Γράφει
η Εύα Τσαροπούλου
H κόρη μου μεγάλωσε πια αρκετά και -όπως συμβαίνει
με κάθε φυσιολογικό παιδί στην ηλικία της- δεν θέλει να περνάει τον ελάχιστο
ελεύθερο χρόνο που της απομένει μαζί μου.
Είναι όμως και αγαπησιάρα κι έτσι,
φροντίζει να με παρηγορεί, περνώντας «ποιοτικές» στιγμές μαζί μου, τα μεσημέρια
του Σαββάτου ή της Κυριακής, σ’ ένα γεύμα, όπου καταφέρνουμε και χωράμε τα νέα
όλης της εβδομάδας…
Μια
τέτοια Κυριακή μεσημέρι, γεμάτη
θερμό, χαμογελαστό ήλιο, μας βρίσκει κάπου στη
Φωκίωνος Νέγρη, σ’ ένα πολύβουο φαγάδικο «στέκι», όπου δεν φανταζόμασταν τι μας
περίμενε…
Τα
τραπέζια κατευθείαν από το “Στενές επαφές τρίτου τύπου”, μικροσκοπικά και
κολλημένα μεταξύ τους, επιτελούσαν επαξίως τη διπλή αποστολή της σύναψης
διαπροσωπικών σχέσεων, όσο και της μετάδοσης διαφόρων ενοχλητικών ιών.
Το
μαγαζί ξεχείλιζε από κόσμο -μέσα κι έξω- οπότε θεωρήθηκε εξαιρετικά μεγάλη τύχη
το ότι βρήκαμε μία γωνίτσα μέσα, να τρουπώσουμε κι εμείς, ανάμεσα σε δύο άλλα.
Αριστερά
μας, δύο κύριοι και μία κυρία, που είχαν περάσει προ πολλού την πρώτη τους
νεότητα και δεξιά μας, ένα ζευγάρι γευμάτιζε με την επτάχρονη εγγονή του.
Οι
σερβιτόροι έτρεχαν πανικόβλητοι, ώρα αιχμής βλέπεις, αλλά ήταν εξαιρετικά
γρήγοροι στη λήψη και την εκτέλεση των παραγγελιών, οπότε σύντομα μηρυκάζαμε τη
νόστιμη σαλάτα που είχαμε πάρει για πρώτο πιάτο, ενώ οι υποχρεωτικοί μας «συνδαιτημόνες»
βρίσκονταν ήδη στο τελείωμα του κυρίως.
Ξαφνικά,
μία έντονη μυρωδιά από αποτσίγαρα μου χτύπησε στη μύτη κι ήταν τόσο έντονη που
έφτασε κατευθείαν στο λαιμό μου.
Δεν
ήταν η μυρωδιά του καπνού, που ούτως ή άλλως είναι ενοχλητική για μένα που δεν
καπνίζω, ήταν εκείνη, η ακόμα χειρότερη και πιο σιχαμένη, του γεμάτου
σταχτοδοχείου. Κοιτώντας διακριτικά στο δεξί τραπέζι, διαπιστώνω ότι η κυρία με
τη μικρή εγγονή είχε εμφανίσει ένα τασάκι δίπλα μου, γεμάτο αποτσίγαρα κι
ετοιμαζόταν να στρίψει ένα τσιγάρο.
Είμαι
στη φάση που ρίχνω ένα εμφανέστατο στραβοκοίταγμα στο τασάκι, όταν η παρέα των
τριών από τα αριστερά, αποφασίζει να ολοκληρώσει το γεύμα της καπνίζοντας.
Εμείς
καθισμένες ακριβώς στη μέση κι εγώ, μην έχοντας κανένα περιθώριο αναπνοής και
θυμωμένη ήδη από τη μυρωδιά του βρώμικου σταχτοδοχείου δίπλα στο καθαρό φαγητό
μου, σταματάω έναν διερχόμενο βιαστικό σερβιτόρο και του λέω βεβιασμένα
χαμογελαστά:
-
Με συγχωρείτε, το
κάπνισμα επιτρέπεται εντός του καταστήματος;
Εκείνος,
χαμογελώντας μου συνωμοτικά, μου απαντά:
-
Βεβαίως.
-
Είστε σίγουρος ότι
επιτρέπεται το κάπνισμα εντός του καταστήματος;
Ξαναρωτάω,
αυτή τη φορά πολύ σοβαρά.
Ο
νεαρός, αντιλαμβανόμενος προφανώς ότι το μπάζερ είχε χτυπήσει στη λάθος
απάντηση, με κοιτάζει χωρίς να απαντήσει.
Οπότε
εγώ, απολύτως αγριεμένη πια, του λέω:
-
Το κάπνισμα ΔΕΝ
επιτρέπεται εντός του καταστήματος, κύριε, το λέει ο νόμος. Δικαιούμαι λοιπόν
να απολαύσω το φαγητό μου άκαπνη; Παρακαλώ, φροντίστε το!
Κίτρινος,
σαν φρεσκοκομμένο λεμόνι, ο νεαρός ψελλίζει ένα: “Μισό λεπτό” και φεύγει.
Η
παρέα των τριών συνέχισε να καπνίζει ανενόχλητη, ενδεχομένως διότι δεν είχαν
αντιληφθεί τι ακριβώς έλεγα. Ήταν απασχολημένοι με τη συζήτησή τους.
Η
κυρία όμως από δεξιά –ακριβώς- επειδή είχε αντιληφθεί τι έλεγα, φρόντισε να
αποτελειώσει το στρίψιμο του τσιγάρο της και να το ανάψει θριαμβευτικά,
κάνοντάς με ακόμα πιο έξαλλη.
Σκέφτηκα
πως θα ήταν περιττό να χαλάσουμε τις αλογοουρές μας, Κυριακάτικα, με μία ξένη
γυναίκα, έστω και θρασύτατη, αφού ήταν το ίδιο το μαγαζί που της είχε δώσει το
δικαίωμα να μου τσαταλιάσει τα νεύρα και τη διάθεση.
Επέλεξα
να κάνω τα παράπονά μου «αρμοδίως» κι επιχειρώ να φωνάξω δεύτερη φορά το
σερβιτόρο, αφού το μισό λεπτό είχε περάσει πολλά ολόκληρα λεπτά πριν κι εγώ
παρέμενα παθητικώς καπνίζουσα και ενεργητικώς νηστική να τον περιμένω.
Την
επόμενη φορά που τον κάλεσα ευγενικά -είπα να μην γίνω θέαμα αμέσως- δεν ήρθε
καν προς το μέρος μου.
Οπότε,
αφού του διέθεσα και τον ικανό -να ανακηρυχθεί η υπομονή μου «γαϊδουρινή»-
χρόνο, σηκώθηκα πάνω και του λέω:
-
Συγγνώμη κύριε,
σας έχω παρακαλέσει τόση ώρα να φροντίσετε για κάτι και με αγνοείτε. Κανονίστε,
σας παρακαλώ, να σβήσουν τα τσιγάρα αμέσως, διότι διαφορετικά, κάνω αυτή τη
στιγμή καταγγελία!
Σε
αυτή την αρκετά απειλητική δήλωση, υποχρεώθηκε πια να μου απαντήσει:
-
Μισό λεπτό να
φωνάξω τον προϊστάμενό μου!
Κάτι
που θα έπρεπε να είχε κάνει απ’ την αρχή, αφού δεν μπορούσε να χειριστεί μόνος
του το ζήτημα.
Η
κυρία δίπλα μου, ενοχλημένη, άρχισε να λέει στο σύζυγό της πως είμαι παράξενη
και τρελή. Ναι, εγώ ήμουν η παράξενη και η τρελή, επιπλέον ήμουν και εντελώς
δίπλα της και την άκουγα, κάτι που προφανώς ήθελε, αλλά είχα αποφασίσει ότι δεν
θα της απαντούσα.
Τι
να πεις σε κάποιον που καταφανώς σε προκαλεί;
Τι
να πεις σε κάποιον που έχει στο τραπέζι του ένα επτάχρονο παιδί και το εκθέτει
στον άθλιο καπνό του;
Εδώ
αυτό δεν επέτσιαζε, θα ένιωθε οτιδήποτε έλεγα εγώ;
Σε
λιγότερο από πέντε λεπτά, ένας άλλος σερβιτόρος, ο προϊστάμενος προφανώς, είχε
περάσει απ’ όλα τα τραπέζια που βρίσκονταν μέσα στο κατάστημα και είχε
παρακαλέσει να σβήσουν τα τσιγάρα.
Η
παρέα από αριστερά μου, διαμαρτυρήθηκε: «Τόσα χρόνια ερχόμαστε, πρώτη φορά μας
ζητάτε κάτι τέτοιο», για να πάρει την απάντηση: «Ναι, αλλά τώρα υπάρχει πελάτης
που παραπονέθηκε, οπότε είμαστε υποχρεωμένοι να συμμορφωθούμε.
Ο
νόμος απαγορεύει το κάπνισμα εντός του καταστήματος».
Αποτέλεσμα:
Έφυγαν και οι μεν και οι δε μουρμουρίζοντας. (Βέβαια, είχαν ήδη τελειώσει το
γεύμα τους, δεν ξέρω τι θα γινόταν αν αυτό δεν είχε γίνει).
Ο
έξυπνος προϊστάμενος, δικαιώνοντας εκατό τα εκατό την ορθή επιλογή του
αφεντικού του που του έδωσε τη θέση, καθάρισε σαν σίφουνας το τραπέζι δίπλα
μου, εξαφανίζοντας πρώτο το βρώμικο τασάκι.
Μου
ζήτησε τρεις φορές συγγνώμη για την ενόχληση και για την καθυστερημένη
αντίδραση, λέγοντας ότι δεν είχε ενημερωθεί άμεσα για να συμμορφωθεί νωρίτερα,
κάτι που ήταν κι αλήθεια· ο πρώτος σερβιτόρος δεν είχε καν την ετοιμότητα να
τον ειδοποιήσει.
Όση
ώρα μείναμε εκεί, δεν επιτράπηκε σε κανέναν να καπνίσει μέσα· ένας-ένας έβγαιναν έξω στην πλατεία να καπνίσουν.
Στο
τέλος, ο προϊστάμενος μας κέρασε και μία γαβάθα γιαούρτι με μέλι, ικανή να
χορτάσει έναν λόχο φαντάρων, για το καλόπιασμα.
Εγώ,
αφού είχα ξεκοκκινήσει απ’ το κακό μου, είχα ξαναβρεί το χαμόγελό μου και την
ευγένειά μου, είχα ξαναγίνει φυσιολογικός άνθρωπος. Αλλά κόντεψε να μου
ξανανεβάσει την πίεση όταν μου είπε πως θα έπρεπε να πω απ’ την αρχή ότι είχα
πρόβλημα υγείας, ώστε να το σεβαστούν!
Δηλαδή,
για να σεβαστεί ο άλλος τον νόμο, πρέπει να του βρούμε μία καλή δικαιολογία, σε
σκέτο δεν γίνεται... Βλέπεις στη μάχη μεταξύ του προσωπικού καλού μου και του
δικαιώματος του άλλου, θα κερδίζει πάντα το προσωπικό καλό, διότι σαφώς είναι
πολύ καλύτερο κίνητρο...
Δεν βαριέσαι...Φύγαμε κι ας έχει χάρη το αφεντικό στον προϊστάμενό του, που σήμερα δεν αναφέρω το μαγαζί του πρώτη μούρη μαρκίζα!
Μετά
απ’ όλα αυτά, προσπαθούσα να πείσω την κόρη μου πως στη ζωή πρέπει να
διεκδικείς αυτά που δικαιούσαι, ιδίως όταν έχεις απόλυτο δίκιο κι όταν υπάρχει
και ο νόμος που στο επικυρώνει!
Όμως εκείνη είχε έρθει σε δύσκολη θέση με όλο το επεισόδιο και δεν μου το συγχωρούσε. Βλέπεις, όταν είσαι χαμηλών τόνων άνθρωπος, θέλεις να περνάς απαρατήρητος από τέτοια και θυμώνεις με εκείνους που σε κάνουν -χωρίς να σε ρωτάνε- συμμέτοχο στον καυγά.
Ωστόσο, έχω καταλήξει πως το μόνο που καταφέρνεις
με τους χαμηλούς σου τόνους, είναι να γίνεσαι βούτυρο στο ψωμί όλων εκείνων που
κάνουν bullying στις δικές σου
επιλογές. Θα είσαι πάντα εσύ ο κακός, ο ενοχλητικός, ο παράξενος, ο τρελός,
μόνο και μόνο γιατί ανήκεις στη μειοψηφία…
Θα είσαι πάντα και ο κερατάς και ο δαρμένος...
Δεν
κάπνισα ποτέ, ούτε καν το έχω δοκιμάσει, επομένως ίσως δεν μπορώ να μπω στη
λογική του να κατανοήσω τον «εθισμό» του άλλου. Δεν μου έλειψαν όμως ούτε οι
παρέες, ούτε οι ευκαιρίες να λυγίσω. Αλλά ήταν επιλογή μου να προστατεύσω τον
εαυτό μου από κάτι που είναι εντελώς αφύσικο (θα ήμασταν τσιμινιέρες, όχι
άνθρωποι διαφορετικά), καθώς και το περιβάλλον μου και πολύ περισσότερο το
παιδί μου.
Είναι
μια σαφής θέση, την οποία υπερασπιζόμουν πάντα σθεναρά.
Πέρα
απ’ το πόση σιχασιά μπορεί να μου δημιουργεί η συνήθεια αυτή, που δεν είναι
κάτι που έχει λογική ή συγκεκριμένη μονάδα μέτρησης, υπάρχει ένας
αντικειμενικός δείκτης, που λέει πως το κάπνισμα επιβαρύνεται για ένα σωρό
προβλήματα υγείας.
Είναι
ζήτημα κοινής λογικής λοιπόν, το να θέλω να παραμείνω υγιής και να ζω σε ένα
«καθαρό» περιβάλλον. Είναι δικαίωμά μου να το επιδιώκω.
Σέβομαι
απόλυτα την ελευθερία του άλλου να καπνίζει, έστω κι αν δεν καταλαβαίνω πώς
κάποιος εξακολουθεί να το κάνει, στο σωτήριο έτος 2016, όταν όλοι μιλούν για
υγιεινή διατροφή, για γυμναστική, όταν οι αρρώστιες θερίζουν και το κάπνισμα
έχει πολλές φορές καθίσει στο εδώλιο του κατηγορουμένου γι’ αυτές κι ακόμα να
αθωωθεί!
Σέβομαι
απόλυτα το δικαίωμά του να κάνει ό,τι θέλει με τον εαυτό του.
Μπορεί
να τον δολοφονεί σιγά σιγά, αν αυτό τον ευχαριστεί. Αλλά μόνον αυτόν!
Δεν
δικαιούται να υποχρεώνει εμένα ή το παιδί μου σε παθητικό
κάπνισμα.
Αυτό ήταν πάντα το πρόβλημα όμως: Ελευθερία που
σκοντάφτει πάνω σε ελευθερία, πόσο εφαρμόσιμη είναι; Αυτές οι «αλληλοκαλύψεις» των ελευθεριών πόσο
δημοκρατικές στ’ αλήθεια είναι; Είναι τόσο ελευθερίες, όσο νικάνε και μπορούν
να εξακολουθούν να είναι. Όσο είναι από πάνω. Οι άλλες, οι χαμένες, είναι τόσο
ελευθερίες, όσο τους επιτρέπει το κομμάτι που εξέχει απ’ τις άλλες...
Είναι
πολλά. Από πού να το πιάσει κανείς;
Πότε εφαρμόζουμε ένα νόμο; Μα μόνο όταν αυτός μας βολεύει, πώς αλλιώς!
Έχουμε
την απαίτηση να τον εφαρμόζουν οι άλλοι βέβαια, αλλά όταν έρχεται η σειρά μας,
αναζητούμε παραθυράκια…
Πόσο
σεβόμαστε τον άλλον; Καθόλου. Δεν μας αφορά ο άλλος.
Αν
δεν μας βολεύει, είναι απλώς γραφικός…
Χρειάζεται
να επικαλεστούμε πρόβλημα υγείας για να γίνει σεβαστή η δική μας επιθυμία. Έχω
άσθμα, καρδιά, αναπνευστικό, καρκίνο! Λυπηθείτε με και μην καπνίζετε…
Ε,
λοιπόν, όχι!
Δεν
έχω τίποτα απ’ τα παραπάνω. Απλώς –δεν- μου αρέσει!
Με
ενοχλεί!
Το
σιχαίνομαι!
Κι
έχω κάθε δικαίωμα απλώς να το σιχαίνομαι κι εσύ υποχρέωση να σέβεσαι ακριβώς
αυτό!
Το
πόσο γραφική υπήρξα εγώ, αποδεικνύεται άλλωστε, από το ότι ο νόμος για την
απαγόρευση του καπνίσματος σε κλειστούς χώρους ισχύει από το 1856!
Από
τον Ιούλιο του 2009 υποτίθεται ότι οφείλουμε να τον εφαρμόζουμε αυστηρά στη
χώρα μας.
Είμαστε
στο 2016 κι ακόμα συζητούμε το αυτονόητο:
Πρέπει να εφαρμόζεται ο νόμος! Ο κάθε νόμος, όχι μόνο εκείνος που μας συμφέρει!
Γιατί
άραγε να απαιτούνται ακραίες αντιδράσεις προκειμένου να βρούμε το δίκιο μας;
Γιατί
μετά από κάθε τέτοιο ξέσπασμά μας, να χρειάζεται να δικαιολογούμε την αντίδρασή
μας στα μάτια του παιδιού μας ή και στα δικά μας ακόμα, καταλήγοντας στο
οδυνηρό συμπέρασμα ότι μπορεί και να γίναμε όντως γραφικοί;
Όταν έχουμε πασιφανώς
δίκιο;
Κι
αφού με το καλό δεν καταλαβαίνουμε, τι πρέπει να γίνει, μήπως να γίνουμε όλοι
ένα είδος ακτιβιστές; Που θα φωνάζουμε «αέρα» κι ανεμίζοντας τα σπαθιά μας, θα
πάρουμε σβάρνα τα μαγαζιά και θα αρχίσουμε να πετάμε έξω τους καπνιστές;
Χρειάζεται
να φτάνουμε σε καταγγελίες, σε μηνύσεις που για να προλάβεις να εκδικαστούν σε
αυτή τη ζωή, πρέπει να έχεις προσλάβει το δικηγόρο σου από φοιτητή της νομικής,
για να είναι ο ίδιος που θα τη δικάσει τελικώς λίγο πριν τη συνταξιοδότησή του;
Ειλικρινά,
δεν μπορώ να σκεφτώ καμία λύση που να μην μοιάζει ανώριμη ή απολύτως παιδική.
Μα μήπως αυτό δεν είμαστε;
Ανώριμα
παιδιά, που αρνούμαστε να συμμορφωθούμε με οτιδήποτε μπορεί να μας επιβάλλεται
προκειμένου για το καλό μας..
Αν υπάρχει ίσως κάτι για να γίνει, μάλλον συνοψίζεται σ' αυτό που είπε κάποτε πολύ ωραία ο Μοντεσκιέ:
"Δεν πρέπει να κάνουμε με νόμους αυτό που
μπορεί να γίνει με τα ήθη και τα έθιμα"...
Ή σε απλά ελληνικά: Τόπου συνήθεια, νόμου κεφάλαιο!
Η
Νατάσσα Μποφίλιου τραγουδάει: Με τσιγάρα βαριά...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου