Παρασκευή 8 Ιανουαρίου 2016

ΕΥΑερα: «Στην αγορά του Αλ Χαλίλι...πωλείται γυναίκα, σε τιμή όσο όσο»...

Γράφει
η Εύα Τσαροπούλου

Είναι λέει, η Σάρα.
Που δεν τη λένε Σάρα στ’ αλήθεια, αλλά τη βάφτισαν έτσι για να μπορούν να μιλάνε γι’ αυτήν, χωρίς να προδώσουν το αληθινό της όνομα και να θέσουν σε κίνδυνο τη ζωή της.
Τη ζωή της!
 Ό,τι απέμεινε απ’ αυτήν δηλαδή…

Ένα κορίτσι 15 χρονών, μια χριστιανή από το Ιράκ, που κατάφερε να γλιτώσει από τα χέρια του γέρου, τριχωτού και βρωμιάρη ιδιοκτήτη-άντρα της, μια Παρασκευή που αυτός είχε πάει να προσευχηθεί στο τζαμί!

Να προσευχηθεί! Αυτός, ο σιχαμένος γέρος, που
αγόρασε για 86 δολάρια το φτωχό κορμάκι μιας πιτσιρίκας κι αφού έβγαλε με τη βία πάνω του όλα του τα βασικά ένστικτα, ως νόμιμος σύζυγος-κάτοχος, μετά τη χτυπούσε, της έδινε φαγητό κάθε δύο μέρες και της τραβούσε το αίμα με μεγάλες σύριγγες, για να είναι αδύναμη και να μην μπορεί να του φέρει αντίσταση! 

Στα μεσοδιαστήματα απ’ το ξύλο, το βιασμό ή την αφαίμαξη, την υποχρέωνε να βλέπει βίντεο με τα κομμένα κεφάλια των συγχωριανών της μέσα σε κατσαρόλες ή σε φούρνους και τη ρωτούσε ειρωνικά αν ήξερε αυτόν ή πώς τον λένε τον άλλον!
Της έδειχνε τα ανοιγμένα τους μάτια, για να πάρει μία γεύση απ’ το τι την περίμενε έτσι και τολμούσε να τον παρακούσει!

Αυτός ο σιχαμένος γέρος πήγε λέει, να εκδηλώσει την Πίστη του!
Να λατρέψει το Θεό του!
Αυτόν τον ίδιο, άκαρδο Θεό, που μια μέρα έστειλε τους τζιχαντιστές– πιστούς του στο χωριό της Σάρας, τους έβαλε να σκοτώσουν -στο όνομά του- όλους τους «άπιστους» άντρες και να πουλήσουν όλες τις γυναίκες, μαζί και τη Σάρα, στο σκλαβοπάζαρο. 

Τις είχαν γυμνές, σαν εκθέματα και περνούσαν από πάνω τους, στην κυριολεξία, οργώνοντας τα σώματά τους, ψάχνοντας να βρούνε την πιο… τιμημένη!

Όσες απ’ αυτές ήταν πιο μεγάλες, παντρεμένες ήδη, άρα με την "τιμή" τους από χρόνια χαμένη, τις υπέβαλλαν σε χειρουργικές επεμβάσεις, για να αποκατασταθεί η παρθενία τους, διότι βλέπεις, μόνο ως παρθένες άξιζαν να πουληθούν!
Υπήρξε γυναίκα που την πούλησαν 20 φορές, οπότε τόσες ήταν και οι φορές που έραψαν ξανά και ξανά την "τιμή" της...

Σε ένα «κράτος» που έχει θεσμοθετήσει τη σεξουαλική βία και την αγριότητα κατά των γυναικών, ως κεντρικό σημείο της ιδεολογίας του και των επιχειρήσεών του, χρησιμοποιώντας την ως τακτική τρομοκρατίας, τα πράγματα είναι πολύ οργανωμένα· υπάρχει "τιμή", υπάρχει και τιμοκατάλογος που την ορίζει!

43 δολάρια, λέει, για γυναίκες μεταξύ 40 και 50 ετών, άχρηστο εμπόρευμα βλέπεις, μόνο για δουλειές…
75 δολάρια, λέει, αν είναι από 30 έως 40, οριακά δηλαδή για να τεκνοποιήσουν τη νέα γενιά «πιστών»…
86 δολάρια, λέει, από τα 15 μέχρι τα 30, πιο εύκολο να είναι «γόνιμες»…
130 δολάρια, λέει, από τα 10 μέχρι τα 15, οι «τυχερές» παρθένες!
172 δολάρια, λέει, αν είναι από ενός έως δέκα χρόνων! Διότι είναι πολύ φυσικό και σύνηθες, βλέπεις, να παντρεύονται κορίτσια από 5 έως 9 χρόνων και είναι και «αξία ανεκτίμητη»…

Κάθε πελάτης μπορεί να αγοράσει μέχρι τρία «αντικείμενα», όπως αναφέρονται οι γυναίκες αυτές στα επίσημα έγγραφα που τις συνοδεύουν, ενώ οι "καλοί" πελάτες από την Τουρκία, τη Συρία ή τις χώρες του Κόλπου δεν έχουν περιορισμό στα… τεμάχια!

Όχι, η Σάρα δεν ήταν αχάριστη!
Μπορούσε να ευχαριστεί αυτόν τον συγκεκριμένο Θεό, που δεν είναι ο δικός της, που για να τον ασπαστεί με το ζόρι, τη βίαζαν πέντε διαφορετικοί άντρες, κάθε μέρα απ' αυτές που έμεινε στο σκλαβοπάζαρο και στο τέλος, την έραψαν για να τη μοσχοπουλήσουν.
Ω, ναι, μπορούσε να τον ευχαριστεί, αφού εκείνος τουλάχιστον έκανε κάτι για εκείνη, ενώ ο δικός της όχι, γιατί έγινε αφορμή να φύγει ο βρωμερός και σιχαμένος γέρος ιδιοκτήτης της απ’ το σπίτι κι έτσι κατάφερε να διαφύγει και να φτάσει εξαθλιωμένη τελικά στη Δύση, στον «πολιτισμό», όπου σήμερα ζει κρυμμένη και ασφαλής, σε μία γωνιά.
Εκεί μπορεί τουλάχιστον, ανενόχλητη, να κάτσει αθέατη και να γλύψει τις πληγές της. 

Όσο να πεις, έχει μπροστά της μια ολόκληρη ζωή να επουλώσει τα τραύματα που στέκουν ανοιχτά στο σώμα της. 

Δεν ξέρω βέβαια πόση ζωή της φτάνει για να κλείσουν εκείνα τα τραύματα που χάραξαν στην ψυχή της, η βαναυσότητα κι ο παραλογισμός, που κάποιοι τα βαφτίσανε Πίστη, γιατί έτσι τους συνέφερε...

Είναι λέει, η Ζαχρά και η Σάλμα.
Δύο μουσουλμάνες αδελφές απ ’το Μάντσεστερ, Σομαλές στην καταγωγή, που ταξίδεψαν ως τη Συρία για να ενταχθούν στις δυνάμεις του Χαλιφάτου.
Είναι και η Σάμρα και η Σαμπίνα, δύο Βόσνιες μουσουλμάνες φίλες, που ζούσαν στην Αυστρία. Εξαφανίστηκαν απ’ τα σπίτια τους τον περασμένο Απρίλιο, αφήνοντας σημειώματα που έλεγαν πως πάνε να πολεμήσουν στον Ιερό Πόλεμο.
Είναι και η Άκσα, Πακιστανή στην καταγωγή, που γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Γλασκώβη. Έφυγε κι αυτή, αφήνοντας πίσω της μόνο μια λέξη: Τζιχάντ…

Πόσο περίεργες είναι οι διαδρομές μας…

Σε τούτο το μεγάλο ταξίδι, η Σάρα και αρκετές άλλες «Σάρες», που ξέφυγαν κυνηγημένες, δεν συναντήθηκαν ποτέ τους με την Ζαχρά και τη Σάλμα, την Σάμπρα, τη Σαμπίνα και την Άκσα…

Δεν διασταυρώθηκαν οι δρόμοι τους, αλλά εκείνο που πιο πολύ μετράει, είναι που δεν διασταυρώθηκαν ποτέ οι ζωές τους, ώστε να καταφέρει να κατανοήσει η μια την άλλη…

Θα μου πεις, ούτε κι εγώ συναντήθηκα ποτέ μαζί τους.
Δεν γνώρισα ποτέ καμία Σάρα, αλλά δεν χρειάζεται να τη γνωρίσω, για να νιώσω φρίκη και αποτροπιασμό για όσα πέρασε. 

Φτάνει που είμαι γυναίκα. 

Μια γυναίκα «τυχερή» που, τουλάχιστον ο νόμος του δικού μου κράτους δεν με όρισε ως «αντικείμενο». 
Κανείς δεν με πούλησε σε κανέναν. 
Είμαι σε θέση να παραπονιέμαι που δεν μπορώ να σπάσω τα γυάλινα επαγγελματικά μου ταβάνια, που δεν αμείβομαι το ίδιο με τους άνδρες που κάνουν την ίδια δουλειά με μένα, που κάνω τη Μαίρη Παναγιωταρά στο σπίτι μου και για πολλά άλλα στερεότυπα, με τα οποία μεγάλωσα και ζω μόνο και μόνο γιατί είμαι γυναίκα. 
Αλλά η ζωή μου είναι δική μου! Ή έτσι μοιάζει. 
Κι είμαι, υπό μία σοβαρή και υπολογίσιμη έννοια σε καλύτερη μοίρα απ’ τις Σάρες τούτου του κόσμου…

Γιατί εγώ να καταλαβαίνω κι η Ζαχρά δεν μπορεί;
Γιατί η Σάλμα έφυγε απ’ το πολιτισμένο Μάντσεστερ και πήγε να ενταχθεί στις δυνάμεις του Χαλιφάτου;
Ούτως ή άλλως δεν θα πολεμήσει, τα σπίτια των «άξιων πολεμιστών» θα καθαρίζει και τα παιδιά τους θα γεννάει (αν είναι τυχερή και την αξιώσει ο Προφήτης, διότι για την ικανότητα του πολεμιστή δεν γεννάται λόγος!).

Από ποιο σπίτι το έσκασε μια νύχτα η Σάμπρα, για να πάει να γίνει τι;
Τι είδους δεσμά έσπασε η Σαμπίνα και ποιο καλύτερο μέλλον πήγε να συναντήσει η Άκσα στο δικό της ταξίδι;

Αν μπορώ να καταλάβω τη Σάρα, γιατί οι άλλες μου φαντάζουν φωτογραφίες απ’ το παράλογο; 
Τι δεν καταλαβαίνω; Τι μου διαφεύγει;

Η φρίκη του προφανούς είναι απόλυτα κατανοητή, φωτίζεται από παντού, ενώ η δυστυχία που γεννά το παράλογο, μένει καλά κρυμμένη στην ίδια της τη σκιά.

Νιώθω εξίσου υπεύθυνη και για τα δύο και ξαφνικά αναρωτιέμαι· αν η Ανατολή υπήρξε φυλακή για τις Σάρες, μπορεί η Δύση να ήταν το ίδιο καγκελένια για όλες τις άλλες;

Καλώς ή κακώς, όλοι μεγαλώνουμε σε ένα περιβάλλον που καθορίζεται απ’ τη θρησκεία, την παράδοσή μας, τις οικογενειακές μας αρχές.
Κι αυτά δεν αλλάζουν, αν ζήσουμε σε μία ξένη χώρα, απλώς προσαρμόζονται στη ζωή της, γίνονται πιο «ελαστικά».
Αν μπορούν να γίνουν, αλλά δεν αφομοιώνονται, δεν χάνονται, δεν σβήνουν.

Μπορεί οι γυναίκες αυτές να μην ένιωθαν αρκετά σεβαστές στη Δύση, μόνο και μόνο διότι δεν τους δινόταν η ευκαιρία να ζήσουν κάτω από τις αρχές του Ισλάμ, που έμαθαν να το πιστεύουν από τότε που γεννήθηκαν;
Θυμάσαι τι έγινε στη Γαλλία με την απαγόρευση της μαντήλας στα δημόσια σχολεία; Θεωρήθηκε παραβίαση της προσωπικής τους ελευθερίας να φοράνε ό,τι θέλουν –κι αυτές ήθελαν να φοράνε αυτό ακριβώς που όριζε η θρησκεία τους!
Δεν ήταν αυτό αρκετά δικαίωμά τους άραγε;
Και τι σημασία έχει γι' αυτές το ποια εικόνα ή τι πρότυπα δημιουργούσε σε όλες τις άλλες; Γιατί να τις νοιάζει τι πρότυπο δημιουργούν στις δυτικές;

Μπορεί να έφυγαν κινούμενες από έναν αφελή ρομαντισμό ότι στα «χώματά τους» θα αντιμετωπίζονται όπως ακριβώς τους αξίζει;
Όπως προβλέπεται να αξίζει στις γυναίκες του Ισλάμ;
Αν υποτεθεί πως υπάρχει τέτοιος ορισμός για το φύλο τους;

Μπορεί να γίνονται «νύφες της Τζιχάντ» γιατί έτσι νομίζουν πως θα ζήσουν την «καλή» ζωή, όπως αυτή ορίζεται απ’ το Κοράνι; 
Θα είναι δηλαδή καλές σύζυγοι και μητέρες και θα φροντίζουν το σύζυγο-πολεμιστή κι αυτό είναι κάτι που στη Δύση δεν θα μπορούν να το έχουν; 

Πόσο νέες και αφελείς μπορεί να είναι, νομίζοντας πως λαμβάνουν μέρος σε «ιεραποστολή», πόσο ευκολόπιστες και καθοδηγούμενες; Κι από τι; 
Αφού ποτέ τους δεν έζησαν, ούτε διδάχτηκαν το εξτρεμιστικό Ισλάμ, δεν είχαν θρησκευτική «αγωγή» αυτού του είδους, για χρόνια.
Πόσο «ιερός» μπορεί να είναι αυτός ο «ιερός» πόλεμος, για κοπέλες που δεν έζησαν ποτέ τους σε χώρες καταπιεσμένες ή ανελεύθερες;
Ποιος τις δίδαξε και πότε;
Πού βρήκε την ευκαιρία;

Αν –αυτή- η ελεγχόμενη, καθοδηγούμενη, η χωρίς γνώση και παιδεία Ανατολή είναι πρόβλημα για τον κόσμο, αυτή η ανεξέλεγκτη Δύση, στην οποία φυτρώνουν και μεγαλώνουν τέτοιοι σπόροι, μέσα σε καλά σπίτια, καλά σχολεία και υψηλές κοινωνίες, τι είναι;

Κι εγώ που ζω ανάμεσα;
Που προσπαθώ να επιβάλω τη φυλετική μου ταυτότητα, όταν η Σάρα προσπαθεί να σώσει τη ζωή της και η Άκσα προσπαθεί να αναβιώσει τη θρησκευτική της αξιοπρέπεια; 

Εγώ τι είμαι; 

Ζω σε μία κοινωνία που προσπαθεί με αδέξια, καβουρίσια βήματα, ξέρεις, ένα μπρος, δύο πίσω, τρία στο πλάι, να δημιουργήσει συνθήκες ισότητας για τους ανθρώπους.
Για όλους τους ανθρώπους!
 Ή αυτό τουλάχιστον ισχυρίζεται κι εγώ θέλω να την πιστέψω!

Νιώθω φρίκη για τα μαρτύρια που πέρασε η Σάρα.
Νιώθω αγωνία για το τι ακριβώς πηγαίνουν να συναντήσουν όλες οι άλλες!

Είμαστε όλες ξεγελασμένες!
Κι εγώ!
Κι αυτές! Όλες αυτές!
Σαν καταραμένες απ’ την ίδια μοίρα!

Δεν ξέρω τι απ’ τα δύο μπορεί να είναι χειρότερο· η φρίκη πως αυτά που πέρασε η Σάρα συμβαίνουν σε έναν κόσμο, που τον βαφτίζουμε «απολίτιστο» ή η απορία πως ο άλλος, ο δήθεν πολιτισμένος, τους επιτρέπει να συμβαίνουν, δημιουργώντας τις συνθήκες παράλληλα στη Ζαχρά και τις άλλες να κάνουν ένα ταξίδι δίχως γυρισμό;  

Όλη κι όλη η ανησυχία των «ισχυρών» τούτης της Γης, τερματίζει στη διασφάλιση της κανονικότητας στη ροή του πλούτου. 
Προς τούτο, μόνο θάνατο σκορπάνε, παντού κι αδιακρίτως! 

Όλα τα υπόλοιπα θεωρούνται απλώς «ζητήματα», που γεμίζουν την ατζέντα κάποιων συναντήσεων χαρτογιακάδων, που γίνονται για να γίνονται, χωρίς να καταλήγουν ποτέ σε λύσεις, που να τις είδαμε κιόλας.
Πάλι καλά να λες που γίνονται.
Κι αυτό μεγάλο βήμα είναι ή ένα πιο μεγάλο ακόμα πρόσχημα.
Μια καλή δικαιολογία...

Όμως όσο όλοι αυτοί λαχταρούν σαν τα ψάρια για τα συμφέροντά τους, εγώ, γυναίκα κι εγώ, είμαι πάντα στη μέση. 

Μία μέση που δεν τη ζήτησα και δεν την καταλαβαίνω. Δεν ξέρω αν πρέπει να νιώσω φρίκη ή να συμπονέσω; Να θυμώσω ή να συμπαρασταθώ;

Όλη μου η ζωή κινείται καθημερινά σε μία ατέρμονη μάχη με τα στερεότυπα, μάχη που την κάνει ανούσια, ανόητη ή και εντελώς περιττή το «δεδομένο» και το «αυτονόητο»: Παλεύω για πολλά περισσότερα απ’ τα αυτονόητα, όταν αυτά, σε πολλά και πολύ μεγάλα σημεία τούτης της γης, δεν έχουν κατακτηθεί ακόμα!

Κι αυτό κάνει το δικό μου αγώνα να μοιάζει με κλόουν σε παιδικό πάρτυ!

Είμαι, άξαφνα, η τούρτα, σε ένα τραπέζι που είναι άδειο από φαγητό!
Νόστιμη, αλλά περιττή!

Ζητάω ισότητα για τους ανθρώπους, όταν κανείς τελικώς δεν κατανοεί τη λέξη «άνθρωπος» με τον ίδιο τρόπο που το κάνει ο διπλανός του!
Πόσο επιθετικό ίσο χωράει εκεί που αμφισβητείται το ίδιο το ουσιαστικό;  

Όμως και τι άλλο μπορώ να κάνω;
Ο καθένας δίνει τον καλό του αγώνα, όπως τον θωρεί απ’ την προσωπική του βίγλα.

Θα έσωζα ποτέ κανένα παιδάκι από πείνα στη Μπιάφρα, αν εγώ σταματούσα να τρώω στην Αθήνα;
Όχι.
Θα βοηθούσα καμία μητέρα που έχανε το παιδί της από πυρετό στην Αφρική, αν εγώ δεν έπαιρνα ασπιρίνη στην Ελλάδα;
Όχι!
Θα μπορούσα να σηκώσω στους ώμους μου το βάρος όλου του κόσμου, ακόμα κι αν ήθελα; Όχι!
Και πάλι όχι!

Διότι απλώς, δεν δουλεύει έτσι! Αν λείψει κάτι από μένα, δεν το κερδίζει ο "σωστός" άλλος, ώστε να μην το θεωρήσω εγώ χαμένη ή μάταιη θυσία.

Όπως το καταλαβαίνω, η όποια καλοσύνη μου είναι πολύ μικρή για να τα βάλει με την απεραντοσύνη της κακίας που υπάρχει στον κόσμο. Οι αγαθές μου προθέσεις είναι πολύ κοντές, για να σηκώσουν το βλέμμα και να κοιταχτούν στα μάτια με τα «υψηλά» συμφέροντα. 
Οι «κακοί», για κάποιο λόγο, είναι πάντα πιο δυνατοί απ’ τους «καλούς» κι ας είναι οι τελευταίοι περισσότεροι. 
Μην κοιτάς στις ταινίες, που στο τέλος νικάει πάντα ο καλός.
Εδώ είναι ζωή...

Τι μπορώ να κάνω λοιπόν;
Για να βοηθήσω στ' αλήθεια, όχι για να μην νιώθω τόσο άχρηστη, ανίσχυρη, ανίκανη και μάταιη, όχι για να κοιμάμαι καλύτερα τα βράδια.
Για να δημιουργήσω ουσία, όχι για να στήσω ξόβεργες ονειροπαγίδες...

Ίσως να υπάρχει κάτι· ίσως αν δοκίμαζα να φτιάξω ένα δρόμο, ένα κοινό μονοπάτι, όπου η Σάρα και η Ζαχρά να μπορούσαν να συναντηθούν. 
Να τους βρω έναν ίσκιο, όπου θα καθίσουν και θα διηγηθεί η μια στην άλλη τα παράλογα, όπως τα έζησε, όπως τα ένιωσε στο πετσί της η κάθε μία. 
Να τους διδάξω μια κοινή γλώσσα, στην οποία θα μπορούν να μιλήσουν για αυτό που τις πονάει, χρησιμοποιώντας τις ίδιες λέξεις. 
Να τους δείξω μια φωτογραφία από έναν κόσμο που υπάρχει και τον δικαιούνται όλοι.
Ναι, κι αυτές!
Να μοιραστώ το δικό μου φαγητό μαζί τους, να τους μάθω πώς φτιάχνεται.
Να τις πείσω για το πόσο νόστιμο γίνεται, όταν το κερδίζω μόνη μου. 
Να τους ψιθυρίσω τρόπους να μην φοβούνται.
Να τους δείξω πως υπάρχει και ομορφιά στη ζωή.
Πως ο έρωτας μπορεί να είναι και κάτι ωραίο κι όχι κάτι που επιβάλλεται με τη βία.
Πως τα παιδιά είναι ευλογία όταν είναι επιλογή μας κι όχι υποχρέωσή μας ή μοναδικός μας προορισμός στη ζωή. 
Να τους πω πως δεν υπάρχει μόνο πόλεμος ή θάνατος και πως η ευτυχία μπορεί να αναζητηθεί χωρίς περιττές θυσίες, σε τούτη τη ζωή, αντί να περιμένουν να γίνουν ουρί του παραδείσου στην επόμενη, όπου και πάλι άντρες θα υπηρετούν, για καλό δεν τις θέλουν ούτε τότε. 
Να τις πείσω πως είναι γεννημένες για να δημιουργήσουν μεγάλα πράγματα, οι ίδιες κι όχι μέσω των πολεμιστών γιων τους. 
Να τις πείσω να αγαπήσουν τον εαυτό τους, να αγαπήσουν τις κόρες τους και να τις προορίζουν για μεγάλα, πράγματα, καμωμένα από ειρήνη...
Να τους χαϊδέψω τα μαλλιά και να κλάψω μαζί τους. 

Γιατί κι εγώ, στο βάθος μου, όπως κι αυτές, κάτι προσπαθώ να σώσω, κάτι προσπαθώ να γιατρέψω… είμαι απ’ την ίδια ουσία φτιαγμένη, από χώμα και νερό, έτοιμη να ανθίσω ή να σπάσω, πολύ γήινη, πολύ εύθραυστη και σίγουρα πολύ διαφορετική απ’ την ύλη των ονείρων που κάποτε φαντάστηκε ο Σαίξπηρ…

Ίσως, αν κατάφερναν όλες αυτές οι γυναίκες να συναντηθούν, να μιλήσουν, ίσως να αντιλαμβάνονταν ότι ένας μόνος τρόπος υπάρχει να μην επιτρέπουν στο παράλογο να υπάρχει: 

Να σταματήσουν να είναι μέρος του. Να μην το συντηρούν πια.

Ίσως τότε κι εγώ να εξιλεωθώ, που ζω έχοντας εξασφαλισμένο το αυτονόητο που λέγεται «ζωή» και να μπορέσω να συνεχίσω να παλεύω για όλα τα άλλα, τα δεύτερα, τα μικρότερα, εκείνα που λέγονται «δικαιώματα», για όλες τις άλλες γυναίκες που έχουν άλλα ονόματα, που δεν μυρίζουν μπαρούτι, μπαχάρι και κανέλα…

Ίσως... Αλλά πρώτα πρέπει να καταφέρω να βρω σε ποιο σημείο της Γης να σταθώ, για να τις σταματήσω. 
Αν πρώτα καταφέρω να βρω το "σωστό Θεό" για να ρωτήσω...




Η Joni Mitchelle τραγουδάει: Both sides now…





2 σχόλια:

  1. ΜΠΡΑΒΟ,,, ΦΙΛΗ ΜΟΥ ΕΥΑ ΓΙΑ ΤΟ ΥΠΕΡΟΧΩ ΑΡΘΡΟ ΣΟΥ, ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΑΡΘΡΟ ΜΕ ΝΟΗΜΑ, ΚΑΙ ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΠΟΥΔΕΑ - ΚΑΙ ΣΥΜΑΝΤΗΚΗ :

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Σας ευχαριστώ πολύ για τα καλά σας λόγια.

    ΑπάντησηΔιαγραφή