Παρασκευή 15 Ιανουαρίου 2016

ΕΥΑερα: Η εκδίκηση της «χαμένης» μου ψήφου...


Γράφει
η Εύα Τσαροπούλου

Τέσσερα παιδιά είχε ο παππούς μου, ο Κώστας.
Δυο αγόρια και δυο κορίτσια, τότε, στην Κρήτη.
Τα μεγάλωνε δύσκολα, ήταν άλλες τότε οι εποχές. 

Ο παππούς σχεδίαζε παπούτσια· δεν ήτονε τσαγκάρης, ήτονε σχεδιαστής παπουτσιών, ένα επάγγελμα που χάθηκε με τον καιρό, το φάγανε οι μηχανές και τα μεγάλα εργοστάσια, το εξαφάνισε η πρόοδος.
Δεν βαριέσαι…

Οι κόρες του, ρούχα μπορεί να μην είχανε πάντα καινούργια, αλλά τα γοβάκια τους ήταν φημισμένα σ’ όλο το Ηράκλειο! 
Όμορφα, κομψά και
πάντα μοντέρνα! Η τελευταία λέξη της μόδας!
Είχε γούστο ο άτιμος, ο παππούς!
Με το ψαθάκι του, την ωραία Ελένη για γυναίκα του, το θεωρείο του στο θέατρο, τίποτα δεν γίνεται τυχαία! 
Βλέπεις, η ομορφιά, το γούστο και η καλαισθησία είναι αξίες ανεκτίμητες και ως τέτοιες, δεν χρειάζεται να έχεις λεφτά για να τις αποκτήσεις....

Μια μέρα, ο παππούς μάζεψε τη φαμελιά του και την έφερε στην Αθήνα, αναζητώντας μια καλύτερη τύχη. Στην Κρήτη, δουλειά πια δεν υπήρχε γι’ αυτόν.
Άνοιξε το μικρό του σχεδιαστήριο, σε μία τρύπα, στο κενό που σχηματιζόταν πίσω από μία σκάλα, στην οδό Ευριπίδου.
Ίσα χωρούσε την καρέγλα του και το μικρό του πάγκο. 
Εκεί είναι ακόμα η σκάλα, ένα γκρεμίδι στο τίποτα.
Μια σκάλα, μία πόρτα που τη δένει μια χοντρή αλυσίδα κι ένα ερείπιο, αυτά είναι όλα όλα, όσα απέμειναν απ’ τη γωνιά του παππούλη μου.
Αυτά και οι θύμησες στο μυαλό μου...

Τέσσερα τα παιδιά και δύσκολο να πάνε στο σχολειό.
Εκείνα τα χρόνια, την πλήρωνες τη Γνώση.
Γι’ αυτό ήτανε μόνο για λίγους. Για εκείνους που την άντεχαν. Για τους τυχερούς... 
Η μαμά μου, πιο μεγάλη απ’ τ’ άλλα αδέλφια, τα κατάφερε και τελείωσε όλο το σχολείο, πρόλαβε όταν οι εποχές ήταν ακόμα σχετικά καλές.
 Ήθελε να πάει και παραπέρα, να γίνει νηπιαγωγός, αλλά οι αντοχές του παππού σώνονταν, έπρεπε το κορίτσι του να πάει να δουλέψει.
Οπότε, ζώστηκε το ζυγό της καθημερινότητας κι οι σπουδές έγιναν όνειρο – κουκίδα στον ορίζοντα το μακρινό.

Η δεύτερη κόρη ήταν διαόλι μονάχο!
Το «όχι» δεν ήταν κάτι που το δεχόταν εύκολα.
Ο παππούς της είπε πως ήταν ακριβό το γυμνάσιο και πως θα την άφηνε να πάει μόνο αν κατάφερνε να περάσει στις εξετάσεις.
Της το είπε Παρασκευή και τη Δευτέρα έδινε, έτσι για να σιγουρέψει ο παππούς, πως δεν θα τα κατάφερνε.
Αλλά λίγο που την ήξερε!
Ένα Σαββατοκύριακο κλείστηκε το σαμιαμίδι και πήγε και πέρασε απ’ τους πρώτους στο γυμνάσιο.
Πώς να μην την στείλει μετά ο έρμος ο παππούς, που δεν τους χάλαγε και χατίρι; Έσφιξε το ζωνάρι του από παντού, αλλά την έστειλε!

Ο Βενιαμίν της οικογένειας ήτανε ζωηρός πολύ!
Νευρικός, δεν σήκωνε πολλά πολλά στο σπαθί του, δεν τα ήθελε και τα γράμματα, πήγε κι έμαθε τέχνη κι έτσι απαλλάχτηκε ο παππούς απ’ την έννοια του.

Μόνο εκείνος ο μεσαίος, ο πιο άξιος απ’ όλους, δούλευε από μικρός κι έτσι κατάφερε να τελειώσει όλο το σχολείο, το πήγε μέχρι τέλος-τέλος!
Αδυνατούλης, καχεκτικός, αρρωστιάρης· η γιαγιά μου έλεγε πως μωρό τον ετύλιγε στα μπαμπάκια για να γλιτώσει απ’ τις πνευμονίες (τόσο μικρούλης ήτονε).
Έζησε ένας Θεός ξέρει με τίνος την τύχη ή την ευχή.
Ετούτος ο μικρούλης λοιπόν, έκανε όλες τις δουλειές που μπορεί να κάνει ένας πιτσιρικάς και το βράδυ πήγαινε σχολειό.
Μεγάλωσε κι έγινε ο «άντρας» της οικογένειας και πρόκοψε κι αξίωσε...
Τη Γνώση του μόνος του την κέρδισε.
Με κοντά παντελόνια, ένα κομμάτι ψωμί στο ένα χέρι, μια πλάκα κι ένα κονδύλι στο άλλο, έτσι προχώρησε κι έφτιαξε τη ζωή του…

Δύσκολα εκείνα τα χρόνια, μα σάμπως να έφτιαχναν καλύτερους ανθρώπους...

Μετά ήρθαν τα άλλα, τα πιο εύκολα.
Εκείνα τα χρόνια που ήταν πιο απλά για όλους, όχι μόνο για τους τυχερούς.
Η Γνώση δεν πουλιόταν πια, χαριζόταν ·αυτό ήταν μεγάλη υπόθεση, γιατί μπορούσαν όλοι να την κατακτήσουν, δεν υπήρχαν πια δικαιολογίες για την απαιδευσιά μας…

Αυτή η απουσία δικαιολογίας είναι που σήμερα μας κάνει ακόμα πιο ασυγχώρητους για τις επιλογές που κάνουμε, αν με ρωτάς…

Αλλάξανε και ξαναλλάξανε τα πράγματα.
Η ιστορία πήρε το δρόμο της και να που χθες, ήρθανε πάλι εκείνα τα χρόνια τα παλιά, σαν ένα φάντασμα που ξύπνησε και ζητά να μας στοιχειώσει τη ζωή…

Διόδια στη Γνώση, είπανε!
Μάλιστα, ακούστηκε από εκεί που δεν το περίμενες.
Απ’ αυτούς που φώναζαν κάποτε πως η Παιδεία πρέπει να είναι δωρεάν, γιατί είναι δικαίωμα του κάθε ανθρώπου.
Από εκείνους που αγωνίστηκαν μια βολά, κάτω απ’ το σύνθημα «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία», υποστηρίζοντας πως τούτα τα τρία φτάνουνε για να ζήσει ο άνθρωπος ζωή που του αξίζει. 
Μια ζωή γεμάτη αξιοπρέπεια…

Αυτό που για τον παππού μου ήτονε μπρος γκρεμνός και πίσω ρέμα, χθες το βαφτίσανε «επιλογή». Το κάνανε «πρόταση» και το είπανε και στα σοβαρά και λόγον τιμής… 

Καημένα μου συνθήματα και τι ωραία που δείχνατε πάνω στα πλακάτ!
Τι κρίμα που σας ξεκρέμασαν, σας άδειασαν απότομα...

Τι καλά που εδώ και χρόνια δεν ζει ο παππούς μου! Δεν τα πρόλαβε τούτα να.

Εγώ, το εγγόνι του, βρέθηκα φέτος, για πρώτη φορά, αντιμέτωπη με τη δυστυχία του να χρειαστεί να επιλέξω ποιον να ψηφίσω.
Είχα να διαλέξω ανάμεσα σε μία «σχετική ασφάλεια», που δεν με έπειθε με τίποτα και σε μία "παράδοση" που παραδοσιακά, ήταν τελείως ξένη από μένα.
Όπως και να έχει, φούρλες θα έκανε ο παππούς κάτω απ' τις μπιγκόνιες, αν το ήξερε τούτο!

Με μία κυβέρνηση που, από τον Ιανουάριο μέχρι τον Σεπτέμβριο είχε κερδίσει επαξίως ένα καθαρό «δεκάρι» στην ενόργανη γυμναστική, το οποίο θα έκανε και την Κομανέτσι κίτρινη απ' τη ντροπή της, με τα ψηφοδέλτια των άλλων κομμάτων άδεια από πρόσωπα που να μπορώ να εμπιστευτώ… επέλεξα τελικώς, ένα μικρό κόμμα, που δύσκολα θα έμπαινε στη Βουλή, όπως φαινόταν. 

Το έκανα για τη συνείδησή μου.
Για τον προσωπικό μου καθρέφτη, εκείνον που έχω και κοιτάζομαι πριν πέσω για ύπνο, κάθε βράδυ. Εκείνον που σε φτύνει, αν δεν τα κάνεις όλα καλά.
Ήθελα, βλέπεις, να μην υποκύψω στην ολοένα και πιο ενισχυμένη άποψη πως η ελπίδα μόνο τελευταία δεν πεθαίνει…
Ήθελα να κοιμηθώ ήσυχη, ήρεμη πως εγώ δεν τα παράτησα, χωρίς να δώσω μία ακόμα ευκαιρία.
Τι θα έλεγα και στον παππού;

Όλοι τότε μου είπανε πως η ψήφος μου ήτονε απλώς «χαμένη».

Κι έτσι μάλλον ήτονε, μέχρι σήμερα.

Μέχρι σήμερα, που η δική μου «χαμένη» ψήφος, με τούτα τα καινούργια, τα διόδια στη Γνώση, ξάφνου σαν να πήρε την εκδίκησή της.

Πόσο δυστυχισμένοι πρέπει να νιώθουν τώρα, όλοι εκείνοι που νόμιζαν πως αυτή τους η επιλογή θα τους στοίχιζε φθηνότερα απ’ όλα τα άλλα χρόνια;
Εκείνοι που μπορούν να νιώθουν ακόμα; Να φυτρώνει λίγη τσίπα πάνω τους;
Δεν ήξεραν άραγε, δεν τους το ψιθύρισε κανείς, πως «το φτηνό κρέας, τα σκυλιά το τρώνε»;

Άπειρες οι κωλοτούμπες τόσο καιρό, αλλά με τούτη την τελευταία στον αέρα, χωρίς δίχτυ προστασίας για κανέναν μας, κείνη η «χαμένη» μου ψήφος με προστάτευσε απ’ το να νιώσω καραγκιοζάκος, σε μια σκηνή δίχως θεατές…

Αναρωτιέμαι, πόσοι απ’ αυτούς που τότε μου την είχανε για πεταμένη, μπορούν σήμερα να αποποιηθούν το ρόλο του Καραγκιόζη;
Να σηκώσουν το μπερντέ και να κοιτάξουν κατάματα όλους τους υπόλοιπους;

Παλιά τους αμαρτία, καινούργια τους ντροπή…

Αν υπάρχει εκδίκηση, η «χαμένη» μου ψήφος την πήρε! Εκδικήθηκε για μένα.
Για τον παππού μου. Εκδικήθηκε για την εποχή…

Για τις λαθεμένες επιλογές, που συνεχίζουν να έρχονται σαν τα τσουνάμια, αφήνοντας τους ανθρώπους απροστάτευτους απ’ τα ψηλά κύματα, να πνίγονται στα δικά τους «θέλω».
Να πνίγονται αυτοί, ναι, δική τους η ευθύνη, αλλά να πνίγουν και τα παιδιά τους; Γιατί;

Η «χαμένη» μου ψήφος πήρε σήμερα το αίμα μου πίσω!
Μπορώ να κοιτάζω κατάματα την κόρη μου, χωρίς να νιώθω ότι είμαι μέρος όλων τούτων των άλογων που συμβαίνουν.
Στα λίγα ή τα πολλά που της λείπουν, τουλάχιστον δεν στερήθηκε από δικό μου χέρι, την ευκαιρία της στη Γνώση.
Ας πάρει άλλος αυτή την ευθύνη κι όλοι οι άλλοι την πιο μεγάλη· ότι δεν τον σταματήσανε όταν έπρεπε!

Ποιο το όφελος όμως;
Σάμπως νιώθω περήφανη που μπορώ να κορδώνομαι για καλύτερη κι ας είμαι; Μπα...
Βλέπεις, τα λάθη μετρούνται συλλογικά κι η ιστορία που τα καταγράφει δεν μπορεί να θυμάται πως εγώ δεν ήμουν εκεί όταν γίνονταν.
Η ευθύνη μοιράζεται σε όλους.
Κι εγώ, να πούμε και του στραβού το δίκιο, δεν είχα ποτέ πρόβλημα με την ανάληψη ευθύνης, πολλές φορές τη σήκωσα κι ας μην ήταν στ’ αλήθεια όλη δική μου…

Όσο κι αν σήμερα η χαμένη μου ψήφος εκδικήθηκε, το αύριο ήδη είναι μπροστά μας και δεν περιμένει.
Δεν συγχωρεί.

Κείνο που εγώ καταλαβαίνω, άργησα μα τα κατάφερα -θα τό ’λεγε κι ο παππούς, αν ήταν δίπλα μου ακόμα- είναι πως όσο κλείνουμε την πόρτα στα λάθη που κάνουμε, τόσο αφήνουμε την αλήθεια απ’ έξω…

Για σήμερα
Sara Bareilles και "Gravity"...


2 σχόλια: