Δευτέρα 13 Απριλίου 2015

Πάσχα των Ελλήνων, λέει…

Ένα πασχαλινό χρονογράφημα
του
Νίκου Γ. Σακελλαρόπουλου

Τα Χριστούγεννα βάζουμε τ’ αρνάκια δίπλα στη φάτνη και τα δείχνουμε κατανυκτικά στα παιδιά μας…
Το Πάσχα, τα ίδια αρνάκια τα βάζουμε στη σούβλα και μπουκώνουμε μ’ αυτά τα παιδιά μας…
Ελληνοχριστιανική, λέει, παράδοση!
Με τ’ αρνάκια να οδεύουν στις χοντροκοιλιές, τυλιγμένα σε πορτοκαλί σακούλες, είτε σε σχάρες, είτε σε πορτμπαγκάζ αυτοκινήτων και την απαραίτητη δεύτερη συκωταριά τυλιγμένη καλά με κρεατόχαρτα και πλαστικές τσάντες που
απαραιτήτως αναφέρουν το όνομα του χασάπη δημίου.
Κρεοπωλείο «Το μανάρι», Κάτω Παναγιά!
Ενίοτε, σκίζονται οι πορτοκαλί σακούλες που έχουν τυλιγμένο το ερίφιο, προβάλουν τα γουρλωμένα από τον τρόμο της σφαγής μάτια του, ενώ γεμίζει αίματα το παρμπρίζ…
Όμως, ο περήφανος νεοέλληνας οδηγός εξακολουθεί να οδηγεί περήφανος –συνήθως με 50 στην αριστερή λωρίδα-  ως να έχει μόλις βγει από τη ζούγκλα των Βιετκόνγκ…
Αυτό, φυσικά, αποτελεί γεγονός ήσσονος σημασίας.     
Πάσχα των Ελλήνων, λέει.
Με τη γνωστή ετήσια γενοκτονία των εριφίων, προς δόξαν των απανταχού της χώρας Τσιρώνηδων.
Και δη, μετά την 40ήμερη νηστεία και τις επιδρομές στα salads bar των Goodys.
Με τρομακτικές αλλά και «γλυκές» λαμπάδες, που έχουν ασφυκτικά δεμένες επάνω τους τον King Kong, τον  Spiderman, τον Commando Roki, Πόκεμον αλλά και την Barbie, τη Sindy και την πρόεδρο Ζωή.
Πάσχα των Ελλήνων, λέει.
Η γιορτή που ο Ελληνάρας φιλοξενεί και φιλοξενείται.
Τρεις –τέσσερις ημέρες που ξεχνάει τα πάντα (οι δημόσιοι υπάλληλοι τα ξεχνούν μονίμως, αλλά στην προκειμένη περίπτωση τους αρκούν δυο εβδομάδες, αφού και τα παιδιά δεν έχουν σχολείο).
Πάσχα των Ελλήνων, λέει.
Με μοιρασμένες –τρόπος του λέγειν- τις δουλειές μεταξύ ανδρών και γυναικών.
Μαγειρίτσα, βάψιμο αυγών κι όλα τ’ άλλα οι γυναίκες.
Άναμμα φωτιάς, ψήσιμο εριφίου, κοκορετσίου και λοιπών παρελκόμενων, οι άνδρες.
Πάσχα των Ελλήνων, λέει.
Με φούρια για να είναι όλοι μαζί στις 20.55 στον επιτάφιο και να πάνε ποδαράτο καμιά χιλιάδα μέτρα, πίσω από ένα ξύλινο πράγμα που το κρατάνε ψηλά στρατιώτες, ναύτες, αεροπόροι ή άλλοι άνθρωποι.
Αυτό το ξύλινο πράγμα είναι γεμάτο λουλούδια, που τα έχουν στερεώσει, λέει, παρθένες!
Που στα κομμάτια τις βρίσκουν;
Πάσχα των Ελλήνων, λέει.
Εκεί στον επιτάφιο, είναι βέβαιο ότι θα υπάρχει κι ο μαλάκας της επόμενης ημέρας.
Αυτός που ανυπομονεί για τον πόλεμο των βαρελότων της ανάστασης κι αρχίζει να τα πετάει νωρίς νωρίς…
Κι ύστερα, γεμίζουν οι ταβέρνες από ντόπιους και πρωτευουσιάνους που έφτασαν στο χωριό.
Και να οι γαρίδες, να τα χταπόδια, να κάτι ξεγυρισμένες γεμιστές σουπιές, να κι οι χαλβάδες και τα όνειρα για τη… σούβλα…
Στην οποία ο κάθε Σωτήρης θα χώνει τις χερούκλες του και θα τραβάει πετσούλα, έτσι για τη λιγούρα…
Πάσχα των Ελλήνων, λέει.
Κι ύστερα η ανάσταση.
Ο κλαρινογαμπρός φοράει το κουστουμάκι που πολλές φορές είναι ψεκασμένο με το αποσμητικό «Tragos», τη σένια γραβάτα σαν του Αυτιά, ενώ ξεσκονίζει και τα παπούτσια, μη τυχόν και τον περάσουν για ντιπ βλάχο.
Η κυρία του, φοράει το μοβ ή χρυσό λαμέ φόρεμα –τύφλα νάχει η Άντζελα Δημητρίου- τις 15ποντες γόβες, φορτώνεται τις λαμπάδες και προσέχοντας μη καρφωθεί το τακούνι σε καμιά σχισμάδα της καρότσας του αγροτικού, ξεκινάει για την εκκλησία.
Το βάδισμά της είναι εμφανώς προβληματικό, αφού δεν είναι εύκολο να φοράς καθημερινά γαλότσες  και δυο βράδια τον χρόνο (το άλλο είναι στο πανηγύρι του άγιου Τρύφωνα) να μπορείς να περπατάς σαν την Αντριάνα Σκλεναρίκοβα.
Δε βαριέσαι δέκα λεπτά είναι, θα περάσουν.
Πάσχα των Ελλήνων, λέει.
Στην αναμονή του –λέμε τώρα- «χριστός ανέστη», η μια κυρία κοιτάει την άλλη.
Κι ο ένας κλαρινογαμπρός αρχίζει να κοιτάει με καχυποψία τον άλλο, μη τυχόν και χάσει την πρωτιά στα βαρελότα.
Πού και πού, ακούς κάτι ακατάληπτα που σου μοιάζουν ελληνικά, αλλά αν αυξήσεις την ετοιμότητα της προσοχής και της ακοής σου, θα σιγουρευτείς ότι είναι ελληνικά…
-          Ποιους είν’ τούτος ρα;
-          Ο γιους της Βενετίας, του κυρ Γιώργη, του γιου του μπάρμπα Νίκου, θεός σχωρέστον…
-          Αααααααααααααα!
-          Κι αυτούνη δίπλα τ’;
-          Είν΄η τρίτη του γυναίκ… Είν κι αυτούνη δημοσιογράφα… Ουραίο κομάτ’…
-          Να τη βάλ’ κατ’ να δει αγγέλους…
-          Έχει και τζιπ… Ουραίου τζιπ…
-          Να πάρουμ κι εμείς για τα σανά…
-          Ρι μαλάκα, αυτή δεν είν, η Παγώνα της Παναγιώταινας της κουφής, που πήγε στην Αθήν’ και τη φνάζουν Νόνα;
-          Πούντη μωρή ντιριτάχτα;
-          Να κι η Αρχόντω, του Μανώλα του κιερατά… Κοίτα ύφος η ξιπασμένη… Κρίμα το παλικάρ’…
-          Αργεί ο παπάς ιφέτος και θα κρυώσ’ το φαγί…
Πάσχα των Ελλήνων, λέει.
Κι ο χαμός.
Βαράνε οι καμπάνες, κάτι για ανέστη ακούγεται από ένα βραχνό μεγάφωνο, γεμίζει ο ουρανός με πολύχρωμες φωτοβολίδες, το έδαφος μυρίζει μπαρούτι και τα βαρελότα σκάνε ανάμεσα στα πόδια και κάνει τις δεκαπεντάποντες γόβες να σηκώνονται μισό μέτρο από τη γη…
Φυσικά δεν λείπει κι ο μαλάκας του… επιταφίου…
Έχει στις τσέπες του δεκάδες κροτίδες, τις πετάει και γελάει δείχνοντας πιο μαλάκας απ’ ότι στο φυσιολογικό του.
Πάσχα των Ελλήνων, λέει.
Δώδεκα και πέντε το πολύ, μόλις τελειώσει το «show dinamitis», όλοι γίνονται μπουχοί για τη  μαγειρίτσα…
Ο παπάς φωνάζει ότι δεν τελείωσε η λειτουργία, έχει βγάλει και δίσκο για πέμπτη – έκτη φορά, αλλά ούτε η Ελένη Λουκά δεν μένει να του κάνει παρέα.
Ο ένας πίσω από τον άλλο, γίνονται … αμολόητοι!  
Όλοι βιαστικοί, μ’ αναμμένα κεριά στα χέρια, κάτι που σημαίνει ο «ξαφνικός θάνατος της τρίχας».
Τουτέστιν, τζάμπα ο κόπος της Βάσως στο «Coiffure To xorio»  και το τριαντάρι που έσκασε η κυρία μεσημεριάτικα…
Πάσχα των Ελλήνων, λέει.
Με το άγιο φως να φτάνει τελικά στα σπίτια, προς δόξα και τιμή του συγκυβερνήτη Πάνου Καμένου, που ξεροστάλιασε στο αεροδρόμιο να το περιμένει και να του αποδώσει τιμές αρχηγού κράτους.
Αρχηγός κράτους μια φλογίτσα!
Πάσχα των Ελλήνων, λέει.
Με την ιερή ώρα της μαγειρίτσας, όπου η σιωπή είναι κατανυκτική.
Μόνο τα «φσλουρπ» του ρουφήγματος ακούγονται.
Άντε και τα «κλατς –κλουτς» των κουταλιών.
Μετά έρχεται η σειρά των αυγών.
-          Σ’ έσπασα μαλάκα…
-          Ρα, ξύλινο έχς;
Κι ύστερα, η τηλεοπτική πανδαισία.
Πανταζής από το 1987 κι ο απαραίτητος Ρέμος.
Πού και πού κανένας Κιάμος κι η θρυλική Έφη Θώδη…
Πάσχα των Ελλήνων, λέει.
Αξημέρωτα, ο άνδρας επιχειρεί να δέσει το αρνί στη σούβλα και τρεις –τέσσερις άλλοι (πάντα άνδρες) διαφωνούν μεταξύ τους και του λένε ότι δεν το κάνει καλά.
Ένας άλλος προσπαθεί να βάλει φωτιά, ενώ από κάθε γωνιά και μεριά της πόλης ή του χωριού, ανεβαίνουν στον ουρανό καπνοί… λες κι αλώνεται η Τροπολιτσά ή ο Καμένος το έκανε Κούγκι…
Κι από δίπλα, τα κλαρίνα του Βασίλη Τερλέγκα και τα βιολιά από τα νησιώτικα του Πάριου, με εμβόλιμους τους Σπύρο Ζαγοραίο, Μάκη Χριστοδουλόπουλο, Γιάννη Πλούταρχο και λίγη Πάολα, Χριστίνα Δελή και Ρίτα Σακελλαρίου.
Πάσχα των Ελλήνων, λέει.
Ο Ελληνάρας, έχει επινοήσει τέσσερις τρόπους για να ψηθεί ο οβελίας.
  1. Με φαντάρους, συνοδεία του άσματος «Φαντάρε μου φαντάρε μου πάρε με στο στρατώνα».
  2. Με το γύρισμα της σούβλας από τα παιδιά, για να βγάζουν και τον σκασμό.
  3. Με Αλβανούς, που εσχάτως φθίνει ως μέθοδος.
  4. Με μοτέρ.
Ο σύγχρονος νεοέλληνας, βγάζει και τη  μια φωτογραφία μετά την άλλη και σε κλάσματα δευτερολέπτου την αναρτά στο διαδίκτυο, μετά του απαραίτητου σχολιασμού για το πόσο ωραία περνάει.
Κάνει και κάτι ακόμη.
Ομού μετά του οβελία και μέχρι να ετοιμαστεί αυτός, πετάει στη φωτιά και κάτι λουκάνικα, κάτι παϊδάκια κι αρχίζει να κατεβάζει κράσους κι ούζα, έτσι για το καλό!
Πολλές φορές, έχει καταβροχθίσει τόσα καλούδια, ώστε μόλις γίνει το αρνί του έρχεται μια… σιχαμάρα από τη βαρυστομαχιά…
Το αρνί παραμένει σχεδόν άθικτο.
Κι εκείνος καμαρώνει για το πόσο καλά ψήθηκε!
Τότε, σχεδόν πάντα, πετάγεται ο μαλάκας της παρέας:
-          Ρε παιδιά, φάτε λίγο αρνί, αμαρτία είναι… άλλοι δεν έχουν…
Τότε αρχίζει κι ο πόλεμος της σόδας, η νιρβάνα της χώνεψης, ενώ ο Γιαννακόπουλος βγάζει τα έξοδα μισής χρονιάς για την Πανάθα από την πώληση των Simeco.
Τα κλαρίνα και τα βιολιά χαμηλώνουν κι αρχίζουν ν’ ακούγονται οι ομοβροντίες των πισινών και των εντέρων…
Αλλά, ως γνωστόν, κώλος κλασμένος γιατρός χεσμένος.
Πάσχα των Ελλήνων, λέει.
Εκείνη την ώρα, κατά τις 17.00 -18.00 της Κυριακής, σχεδόν όλη η Ελλάδα χαϊδεύεται.
Οι άνδρες χαϊδεύουν τις κοιλιές τους, σκάσαμε ρε πούστη μου από το φαί…
Οι γυναίκες τα στήθη τους, δεν μπορώ ν’ ανασάνω με τόσα που έφαγα…
Τότε, αρχίζουν και κάτι ροχαλητά κι η επαναφορά σιγά σιγά στην πραγματικότητα.
Πάσχα των Ελλήνων, λέει.
Και του χρόνου!



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου