Γράφει
ο
Μιχάλης Δεμερτζής
Στο παρελθόν, έχουμε αναφερθεί στο προβληματικό
θεσμικό περιβάλλον της Ελλάδας, που, όταν δεν διαμορφώνει επί τα χείρω την
κοινωνική καθημερινή πρακτική, εξουδετερώνει την όποια βελτιωτική δυναμική
μπορεί να δημιουργήσει η κρίση.
Με άλλα λόγια, θεωρούμε πως, αν δεν αλλάξει το
θεσμικό τοπίο ή έστω οι υπάρχοντες θεσμοί δεν γίνουν πιο λειτουργικοί, η
επονομαζόμενη και «κρίση αξιών» που διάγουμε, δεν πρόκειται να ξεπεραστεί
(τουλάχιστον όχι, υπό συνθήκες κοινωνικής
ειρήνης), ώστε να καλυτερεύσει η καθημερινότητά μας.
Το πρόσφατο παράδειγμα της μήνυσης από
μέρος της
Πρόεδρου του Αρείου Πάγου σε βάρος καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου- με
αφορμή επικριτικό σχόλιο σε βάρος της που δημοσιεύθηκε στην προσωπική του
ιστοσελίδα- αποτελεί ακόμα ένα βήμα απομάκρυνσης της χώρας από το, επικρατούν
σχεδόν παγκοσμίως, αστικό αξιακό σύστημα.
Παρενθετικά να σημειώσουμε πως, αν ήμασταν
κακοπροαίρετοι, θα συνδέαμε αυτή τη μήνυση με την εκπεφρασμένη πρόθεση της κυβέρνησης
να ελέγξει το διαδίκτυο, αλλά δεν θα το κάνουμε, γιατί ακόμα θέλουμε να
πιστεύουμε ότι η δικαστική εξουσία είναι ανεξάρτητη. Βέβαια, το ότι οι δικαστές
των τριών ανώτατων δικαστηρίων της χώρας διορίζονται από την εκάστοτε
κυβέρνηση, αποτελεί κατά τη γνώμη μας μία σοβαρή παθογένεια του συστήματος,
αλλά λογικά με αυτή την άποψη θα διαφωνούσε η τρέχουσα κυβέρνηση.
Oπότε, ακόμα κι αν
ήταν διαφορετικά τα πράγματα, θα είχε ήδη αποκαταστήσει την «τάξη».
Για να επανέλθουμε στην αξιακή κρίση της κοινωνίας
μας, θα υπήρχε μια κάποια προοπτική να ξεπεραστεί, εφόσον κάτι λειτουργούσε
σωστά στις θεσμικές εκφράσεις της.
Όσο κι αν ψάξουμε όμως, δυσκολευόμαστε να
εντοπίσουμε κάποιον φορέα που να λειτουργεί ομαλά και αποτελεσματικά.
Καταρχήν, οι σύγχρονες κοινωνικές αξίες πηγάζουν σε
ένα μεγάλο βαθμό από την Διάκριση των Εξουσιών, όπως αυτή εκφράστηκε κατά τον
Γαλλικό Διαφωτισμό, και η συντήρησή τους εδράζεται στη σταθερότητα που
προσφέρουν οι τρεις ανεξάρτητοι πυλώνες.
Αν η μία εξουσία παρουσιάζει αστάθεια, οι υπόλοιπες,
μέσω της εύρυθμης λειτουργίας τους, εξασφαλίζουν την ομαλότητα που χρειάζεται η
πάσχουσα εξουσία για να επανέλθει.
Στη χώρα μας, όπως φαίνεται, πάσχουν και οι τρεις
εξουσίες, όπως πάσχουν και οι λοιποί θεσμοί (πολιτικοί και κοινωνικοί) και
αυτός είναι ένας σημαντικός λόγος για να είμαστε απαισιόδοξοι.
Πολύ περισσότερο, όταν η Δικαστική Εξουσία, ο
πυλώνας της Δικαιοσύνης, δεν δείχνει σημάδια ανάκαμψης.
Θα περίμενε κανείς τουλάχιστον οι παρεμβάσεις των
δικαστικών να συμβάλλουν στην έξοδο της χώρας από τη κρίση, αντί να αναμασούν
την αντιδυτική ρητορική της κυβέρνησης- όπως συνέβη με τη πρόσφατη ανακοίνωση
της Ένωσης Δικαστών και
Εισαγγελέων (06/02/2016). Θα μπορούσαν επί παραδείγματι να ζητούν επιμόνως
μεταρρυθμίσεις, ώστε η δικαιοσύνη να απονέμεται ταχύτερα.
Ας δεχθούμε όμως ότι το τελευταίο παράδειγμα αφορά
σε κλαδική συμπεριφορά, οπότε μάλλον ζητάμε πολλά εν καιρώ «απειλών» κατά των
συντεχνιακών κεκτημένων.
Είναι αναμενόμενο η Ένωση
Δικαστών και Εισαγγελέων να είναι το ίδιο εσωστρεφής και σε μεγάλο βαθμό
αδιάφορη για την υπόλοιπη κοινωνία, όσο και οποιοσδήποτε άλλος επαγγελματικός
κλάδος.
Πέρα από τη συντεχνιακή του έκφραση λοιπόν,
εστιάζουμε, όπως αναφέραμε και παραπάνω, στη
λειτουργικότητα και την αποτελεσματικότητα του φορέα και ενδιαφερόμαστε περισσότερο
για το γεγονός ότι ζούμε στη χώρα που εισαγγελείς διώκουν αυτεπαγγέλτως
επιστήμονες για το έργο τους (βλ. υπόθεση «Ρίχτερ») ή καθηγητές για την άποψή
τους, την ίδια περίοδο που χρειάζονται περισσότερο από ένα μήνα προκειμένου να
επέμβουν έναντι των αγροτικών μπλόκων, ώστε να αποκατασταθεί (έστω εν μέρει) η
κανονικότητα.
Σύμφωνα βέβαια με τη λαϊκή ρήση «Το ψάρι βρωμάει
από το κεφάλι», δεν θα μπορούσαμε να περιμένουμε τίποτα καλύτερο από τους
λειτουργούς εξωκυβερνητικών φορέων, αφ’ ης στιγμής στο τιμόνι της χώρας
βρίσκεται μία ανεπαρκής ηγεσία.
Αρκεί απλά να ασχοληθεί με κάποιον θεσμό η
κυβέρνηση, για να πληγεί το (πολλές φορές ήδη μειωμένο) κύρος του.
Τα κανάλια, με τις άδειές τους υπό κυβερνητικό
έλεγχο, έχουν ήδη χάσει την έξωθεν καλή μαρτυρία, προτού καν λειτουργήσουν, το
ΕΣΡ έχει απαξιωθεί και, ακόμα χειρότερα, στην βροχή τροπολογιών που ψηφίστηκε
προ ολίγων ημερών, απαγορεύτηκε η ανανέωση της θητείας των μελών των
ανεξάρτητων αρχών στο σύνολό τους- καθιστώντας τις τελευταίες πιο εύκολα «ελέγξιμες»
από την εκάστοτε κυβέρνηση.
Για τους κοινωνικούς θεσμούς δε, έχουμε τοποθετηθεί
αναλυτικά πολλάκις στο παρελθόν.
Οι θέσεις και οι αντιδράσεις τους είναι ο καθρέφτης
της κοινωνίας μας και μπορούν μονολεκτικά να χαρακτηριστούν επαρκώς ως
«παρωχημένες».
Εν ολίγοις, το θεσμικό πρόβλημα της χώρας είναι
τεράστιο και με τη παρούσα κυβέρνηση φαίνεται να χειροτερεύει.
Η λύση δεν βρίσκεται απλά στην εκλογή μίας νέας
κυβέρνησης.
Μία νέα κυβέρνηση μπορεί να σταματήσει τον κατήφορο
της χώρας, όμως δεν αρκεί για να αναζωογονηθεί η ελληνική κοινωνία.
Αυτό που χρειάζεται είναι μία γενναία, απαλλαγμένη
από αγκυλώσεις του παρελθόντος, συνταγματική αναθεώρηση.
Σε σημείο που να μπορεί να τεθεί ακόμα και, γιατί
όχι, πολιτειακό ζήτημα.
Ήδη τα επιχειρήματα που ακούγονται στο δημόσιο
διάλογο υπέρ της μετατροπής του συστήματός μας σε Προεδρικό είναι αξιόλογα.
Αλλά αυτό είναι θέμα για ένα μελλοντικό άρθρο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου