε να τις κάνει τόσο πειστικές, ώστε να μείνουν και να επιδράσουν στην εξέλιξη ακόμη και του αντίπαλου κόμματος των Εργατικών.
ο Στέφανος Κασιμάτης
Κάποια χρονιά της δεκαετίας του 1980, στη δεξίωση με την οποία ολοκληρώνονταν ―σε ατμόσφαιρα γενικευμένης ευωχίας― οι εργασίες του ετήσιου συνεδρίου των Συντηρητικών, ένας μεγάλος παράγων του κόμματος και του υπουργικού συμβουλίου πλησίασε τη Θάτσερ και, εντελώς στουπί όπως ήταν, εξομολογήθηκε στην πρωθυπουργό την αδυναμία που της έτρεφε.
Μάλιστα, για να αποδείξει την ειλικρίνεια των προθέσεών του, ο θρύλος τον θέλει να
προέβη και στις ανάλογες θωπείες.
Χωρίς να αναφερθεί ποτέ το όνομα του ερωτύλου οινόφλυγος, το γεγονός κατεγράφη, με όσο μεγαλύτερη κομψότητα ήταν δυνατόν, από τον βρετανικό Τύπο της εποχής, λόγω της αξιομνημόνευτης απάντησης που του έδωσε η Θάτσερ: «Η επιλογή σου σε τιμά, αλλά στην κατάστασή σου αμφιβάλλω αν είσαι σε θέση να κάνεις τίποτα».
Αν το περιστατικό συνέβη πραγματικά όπως το κατέγραψε ο Τύπος, τότε αυτή πρέπει να ήταν μία από τις σπάνιες φορές που η Θάτσερ αστειεύτηκε· γιατί, ως επί το πλείστον, δεν συνήθιζε να αστειεύεται. Είχε το πνεύμα και την ευστροφία ώστε να δίνει έξυπνες απαντήσεις, αξιομνημόνευτες για την επιγραμματική τους δύναμη, κατά κανόνα όμως μιλούσε σοβαρά.
Η σοβαρότητά της, η επιμονή και η προσήλωση στους στόχους της, η εργατικότητα και η φιλομάθειά της ήσαν οι αρετές που απέκτησε λόγω της προτεσταντικής ανατροφής της.
Σε αυτές βασίσθηκε για να αναδειχθεί ως η κορυφαία, εν καιρώ ειρήνης, εκ των μεταπολεμικών πρωθυπουργών της χώρας της και μία από τις σημαντικότερες ηγετικές μορφές παγκοσμίως στο δεύτερο ήμισυ του περασμένου αιώνα, αν λάβουμε υπ’ όψιν τη γόνιμη συνεργασία της με τον Ρέιγκαν, στην πολιτική της ανάπτυξης των πυραύλων Κρουζ και Πέρσινγκ, χάρη στην οποία ο Ψυχρός Πόλεμος έληξε με την ολοκληρωτική ήττα του κομμουνισμού.
Της έλειπε η καλλιεργημένη φαντασία, η ποιητικότητα και ο ρομαντισμός, λ.χ., του Τσώρτσιλ, αλλά αυτό την προφύλασσε από χίμαιρες και ουτοπίες.
Διέθετε όμως πραγματισμό, με τον οποίον άλλαξε ριζικά την κοινωνία και την ατζέντα της πολιτικής στη χώρα της.
«Η πολιτική μου», είχε πει σε μια συνέντευξή της το 1987, «δεν βασίζεται σε κάποια οικονομική θεωρία, αλλά σε απλές αρχές με τις οποίες εγώ και εκατομμύρια άλλοι σαν εμένα έχουμε ανατραφεί: να δουλεύεις καλά για να αμείβεσαι καλά, να ζεις μέσα στα όρια των δυνατοτήτων σου, να βάζεις κάτι στην άκρη για τις δύσκολες ώρες, να στηρίζεις την αστυνομία».
Όσο πεζά και αν ακούγονται αυτά, η πίστη στη διεύρυνση της ελευθερίας των ατομικών επιλογών και στο μικρό, αλλά παντοδύναμο, κράτος ήταν μια αληθινή επανάσταση για τη Βρετανία του 1979, όταν η Θάτσερ κέρδισε την πρώτη (από τις τρεις) εκλογικές νίκες της.
Τριάντα χρόνια προτού γίνει αρχηγός του κόμματός της η Θάτσερ, οι Συντηρητικοί, όπως υποστηρίζει πειστικά ο ιστορικός Αντριου Ρόμπερτς στο βιβλίο του «Eminent Churchillians», έκαναν το ολέθριο λάθος να παρερμηνεύσουν την απροσδόκητη εκλογική ήττα τους το 1945 από τους Εργατικούς.
Δεν κατάλαβαν ότι αυτή οφειλόταν στην κούραση του κόσμου από τον πόλεμο και την ερμήνευσαν ως σταθερή προτίμηση του εκλογικού σώματος για τις σοσιαλιστικές και κολεκτιβίστικες πολιτικές των Εργατικών.
Γι’ αυτό και τις συνέχισαν, όταν πήραν ξανά την κυβέρνηση, επιστρέφοντας στη θεωρία του «ενός έθνους» και την παράδοση του Ντισραέλι.
Όλο αυτό το κεκτημένο η Θάτσερ το αναποδογύρισε με την εκλογή της το 1979.
Στα σχεδόν δώδεκα χρόνια που έμεινε στην εξουσία, κατάφερε να επαναπροσδιορίσει το περιεχόμενο της λαϊκής Δεξιάς: οι έννοιες «λαϊκό» και «φιλελεύθερο» επί των ημερών της έγιναν σχεδόν ταυτόσημες, μέσω των αποκρατικοποιήσεων και του δραστικού περιορισμού της δύναμης των συνδικαλιστικών οργανώσεων.
Παρά το γεγονός ότι ο τρόπος με τον οποίο η Θάτσερ έκανε πολιτική άφησε πίσω της τον όρο που φέρει το όνομά της, «θατσερισμός», η ίδια δεν ήταν ποτέ «διανοούμενη».
Είναι αλήθεια ότι διάβαζε πολύ ― κατά κανόνα, όμως, τους φακέλους των θεμάτων του υπουργικού συμβουλίου, για τη μελέτη των οποίων ξυπνούσε πάντα στις 4 το πρωί, αφού είχε κοιμηθεί κατά τα μεσάνυχτα, έπειτα από μερικά ουίσκι με σόδα που έπινε με τον σύζυγό της Ντένις.
Η δύναμη της Θάτσερ, αυτό που την έκανε ξεχωριστή και, τελικά, της κέρδισε μια θέση στην Ιστορία, ήταν ότι είχε λίγες, αλλά πολύ σαφείς ιδέες ―χαμηλές δημόσιες δαπάνες και φορολογία, μικρό και ισχυρό κράτος, ελευθερία δράσης στους ικανούς και δημιουργικούς, απόλυτη εφαρμογή της έννομης τάξης― τις οποίες όμως κατάφερε να τις μεταδώσει αποτελεσματικά στον κόσμο. Κατάφερε να τις κάνει τόσο πειστικές, ώστε να μείνουν και να επιδράσουν στην εξέλιξη ακόμη και του αντίπαλου κόμματος των Εργατικών.
Ένα κοινό στοιχείο της Θάτσερ με τον Τσώρτσιλ ήταν η σταθερότητα στην προσωπική ζωή. Παντρεμένη από το 1953 με τον επιχειρηματία Ντένις Θάτσερ, είχε από την αρχή της καριέρας της τακτοποιημένο το μέτωπο της ιδιωτικής ζωής της.
Η κόρη τους, Κάρολ, περιέγραψε τη σχέση τους ως «συνεταιρισμό δύο παράλληλων βίων».
Το γεγονός όμως είναι ότι ο «συνεταιρισμός» λειτούργησε καλά και για τους δύο.
Στα τελευταία της, όταν πια η γεροντική άνοια την έκανε να χάνει την επαφή με την πραγματικότητα, η εργασιομανής Θάτσερ δεν κατέφευγε στην πολιτική, στην οποία είχε αναλώσει τη ζωή της από τα είκοσι τρία της χρόνια, όταν για πρώτη φορά έθεσε υποψηφιότητα, ούτε στα χρόνια της παντοδυναμίας της ως πρωθυπουργού.
Ο δημοσιογράφος και ιστορικός Πολ Τζόνσον, φίλος της στενός και συμφοιτητής της από την Οξφόρδη, στο βιβλίο του «Brief Lives» καταγράφει ένα περιστατικό από την τελευταία φορά που είχε την ευκαιρία να συνυπάρξει μαζί της επί μακρόν, όταν κοινή φίλη τούς φιλοξένησε το καλοκαίρι του 2007 στο σπίτι της στην ιταλική εξοχή:
«Η Μάργκαρετ ξεχνούσε. Το βράδυ κοιτούσε το ρολόι της και έλεγε: “Πρέπει να πάω στο σπίτι. Δεν φροντίζουν τον Ντένις όπως πρέπει”».
Πηγή: Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου