Γράφει ο Νίκος Γ. Σακελλαρόπουλος
Με ποδοσφαιρικό άρωμα η σημερινή αρθρογραφία μας.
Έτσι, για να θυμηθούμε τις δημοσιογραφικές μας καταβολές.
Μουντιάλ γαρ!
Βλέπετε δεν είναι μικρό πράγμα το γεγονός ότι η εθνική μας ομάδα βρίσκεται πέμπτη συνεχή φορά στους τελικούς μιας ευρωπαϊκής ή παγκόσμιας διοργάνωσης.
Είχαν προηγηθεί οι μαγικές στιγμές της Πορτογαλίας, τα Euro του 2008 και του 2012, αλλά και το Μουντιάλ της Αφρικής, που είχαν κάνει μακρινή ανάμνηση τις σποραδικές και μάλλον ευκαιριακές συμμετοχές στο Εuro της Ιταλίας και το Μουντιάλ των ΗΠΑ.
Δεν είμαι εξ εκείνων που θα κάνουν λόγο για την εθνική ψυχή ή για άλλα φληναφήματα που ακούγονται τις τελευταίες ημέρες.
Δεν είμαι εξ εκείνων που θα κάνουν λόγο για το εθνικό πάθος κι άλλα παρόμοια.
Δεν είμαι ούτε εκ εκείνων που πιστεύουν ότι μια ποδοσφαιρική επιτυχία θα αναγκάσει σε λίγο καιρό «όλους αυτούς που μας πίκραναν να βλέπουν την πλάτη μας», όπως δήλωσε ο υπουργός Πολιτισμού.
Αστεία πράγματα.
Έχοντας ζήσει εκ του σύνεγγυς –λόγω ιδιότητας τότε- την πορεία προς και το Euro του 2004, ας μου επιτραπεί να καταθέσω κάποιες σκέψεις.
Η εθνική μας ομάδα δεν έγινε ξαφνικά μεγάλη.
Έχω την γνώμη ότι δεν είναι καν μεγάλη.
Είναι, όμως, αισθητά καλύτερη από τις ισοδύναμές της ομάδες.
Το εκμεταλλεύεται στο έπακρο και προχωρά.
Κι αυτό έχει τις εξηγήσεις του.
Η εθνική μας ομάδα, τα τελευταία 10-12 χρόνια, ευτύχησε να έχει στις τάξεις της ποδοσφαιριστές με προσωπικότητα, ισχυρό πνευματικό status, πείρα και διεθνείς παραστάσεις.
Κι επιπλέον, δυο προπονητές που χωρίς να έχουν τις σημαντικές περγαμηνές, κατάφεραν και δημιούργησαν τις προϋποθέσεις που πρέπει να έχει μια κοινότητα για να πάει μπροστά.
Ο Ρεχάγκελ, αν όσα έκανε στην εθνική ομάδα, τα έκανε σε κάποιον σύλλογο, είναι βέβαιο ότι θα είχε πάει σπίτι του από τις πρώτες ημέρες.
Όμως, ουδείς μπορεί να του αρνηθεί, ότι δημιούργησε το πνεύμα της εθνικής.
Το πνεύμα της ομάδας, της κοινότητας.
Το πνεύμα προσπάθειας. Της μάχης μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο.
Την αντίληψη της συμπόρευσης ποδιών, ψυχής, επιστημονικής βοήθειας και οργάνωσης.
Ο Σάντος, ίσως ο πιο συντηρητικός προπονητής του κόσμου, κατάφερε και διατήρησε αυτό το πνεύμα.
Χωρίς μεγαλοστομίες και φανφάρες, που τόσο πολύ αρέσουν στον λαό μας.
Θα πρέπει να σκεφτούμε και να καταθέσουμε προς συζήτηση και κάτι ακόμη.
Το ελληνικό ποδόσφαιρο πάντα διέθετε ταλέντο.
Πάντα διέθετε ποδοσφαιριστές που δεν είχαν να ζηλέψουν τίποτα από ξένους συναδέλφους τους.
Είχαν όμως, δυο σοβαρά μειονεκτήματα.
Στερούνταν διεθνών παραστάσεων και οργάνωσης.
Μόλις αυτά εξέλιπαν, εθνική ομάδα και διεθνείς ποδοσφαιριστές, πήραν τη θέση τους ανάμεσα στους ισχυρούς του πλανήτη.
Κι είναι πράγματι οξύμωρο να μην έχουν περάσει τα διεθνή σύνορα, σε εθνικό επίπεδο, ένας Δομάζος, ένας Παπαϊωάννου, ένας Κούδας, ένας Σιδέρης, ένας Αντωνιάδης, ένας Οικονομόπουλος, ένας Κελεσίδης, ένας Σαραβάκος κι άλλοι ποδοσφαιρικοί «κολοσσοί» κι από την άλλη να έχουν στεφθεί πρωταθλητές Ευρώπης ή να βρίσκονται συνεχώς στις μεγάλες διοργανώσεις, ποδοσφαιριστές με σαφώς λιγότερο ταλέντο.
Ποια είναι η διαφορά;
Στο ότι οι σημερινοί ποδοσφαιριστές έχουν παραστάσεις.
Θυμάμαι, όταν είχαμε πάει στο Μουντιάλ των ΗΠΑ, οι δικοί μας ποδοσφαιριστές έβλεπαν για πρώτη φορά απέναντί τους τις τεράστιες φυσιογνωμίες, που μέχρι τότε τις έβλεπαν μόνο στην τηλεόραση.
Μοιραία, τους αντιμετώπιζαν με …δέος.
Κάποιοι, μάλιστα, πήγαιναν και…ζητούσαν αυτόγραφα!
Σήμερα, όλοι παίζουν σε υψηλό επίπεδο, κάποιοι σε κορυφαίες ευρωπαϊκές ομάδες.
Βρίσκονται καθημερινά αντιμέτωποι με ποδοσφαιριστές που η ποδοσφαιρική τους αξία αποτιμάται σε πολλά εκατομμύρια και η φήμη τους φτάνει σε άλλους γαλαξίες.
Ουδείς διανοείται να τρέξει να τους ζητήσει αυτόγραφο.
Ουδείς τους αντιμετωπίζει με δέος.
Ουδείς πλέον μπαίνει στο γήπεδο για να κάνει μια….τιμητική ήττα!
Ουδείς αισθάνεται ότι έχει απέναντί του κάποιον με εξωπραγματικές ικανότητες.
Κι όλα έχουν πάρει τον δρόμο τους.
Προσοχή, όμως.
Μόνο σε επίπεδο εθνικής ομάδας.
Γιατί, σε όλα τα άλλα, εξακολουθούμε να ταλαιπωρούμαστε από την εγχώρια τσαπατσουλιά, τα συμφέροντα και τους σκοτεινούς δρόμους που επιμένουν κάποιοι να πορεύονται.
Το ελληνικό ποδόσφαιρο εξακολουθεί να πληγώνεται από συμπεριφορές παραγόντων, διαιτητών και οπαδικής αλητείας.
Από τα κουσούρια και τις παθογένειες.
Από μιζέρια και θολούρα.
Με δεκάδες παράγοντες να βρίσκονται ακόμη μπλεγμένοι με την ποινική Δικαιοσύνη για την περίφημη χειραγώγηση αγώνων.
Τα οποία δεν καταφέραμε να εξοστρακίσουμε από την καθημερινότητα, ακόμη κι όταν στεφθήκαμε πρωταθλητές Ευρώπης.
Αν, λοιπόν, από το 2004, χάθηκε μια μεγάλη ευκαιρία για ν’ αλλάξει το ελληνικό ποδόσφαιρο, ας μην αφήσουμε να χαθεί κι άλλη.
Ας φροντίσουμε να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις για να μπορεί ένας γονιός να παίρνει το παιδί του και να το πηγαίνει στο γήπεδο.
Ας φροντίσουμε να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις για να μπορώ εγώ (το αναφέρω σχηματικά) να μπορώ να παρακολουθήσω ένα παιγνίδι Παναθηναϊκού –Ολυμπιακού, με έναν φίλο μου που έχει «κόκκινα» αθλητικά συναισθήματα.
Όπως, δηλαδή, γίνεται στα παιγνίδια της εθνικής.
Ας φροντίσουμε αντί λασπώδης βιότοπος λίγων, να καταστεί και το ελληνικό πρωτάθλημα, λαμπερό περιβάλλον για τους πραγματικούς εραστές της μπάλας….
Μπράβο Ορέστη, μπράβο Βασίλη, μπράβο Χοσέ, μπράβο Σωκράτη, μπράβο Δημήτρηδες, μπράβο Γιώργηδες, Κώστα, μπράβο σε όλους….
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου