Αν αφήσουμε για λίγο πίσω τα προβλήματα, δεν θα δυσκολευθούμε καθόλου να συνειδητοποιήσουμε ότι το Πάσχα είναι η πιο αγαπημένη γιορτή των Ελλήνων.
Κάτι ο, συνήθως, καλός καιρός που συμβάλει στην καλή διάθεση, κάτι οι αποδράσεις σε κάμπους, βουνά και πέλαγα, κάτι η τσίκνα, κάτι το ονειρεμένο φαγοπότι, κατατάσσουν το Πάσχα στην πιο αγαπημένη μας γιορτή.
Αδειάζουν οι πόλεις κι όσες εκ της επαρχίας δεν αδειάζουν, δέχονται τις ορδές των πρωτευσουσιάνων –ο θεός να τους κάνει- και γίνονται οι ίδιες
πρωτεύουσες της συμφοράς.
Πολλά της… συμφοράς, βλέπουμε και ακούμε κάθε Πάσχα.
Όπως σε κάθε γιορτή.
Κατ’ αρχάς, επειδή ο Έλληνας δεν αρέσκεται σε χειρονακτικές εργασίες, κάνουν χρυσές δουλειές εκείνοι που πουλάνε τα γνωστά μοτεράκια που γυρίζουν τις σούβλες.
Φυσικά και όσοι πουλάνε λαμπάδες.
Ακόμη κι αυτές τις τρομακτικές και κακάσχημες με τα διαστημικά τέρατα ή πολεμοχαρείς commando, ή ακόμη ακόμη κι αυτές με τις διάφορες Barbie, που κουβαλάνε μαζί και το αυτοκίνητό τους, τη σιδερώστρα τους, όλη τη γκαρνταρόμπα τους και ενίοτε και την κουζίνα τους.
Η κόρη μου, ζήτησε από τη νονά της μια λαμπάδα με το κρουαζιερόπλοιο της Polly Pocket, που όπως έμαθα –πέραν του ότι κοστίζει ένα παλιό μηνιάτικο- χρειάζεται να διαθέτει τις, ολόκληρο τον κήπο για να απλώσει τα εξαρτήματά του.
Κι αυτή, τη λαμπάδα, με ολόκληρο κρουαζιερόπλοιο με τα παρελκόμενά του επάνω, ασφαλώς θα την κουβαλάω εγώ.
Η ιστορία με την θέληση της κόρης μου, με οδήγησε σε δυο ερωτήματα.
Μπορεί η νονά της να δώσει τόσα λεφτά για να της πάρει αυτό που ζήτησε;
Αλλά, σκέφτομαι, ας πρόσεχε αφού ήταν φίλη της μάνας της. Άρα ήξερε ότι η μά να της κόρης μου χρειάζεται ένα μηνιάτικο για ένα ζευγάρι παπούτσια και δυο κρέμες νυκτός.
Εκτός αν υπολόγιζε ότι θα έμοιαζε το παιδί σ’ εμένα, που είμαι κάργα οικονομικός και για τον εαυτό μου χαλάω μόνο τη συνδρομή του Nova κι αυτή για να βλέπει η μαμά της κόρης μου Fox Life.
Το δεύτερο ερώτημα που μου προέκυψε ήταν πιο soft.
Αν η κόρη μου ζήτησε από τη νονά της λαμπάδα - κρουαζιερόπλοιο, το εγγόνι μου τι θα ζητήσει άραγε από τη δική του νονά;
Πολύ περισσότερο αν μοιάσει στη μάνα του που μοιάζει στη δική της;
Πάμε παρακάτω.
Το Πάσχα είναι η πιο ευλογημένη γιορτή για τους ρεπόρτερ των καναλιών.
Εύκολα πράγματα.
Τόσο εύκολα, που αν την προηγούμενη χρονιά ήταν λίγο προνοητικοί και άλλαζαν ρούχα στους καλεσμένους τους, θα είχαν υλικό για την επόμενη.
Η Βαρβάκειος, τα διόδια, τα ΚΤΕΛ, τα λιμάνια, λίγο από «Ελ. Βενιζέλο» και στρατόπεδα, εκκλησίες, έχουν την τιμητική τους.
Στη Βαρβάκειο, ο πρόεδρος των εκεί κρεοπωλών Κλεάνθης Τσιρώνης, φροντίζει πάντα να φοράει μπροστά στον τηλεοπτικό φακό, όποια ποδιά έχει πιο πολλά αίματα.
Κι ενώ τα κρόουλ των καναλιών γράφουν για την «ακρίβεια στο πασχαλινό τραπέζι», εκείνος μιλά για το φτηνό αρνάκι που πουλιέται στη Βαρβάκειο, το οποίο συν τοις άλλοις είναι και ελληνικότατο!
Ότι θα πει εφέτος, τα έχει πει και πέρυσι και πρόπερσι και πριν δέκα χρόνια.
Άλλωστε, όταν μιλάμε για Τσιρώνη εννοούμε το αντίστοιχο της διαχρονικότητας.
Ο ρεπόρτερ θα μιλήσει για το πασχαλινό τραπέζι, θα πει και για τις ντομάτες που είναι «φωτιά», τα αγγουράκια που παρ’ ότι εποχής κοστίζουν χρυσάφι, ενώ θα μας
επιστήσει και την προσοχή για τα ερίφια που έρχονται ως λαθρομετανάστες από το εξωτερικό και βαπτίζονται ελληνικά.
Εκεί, ο Τσιρώνης θα βγει από τη ματωμένη ποδιά του.
- Μα τι είναι αυτά που λέτε; Εδώ στη Βαρβάκειο, δεν υπάρχουν αρνάκια ούτε από τη Βουλγαρία, ούτε από την Αλβανία. Ελληνικά και μόνο ελληνικά. Το λένε κι οι σφραγίδες….
Τότε, ο ρεπόρτερ θα γυρίσει την κουμούτσα (μικρόφωνο για τους αδαείς) στους πελάτες.
- Εσείς πήρατε αρνάκι;
- Που να πάρουμε παιδάκι μου με τόση σύνταξη που παίρνουμε; Ένα μπουτάκι να το φάμε με τη γριά…
- Εσείς;
- Εμείς δεν μας περισσεύουν, γιατί πλερώσαμε το χαράτσι και θα φάμε μόνο μαγειρίτσα. Αντεράκια ψάχνου και μια συκουταριά…
- Εσείς, πώς βλέπετε τις τιμές εφέτος;
- Δεν τις βλέπω παιδάκι μου, έχω καταρράκτη!
Άλλος ρεπόρτερ ξεροσταλιάζει στα διόδια.
Πραγματικός commando, χώνεται ανάμεσα στ’ αυτοκίνητα και περνάει την κουμούτσα από το ανοικτό παράθυρο, μπροστά στο στόμα του οδηγού.
- Που πάτε;
- Γαργαλιάνους, αλλά με την κίνηση που έχει θα φτάσουμε νύχτα…
- Είναι ακριβά τα διόδια;
- Ουουουου…Φαρμακείο τα καταντήσανε…Μας πίνουνε το αίμα σαν freddo…
- Με τι ασχολείστε;
- Δημόσιος υπάλληλος είμαι και δυσκολευόμαστε να τα βγάλουμε πέρα…
Λίγο μετά η κουμούτσα σε άλλο στόμα.
- Πώς πάνε τα πράγματα;
- Σημειωτόν ρε φίλε, όλοι μαζί έφυγαν…
- Κι εσείς μαζί τους…
- Άλλο εγώ ρε φιλάρα, έχω να κάνω ταξίδι πέντε ώρες να πούμε…
- Που πάτε;
- Στη Γαϊδουροπηγή!
- Είναι ωραίο μέρος;
Τότε πετάγεται από δίπλα η συμβία του κυρίου.
- Υπέροχο, αν δεν έχετε πάει, να πάτε. Στο σουβλατζίδικο παίζει και Βέρτη…Μόνο που πρέπει να φτιάξουν τον δρόμο άσφαλτο, μας τρώει το χώμα! Τρώνε τα λεφτά στις μίζες και στη Γαϊδουροπηγή δεν έφτιαξαν ακόμη έναν δρόμο της προκοπής!
Η κουμούτσα βρίσκει άλλον οδηγό.
- Θα ψήσετε αρνί;
- Πώς δεν θα ψέσουμε….Γίνιται Πάσχα χωρίς ψέσιμο;
Άλλος ρεπόρτερ έχει πάρει σβάρνα τους ακριτικούς οικισμούς, με τους πέντε μόνιμους κατοίκους, που το Πάσχα και το καλοκαίρι γίνονται χιλιάδες.
Βουρ για το καφενείο.
- Δεν φοβάστε μόνοι σας εδώ πάνω;
- Φοβόμαστι παιδάκ’ μ’ τσι Αλβανοί, αλλά έχμ τι δίκανο…
- Πώς περνάτε εδώ;
- Καλά, καλά, δεν έχουμι φαρμακείο, αλλά καλά…Κι η γιατρίνα, έρχετ’ κάθε δικαπέντ’ ημέρς…Αλλά όλα είν’ καλά….Παίζουμι καμιά κολτσίνα, βλέπουμε και τον Αυτιά, τον Παπαδάκη, τον Τράγκα, ούλους…Καλά τα λέν…
Άλλος ρεπόρτερ έχει ετοιμάσει τα θέματα από τους ανά την Ελλάδα επιταφίους κι Αναστάσεις.
Και να …αι γενεαί πάσαι, να τα λουλούδια που μάζεψαν οι παρθένες (που τις βρίσκουν άραγε;) για να στολίσουν τον επιτάφιο, να τα φαναράκια και τα πολύχρωμα κεράκια.
Να κι οι σαϊτοπόλεμοι, τα βαρελότα, οι ρουκέτες, να οι καμπάνες που κτυπούν σαν τρελές (μεταξύ μας αυτό συμβαίνει και τις καθημερινές κι ειδικά τις Κυριακές πρωί πρωί, κάποιος να ηρεμήσει τους αγίους με τις βαρβαρότητές τους), να κι ο άγιος που ψέλνει αλλά κανένας δεν τον ακούει ή δεν τον καταλαβαίνει.
Μετά τον επιτάφιο, οι Έλληνες ξαμολιούνται σαν κοπάδια από γαύρους στις ταβέρνες, όπου γίνεται της πουτάνας το κάγκελο με τα…νηστίσιμα καλαμαράκια, τις γαρίδες, τις σουπιές, τα μπακαλιαράκια, τις σκοραδαλιές, τις φάβες, τις πατατοσαλάτες και τις σαλάτες.
Η φτώχεια θέλει καλοπέραση.
Άλλος ρεπόρτερ έχει επιφορτιστεί με το σούβλισμα.
Σε στρατόπεδα με τα φαντάρια να βλαστημάνε την ώρα και τη στιγμή που αποφάσισε ο κάθε μαλάκας υπουργός να πάει στη μονάδα τους κι έχουν λιώσει απ’ την αποψίλωση και την κάθε είδους μαλακία.
Μια απ’ αυτές είναι το βάψιμο εκατοντάδων, ίσως και χιλιάδων αυγών, για να έχει να σπάει ο υπουργός και να εύχεται.
Σκεφτείτε σε πόσες κότες έγινε ο κώλος «τετράγωνος» για να έχει αυγά ένας μαλάκας να σπάει με άλλους μαλάκες.
Το έθιμο, λέει.
Προσοχή φαντάρια. Μη κάνετε καμιά μαλακία και σπάσετε τ’ αυγό του υπουργού ή του διοικητή σας, την πουτσίσατε.
Πιο εκεί απ’ τα στρατόπεδα, είναι κι οι γειτονιές της Αθήνας.
Πάει ο ρεπόρτερ στο Αιγάλεω.
- Εσείς δεν φύγατε;
- Που να πάμε, η Αθήνα είναι καλύτερη τώρα…Ησυχία, άδειοι δρόμοι, ένα τέταρτο κάνουμε μέχρι την Πεντέλη.
- Θα ψήσετε;
- Φυσικά, στη ταράτσα, οι γείτονες θα ψήσουν στον δρόμο, αλλά αυτό είναι πολύ γυφτιά…
- Θα βάλετε και μουσική;
- Φυσικά, θα βάλουμε κλαρίνα θα μας ακούσουν μέχρι την κάτω γειτονιά…
- Κι οι γείτονες;
- Έλα μωρέ καημένε. Αυτοί είναι ξενέρωτοι, ακούνε κάτι του Μεγάρου!
Πρωί πρωί Μεγάλο Σάββατο, οι καφετέριες στα χωριά είναι τίγκα κόσμο.
Οι ντόπιοι έχουν κάνει μπάνιο για να φύγει η προβατίλα, έχουν βάλει τα καλά τους και υποδέχονται τους πρωτευουσιάνους.
- Ποιος ειν’ αυτός ρε;
- Ντιπ μαλάκας είσαι; Ου γιός της Μαγδάλως, που λεν ούτι ειν’ μιγάλος σι εταιρεία μ’ υδραυλικούς…
- Κι αυτή πλάι του;
- Κάποια απ’ την τελεόραση μου θυμίζ αλλά δεν ξέρω ποια…
- Να την πάου στην στάν και να φωνάζ ντιρλαντά!
Βράδυ Σαββάτου, έρχεται η ώρα για το μεγάλο event.
Η προσέλευση και η αποχώρηση είναι σχεδόν ταυτόχρονες.
Όλοι φτάνουν στις δώδεκα παρά δέκα.
Όλοι φεύγουν στις δώδεκα και δέκα.
Ανάμεσά τους υπάρχουν πάντα οι μαλάκες που θέλουν να φτάσουν με το τζιπ δίπλα στην εξέδρα της ανάστασης.
Κι εκείνοι που φτάνουν στο παρά ένα και σπρώχνοντας θέλουν να τρυπήσουν όλον τον κόσμο για να πάρουν πρώτοι το άγιο φως.
Είναι κι εκείνες που έχουν καταθέσει ένα σκασμό λεφτά στο «Coiffure mou epiasan ton kolo» και φορώντας μπότες Manolo των 800 ευρώ η μία και κάτι λαμέ παντελόνια απροσδιόριστων χρωμάτων, μπερδεύουν την Αγία Πελαγία στην Αρκουδόραχη με την Αγία Φιλοθέη της Φιλοθέης.
Δώδεκα ακριβώς ο παπάς ψέλνει.
Χριστός Ανέστη εκ νεκρών!
Τότε, γίνεται του Αφγανιστάν, όπως τότε που οι Αμερικανοί κυνηγούσαν τους ταλιμπάν.
Αρχίζει το dynamitaki show.
Ο ουρανός γεμίζει χρώματα από τα πυροτεχνήματα, οι φωτοβολίδες κάνουν τη νύχτα μέρα. Οι κροτίδες χαλάνε τον κόσμο. Κι όλοι γελάνε σαν τους μαλάκες. Ειδικά κάτι πατεράδες που έχουν οι ίδιοι προμηθεύσει τους κανακάρηδές τους με το πολεμικό υλικό.
Μαζί με το dynamitaki show, αρχίζει κι ο πόλεμος της τρίχας.
Λαμπάδες αναμμένες κινούνται ανεξέλεγκτα εδώ κι εκεί, κάποιες τούφες από μαλλιά αναδίδουν τις οσμές του καμένου, ενώ τσιρίδες ακούγονται μέχρι την επόμενη βουνοκορφή.
Ο παπάς ματαίως φωνάζει για να μείνει ο κόσμος να συνεχιστεί η λειτουργία.
Όλοι όπου φύγει φύγει.
Λίγη ώρα μετά, στα σπίτια το μόνο που ακούγονται είναι κάτι «ντανγκ – ντουγκ» από τις καταδύσεις των κουταλιών στη μαγειρίτσα προς άγραν του εντοσθίου.
Και κάτι «μμμμμμμμμμμ!» επιδοκιμασίας.
Υπάρχουν, βεβαίως, και κάποια «μπλιαχ, λύσσα την έκανες την πουτάνα», αλλά αυτά είναι ήσσονος σημασίας.
Το στομάχι έχει ήδη προετοιμαστεί για να υποδεχτεί την επαύριον τα κοκορέτσια, τα σπληνάντερα, τα λουκάνικα (έτσι για μεζέ) και φυσικά τον οβελία.
Η ουσία είναι ότι έφτασε το Πάσχα, όλοι είμαστε μαζί και τα κανάλια παρέα μας.
Κάποιο, μεταδίδει μια συναυλία του Λευτέρη Πανταζή από τότε που τραγουδούσε «τόπε τόπε ο παπαγάλος ότι σ’ αγκαλιάζει άλλος»…
Ένα άλλο, μεταδίδει την εμφάνιση της Γλυκερίας στην «Όμορφη Νύχτα», το 1983, η ΝΕΤ έχει Σπύρο Παπαδόπουλο και ηθοποιούς που τραγουδάνε, τα άλλα κρατικά κανάλια έχουν λειτουργία, ενώ ο Σκάι μεταδίδει με ποιον τρόπο συνουσιάζεται ο μπαμπουίνος με την μπαμπουίνα.
Όλα καλά, μαζί με μια σοδίτσα ή κι ένα Simeco.
Κι αύριο είναι η μεγάλη μέρα.
Ώρα για ύπνο, έχουμε και πρωινό ξύπνημα.
Κυριακή του Πάσχα.
Πρωί πρωί, οι άνδρες της οικογένειας είναι στις επάλξεις.
Τα πρώτα μπινελίκια είναι σχεδόν βέβαιο ότι δεν θ’ αργήσουν ν’ ακουστούν.
Αφορμή κι αιτία, η διαφωνία αναφορικά με το που θα δεθεί το αρνί στη σούβλα και πόσο σφιχτά ή όχι.
- Έτσι που το δένεις ρε μαλάκα θα σου πέσει μέσα…
- Που μέσα μωρή λουλουδιά ξεπεταμένη;
- Στη Θράκα ρε αρx*$@#%^....
Θα συνεχιστεί με τη διαφωνία για το πόσο γρήγορα ή όχι πρέπει να γυρίζει η σούβλα στην αρχή.
- Πιο γρήγορα ρε πούστη μου στην αρχή…
- Γιατί παρακαλώ;
- Γιατί κλάνει το γατί.
- Πιο γρήγορα ρε συ, έτσι θα σου μείνει ωμό μέσα και ξεροψημένο όξω…
- Ξέρω εγώ!
- Ξεράδια ξέρεις, αλλά δεν το ξέρεις…
Στην οικογένειά μου, η μάνα μου, μόλις ακουγόντουσαν τα πρώτα μπινελίκια, έβαζε και στην κατσαρόλα και κάποιο άλλο φαγητό. Για να φάμε στα σίγουρα.
Πρωί πρωί της Κυριακής, όλος ο ουρανός της Ελλάδας είναι γεμάτος σύννεφα καπνών, λες κι ανατινάχτηκαν μαζί το Κούγκι και τ’ Αρκάδι και ταυτοχρόνως γίνεται η άλωση της Τριπολιτσάς κι η μάχη στα Δερβενάκια.
Οι θράκες είναι έτοιμες σε λάκκους ή barbeque, τα ερίφια ανεβαίνουν κι αρχίζει το γύρισμα. Πολύωρο κι ενίοτε κουραστικό.
Αλλά χαλάλι.
Μαζί με το αρνάκι, πέφτουν στις σχάρες παϊδάκια, κάτι μπριζολίτσες, χωριάτικα λουκάνικα και ψωμάκια με λάδι και ρίγανη ή με λιωμένο τυρί.
Όλα, έτσι για μεζεδάκι, μαζί με τα κόκκινα αυγά
Πολλές φορές, το αρνί βγαίνει από τη σούβλα και μένει άθιχτο πάνω στο τραπέζι, αφού οι περισσότεροι την έχουν, ήδη, κάνει ταράτσα και χαϊδεύουν με στοργή και προδέρμ την κοιλιά τους.
- Δεν πειράζει τρώμε και το βράδυ…
- Εγώ αποκλείεται, έχω φάει του σκασμού…Αύριο πια…
- Αμαρτία δεν είναι να μείνει; Άλλοι δεν έχουν να φάνε…
- Εγώ από αύριο αρχίζω δίαιτα…Καλοκαίρι έρχεται…
Ξέχασα να σας πω ότι από το πρωί, χαλάει ο κόσμος με τα νησιώτικα του Πάριου, ενώ που και που σκάει μούρη και κανένας Ρέμος ή έστω Βασίλης Τερλέγκας και Έφη Θώδη.
Το απογευματάκι είναι όλοι αποκαμωμένοι.
Η υπνηλία της χώνεψης έχει κυριεύσει όλη την Ελλάδα
Τα ροχαλητά και τα κλανοπούλια αντικαθιστούν το σύννεφο της τσίκνας με το δικό τους.
Ηχορύπανσης και θείου.
Στις όποιες διαμαρτυρίες των άλλων, η απάντηση είναι μονόδρομος.
- Πισινός κλασμένος, γιατρός χεσμένος…
Το βράδυ του Πάσχα, η βόλτα.
Βαριεστημένα βήματα, έτσι για την οριστική χώνεψη.
Και καμιά σόδα να φύγει η κρεατίλα.
Στα κανάλια οι ρεπόρτερ τα δείχνουν όλα.
Τους πανηγυρικούς της ημέρας και τα μηνύματα της πολιτειακής, πολιτικής και θρησκευτικής ηγεσίας…Τους χορούς και τα πανηγύρια…Τα πυροτεχνήματα και τον καμένο, όχι τον Πάνο, τον Ιούδα.
Την επόμενη ημέρα το τηλεοπτικό σκηνικό μεταφέρεται και πάλι στα διόδια.
Η διαδικασία ίδια κι απαράλλακτη.
Η κουμούτσα μπαίνει από το ανοικτό παράθυρο του αυτοκινήτου και σταματά στο στόμα του οδηγού.
- Πώς περάσατε;
- Καλά αλλά λίγο…
- Εσείς;
- Εμείς, εμείς όπως όλοι…Τώρα ο κάθε κατεργάρης στον πάγκο του…
Άντε βρε…Και του χρόνου!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου