Από τη Θεσσαλονίκη
γράφει
ο Μιχάλης Δεμερτζής
Μετά και από τα αποτελέσματα των τελευταίων δημοσκοπήσεων στις ΗΠΑ, με τον Ντ. Τραμπ να προηγείται της Χ. Κλίντον, τα πράγματα, επισήμως πλέον, δεν πηγαίνουν καθόλου καλά.
Ο πολιτικός λόγος διεθνώς βουλιάζει στο λαϊκισμό, ο οποίος με τη σειρά του τρέφει τα κατώτερα ένστικτα της βολεμένης μεσαίας τάξης του δυτικού κόσμου.
Πιθανόν επειδή, όταν είσαι ώρες ατελείωτες χωμένος στο κινητό ή στον υπολογιστή στο γραφείο, οι φωνές ή οι καβγάδες μπορούν να είναι αναζωογονητικοί.
Αν δει κανείς το ρεπορτάζ στους
δρόμους του Κλίβελαντ, πριν το συνέδριο των Ρεπουμπλικανών, μπορεί να βγάλει χρήσιμα συμπεράσματα, αφού πρώτα φρίξει με τον φανατισμό επί της οθόνης.
Ο πυρήνας του εκλογικού κοινού του Τράμπ πιστεύει ότι η Χίλαρι πρέπει να μπει φυλακή, ότι δεν κάνουν οι γυναίκες για πρόεδροι, ότι οι Μεξικάνοι φταίνε περίπου για τα πάντα, ότι χρειάζεται ένας άντρας να κάνει την Αμερική και πάλι μεγάλη (τώρα είναι μικρή, δηλαδή...;) κ.α. Και αυτά ήταν τα μετριοπαθέστερα (μετά πάμε στη κατηγορία δηλώσεων τύπου «Ο Ομπάμα είναι τζιχαντιστής»).
Βλέποντας τη διάθεση για τσακωμό στα μάτια αρκετών, το μυαλό πηγαίνει ασυναίσθητα σε δηλώσεις πολιτών στις συγκεντρώσεις υπέρ του δημοψηφισματικού «Όχι», το καλοκαίρι του ’15, και σε απειλές κατά των «γερμανοτσολιάδων», με φράσεις όπως «ερχόμαστε, να φοβάστε».
Και στις δύο περιπτώσεις έχουμε το ίδιο φαινόμενο. Και, πάντα τηρουμένων των αναλογιών, το ίδιο και στη περίπτωση Brexit:
Αντισυστημισμό εκ του ασφαλούς. Ή αλλιώς «φωνάζουμε, επειδή μπορούμε».
Η αστική τάξη διαχρονικά διέπεται από ένα παράδοξο. Δεν αμφισβητεί ποτέ τις αξίες της, αλλά, όταν της δοθεί η αφορμή, αμφισβητεί τις αρχές του συστήματος που διαμορφώνει αυτές τις αξίες. Δεν θέλει να αλλάξει η καθημερινότητά της, αλλά θα ήθελε, γενικά και αόριστα, «να αλλάξουν τα πράγματα».
Αυτό είναι θεμιτό, στο μέτρο που αποζητά την πρόοδο και τη βελτίωση. Όμως, τις φορές που αισθάνεται ανασφάλεια, εξαντλεί τα όρια της δυνατότητάς της να καταδικάζει χωρίς να φέρει την ανάλογη ευθύνη.
Εν προκειμένω, στις μέρες των social media, το χόμπι της εύκολης κριτικής απέκτησε τη δυναμική συγκροτημένων ρευμάτων διαμαρτυρίας, μέχρι που αυτά μπήκαν στα κοινοβούλια και το αστείο άρχισε να γίνεται σοβαρό.
Στην Ελλάδα, το «μας ψεκάζουν» κυβερνάει και το «έρχονται οι ξένοι και μας παίρνουν τις δουλειές» είναι τρίτο κόμμα.
Ο αντισυστημισμός έχει πολλά ποδάρια.
Ελάχιστοι είναι πραγματικά κατά του συστήματος στην ολότητά του.
Κάποιοι είναι πολύ θυμωμένοι για κάτι, κάποιοι άλλοι φοβούνται το διαφορετικό, κάποιοι (πολλοί) νομίζουν ότι αδικούνται και δεν έχουν αδικήσει ποτέ, άλλοι απλά δεν νοιάζονται...
Κάπως έτσι συντίθεται το εκλογικό κοινό του Τραμπ.
Σε πρώτο επίπεδο εκφράζει την αντίδραση, ωστόσο, ουσιαστικά, εκφράζει την υποκρισία μας. Το γεγονός, δηλαδή, ότι συνασπιζόμαστε με άλλους επιλεκτικά αντισυστημικούς για να καταρρίψουμε το κατεστημένο, την ίδια στιγμή που αδιαφορούμε για το μέλλον.
Επειδή μπορούμε.
Επειδή το τί μέλλει γενέσθαι είναι το δύσκολο κομμάτι και η αντιπροσωπευτική, αστική Δημοκρατία μάς δίνει τη πολυτέλεια να το αγνοήσουμε, καθώς μας αφήνει στο απυρόβλητο ως προς τις ευθύνες μας.
Για αυτές, επιλέγουμε εκπροσώπους και, αν κάτι πάει στραβά, φταίνε εκείνοι. Φταίνε και άλλοι. Σε καμία περίπτωση εμείς πάντως.
Τώρα λοιπόν που οι οικονομίες τραντάζονται, είπαμε ένα περήφανο (και άσχετο) «Ε όχι, δεν θα μας κάνουν ό,τι θέλουν οι έχοντες και κατέχοντες».
Βέβαια, και πριν μας έκαναν ό,τι ήθελαν, αλλά εμείς τώρα το θυμηθήκαμε.
Εκπρόσωποι των «εχόντων» είναι οι «συστημικοί» (πολιτικοί, δημοσιογράφοι, αναλυτές) που μας λένε ότι το φάρμακο που πρέπει να καταπιούμε για να αντεπεξέλθουμε είναι πικρό.
Οπότε και επιλέξαμε τους «αντισυστημικούς», που μας εκφράζουν καλύτερα, αν και υποψιαζόμαστε ήδη πως στην πραγματικότητα είναι τυχοδιώκτες, γιατί αν ήταν όντως αντισυστημικοί δεν θα ήταν αναγνωρίσιμοι πολιτικοί (ναι, είναι τόσο απλό).
Ομού μετά των ντόπιων συστημικών φταίνε και οι κάθε λογής ξένοι και, σε τελική ανάλυση, φταίνε οι απανταχού πλούσιοι και ο καπιταλισμός.
Βασικά, αυτός ο καπιταλισμός φταίει για όλα. Είναι η αρχή του κακού.
Παλιότερα, το δημοφιλέστερο αντισυστημικό επιχείρημα ήταν ότι ο καπιταλισμός θέλει τον άνθρωπο σκλάβο, να ζει με τα βασικά, ίσα ίσα για να παράγει και να πλουτίζει το κεφάλαιο.
Όταν γεμίσαμε με τόσα αγαθά που κατάντησε γελοίο να υποστηρίζουμε κάτι τέτοιο, αποφασίσαμε ότι ο καπιταλισμός μάς γεμίζει αγαθά για να μας αποβλακώσει και να κάνουν οι «έχοντες και κατέχοντες» ό,τι θέλουν.
Οπότε, είμαστε εντάξει, καλύψαμε όλα τα ενδεχόμενα.
Και, αφού ηθικά το λύσαμε το θέμα, αφήνουμε το μέλλον μας σε «παιδιά του λαού» όπως ο Τραμπ, ο Τσίπρας ή ο Φάρατζ.
Μπορεί αυτοί να μην έχουν σχέδιο, έχουμε όμως εμείς αξιοπρέπεια.
Καλή μας τύχη.
γράφει
ο Μιχάλης Δεμερτζής
Μετά και από τα αποτελέσματα των τελευταίων δημοσκοπήσεων στις ΗΠΑ, με τον Ντ. Τραμπ να προηγείται της Χ. Κλίντον, τα πράγματα, επισήμως πλέον, δεν πηγαίνουν καθόλου καλά.
Ο πολιτικός λόγος διεθνώς βουλιάζει στο λαϊκισμό, ο οποίος με τη σειρά του τρέφει τα κατώτερα ένστικτα της βολεμένης μεσαίας τάξης του δυτικού κόσμου.
Πιθανόν επειδή, όταν είσαι ώρες ατελείωτες χωμένος στο κινητό ή στον υπολογιστή στο γραφείο, οι φωνές ή οι καβγάδες μπορούν να είναι αναζωογονητικοί.
Αν δει κανείς το ρεπορτάζ στους
δρόμους του Κλίβελαντ, πριν το συνέδριο των Ρεπουμπλικανών, μπορεί να βγάλει χρήσιμα συμπεράσματα, αφού πρώτα φρίξει με τον φανατισμό επί της οθόνης.
Ο πυρήνας του εκλογικού κοινού του Τράμπ πιστεύει ότι η Χίλαρι πρέπει να μπει φυλακή, ότι δεν κάνουν οι γυναίκες για πρόεδροι, ότι οι Μεξικάνοι φταίνε περίπου για τα πάντα, ότι χρειάζεται ένας άντρας να κάνει την Αμερική και πάλι μεγάλη (τώρα είναι μικρή, δηλαδή...;) κ.α. Και αυτά ήταν τα μετριοπαθέστερα (μετά πάμε στη κατηγορία δηλώσεων τύπου «Ο Ομπάμα είναι τζιχαντιστής»).
Βλέποντας τη διάθεση για τσακωμό στα μάτια αρκετών, το μυαλό πηγαίνει ασυναίσθητα σε δηλώσεις πολιτών στις συγκεντρώσεις υπέρ του δημοψηφισματικού «Όχι», το καλοκαίρι του ’15, και σε απειλές κατά των «γερμανοτσολιάδων», με φράσεις όπως «ερχόμαστε, να φοβάστε».
Και στις δύο περιπτώσεις έχουμε το ίδιο φαινόμενο. Και, πάντα τηρουμένων των αναλογιών, το ίδιο και στη περίπτωση Brexit:
Αντισυστημισμό εκ του ασφαλούς. Ή αλλιώς «φωνάζουμε, επειδή μπορούμε».
Η αστική τάξη διαχρονικά διέπεται από ένα παράδοξο. Δεν αμφισβητεί ποτέ τις αξίες της, αλλά, όταν της δοθεί η αφορμή, αμφισβητεί τις αρχές του συστήματος που διαμορφώνει αυτές τις αξίες. Δεν θέλει να αλλάξει η καθημερινότητά της, αλλά θα ήθελε, γενικά και αόριστα, «να αλλάξουν τα πράγματα».
Αυτό είναι θεμιτό, στο μέτρο που αποζητά την πρόοδο και τη βελτίωση. Όμως, τις φορές που αισθάνεται ανασφάλεια, εξαντλεί τα όρια της δυνατότητάς της να καταδικάζει χωρίς να φέρει την ανάλογη ευθύνη.
Εν προκειμένω, στις μέρες των social media, το χόμπι της εύκολης κριτικής απέκτησε τη δυναμική συγκροτημένων ρευμάτων διαμαρτυρίας, μέχρι που αυτά μπήκαν στα κοινοβούλια και το αστείο άρχισε να γίνεται σοβαρό.
Στην Ελλάδα, το «μας ψεκάζουν» κυβερνάει και το «έρχονται οι ξένοι και μας παίρνουν τις δουλειές» είναι τρίτο κόμμα.
Ο αντισυστημισμός έχει πολλά ποδάρια.
Ελάχιστοι είναι πραγματικά κατά του συστήματος στην ολότητά του.
Κάποιοι είναι πολύ θυμωμένοι για κάτι, κάποιοι άλλοι φοβούνται το διαφορετικό, κάποιοι (πολλοί) νομίζουν ότι αδικούνται και δεν έχουν αδικήσει ποτέ, άλλοι απλά δεν νοιάζονται...
Κάπως έτσι συντίθεται το εκλογικό κοινό του Τραμπ.
Σε πρώτο επίπεδο εκφράζει την αντίδραση, ωστόσο, ουσιαστικά, εκφράζει την υποκρισία μας. Το γεγονός, δηλαδή, ότι συνασπιζόμαστε με άλλους επιλεκτικά αντισυστημικούς για να καταρρίψουμε το κατεστημένο, την ίδια στιγμή που αδιαφορούμε για το μέλλον.
Επειδή μπορούμε.
Επειδή το τί μέλλει γενέσθαι είναι το δύσκολο κομμάτι και η αντιπροσωπευτική, αστική Δημοκρατία μάς δίνει τη πολυτέλεια να το αγνοήσουμε, καθώς μας αφήνει στο απυρόβλητο ως προς τις ευθύνες μας.
Για αυτές, επιλέγουμε εκπροσώπους και, αν κάτι πάει στραβά, φταίνε εκείνοι. Φταίνε και άλλοι. Σε καμία περίπτωση εμείς πάντως.
Τώρα λοιπόν που οι οικονομίες τραντάζονται, είπαμε ένα περήφανο (και άσχετο) «Ε όχι, δεν θα μας κάνουν ό,τι θέλουν οι έχοντες και κατέχοντες».
Βέβαια, και πριν μας έκαναν ό,τι ήθελαν, αλλά εμείς τώρα το θυμηθήκαμε.
Εκπρόσωποι των «εχόντων» είναι οι «συστημικοί» (πολιτικοί, δημοσιογράφοι, αναλυτές) που μας λένε ότι το φάρμακο που πρέπει να καταπιούμε για να αντεπεξέλθουμε είναι πικρό.
Οπότε και επιλέξαμε τους «αντισυστημικούς», που μας εκφράζουν καλύτερα, αν και υποψιαζόμαστε ήδη πως στην πραγματικότητα είναι τυχοδιώκτες, γιατί αν ήταν όντως αντισυστημικοί δεν θα ήταν αναγνωρίσιμοι πολιτικοί (ναι, είναι τόσο απλό).
Ομού μετά των ντόπιων συστημικών φταίνε και οι κάθε λογής ξένοι και, σε τελική ανάλυση, φταίνε οι απανταχού πλούσιοι και ο καπιταλισμός.
Βασικά, αυτός ο καπιταλισμός φταίει για όλα. Είναι η αρχή του κακού.
Παλιότερα, το δημοφιλέστερο αντισυστημικό επιχείρημα ήταν ότι ο καπιταλισμός θέλει τον άνθρωπο σκλάβο, να ζει με τα βασικά, ίσα ίσα για να παράγει και να πλουτίζει το κεφάλαιο.
Όταν γεμίσαμε με τόσα αγαθά που κατάντησε γελοίο να υποστηρίζουμε κάτι τέτοιο, αποφασίσαμε ότι ο καπιταλισμός μάς γεμίζει αγαθά για να μας αποβλακώσει και να κάνουν οι «έχοντες και κατέχοντες» ό,τι θέλουν.
Οπότε, είμαστε εντάξει, καλύψαμε όλα τα ενδεχόμενα.
Και, αφού ηθικά το λύσαμε το θέμα, αφήνουμε το μέλλον μας σε «παιδιά του λαού» όπως ο Τραμπ, ο Τσίπρας ή ο Φάρατζ.
Μπορεί αυτοί να μην έχουν σχέδιο, έχουμε όμως εμείς αξιοπρέπεια.
Καλή μας τύχη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου