Γράφει
η Εύα Τσαροπούλου
Μία
ακόμα δύσκολη μέρα είχε τελειώσει.
Είχε τελειώσει δύσκολα...
Κάτι
η κούραση, κάτι η μεγάλη διαδρομή, κάτι τα μέσα, που ποτέ δεν φτάνουν στην ώρα
τους… ο δρόμος της επιστροφής φάνταζε ατέλειωτος και τα νεύρα μου είχανε φτάσει
στο Θεό...
Το
λεωφορείο με άδειασε στην πλατεία Αμερικής, ξέρεις, στα μαγευτικά Πατήσια.
Από
εκεί το τελευταίο κομμάτι της διαδρομής μέχρι το σπίτι, ένα δεκάλεπτο με τα
πόδια.
Άντε, ένα τελευταίο δεκάλεπτο.
Τη βγάλαμε και σήμερα τη μέρα.
Τα
βήματά μου με πάνε δεν με πάνε…
Έξω
από ένα περίπτερο, μπροστά στην
πλατεία, στέκεται μία μικρούλα Αφρικανή.
Γύρω
στα 15 με 16, ντυμένη όπως όλα τα κορίτσια της ηλικίας της.
Τζιν
και χρωματιστό μπουφάν.
Μια
όμορφη μελαχρινούλα, με τεράστια μάτια, μια ψηλή, νεαρή γαζέλα...
Πλησιάζω
προς τα κει, παρακολουθώντας εντελώς μηχανικά έναν άντρα γύρω στα 50, που βαδίζει
προς το μέρος της απ’ την άλλη μεριά του δρόμου.
Κρατάει
στα χέρια του ένα δεκάευρο και της φωνάζει: «Τι μπορώ να πάρω μ’ αυτό;»
Όπως
είμαι θολωμένη, νομίζω ότι το κορίτσι δουλεύει στο περίπτερο και ότι ο κύριος
είναι πελάτης.
Ο
κύριος ήταν –όντως- πελάτης, απλώς είχα λαθέψει στο εμπόρευμα…
Το
κορίτσι μοιάζει διστακτικό, αλλά τα δευτερόλεπτα που ακολούθησαν μέχρι να
πλησιάσω κοντά της ήταν αρκετά για να δω το χέρι της να απλώνεται και να
παίρνει το χαρτονόμισμα.
Ενώ
κοίταζα το μελαχρινό πρόσωπό της, το μυαλό μου έτρεξε στη δική μου κόρη.
Την
έβαλα στη θέση εκείνης της μικρούλας και το αίμα ανέβηκε στο κεφάλι μου!
Το
μυαλό μου επεξεργαζόταν όλες αυτές τις πληροφορίες, τις έκανε υποψίες και
ταυτόχρονα, συνειδητοποιούσε τις βρώμικες αλήθειες τους, μπολιάζοντάς με οργή.
Φτάνοντας
δίπλα στη μικρή, βούτηξα έξαλλη το δεκάευρο από το χέρι της και το πέταξα στον
«πελάτη».
«Πάρ’
το και πάρε τα βουνά μ’ αυτό!» του φώναξα υστερικά!
Δυο
περαστικοί με κοίταξαν απορημένοι, αλλά το βλέμμα που τους έριξα δεν επιδεχόταν
συζήτηση. Δεν είχαν παρά να συνεχίσουν το δρόμο τους… το ίδιο κι η λευκή ύαινα
που ήθελε να έχει φρέσκια γαζέλα για δείπνο!
Δεν
είπα τίποτα άλλο, βούτηξα τη μικρή απ’ το μπράτσο και την πήγα παραπέρα.
Το
κορίτσι με ακολούθησε χωρίς να μιλάει, χωρίς να αντιδρά.
Είχε
το κεφάλι της σκυμμένο και μιλιά κι αχνιά!
Έβγαλα
και της έδωσα εγώ τα χρήματα που της είχα αρπάξει απ’ το χέρι της.
«Πάρε
αυτά και δεν χρειάζεται να δώσεις τίποτα σε αντάλλαγμα. Μην δίνεις ποτέ τον
εαυτό σου για αντάλλαγμα!» φώναξα θυμωμένη!
Όπως
τη βούτηξα, έτσι ξαφνικά την άφησα κι έφυγα. Ο θυμός μου ήταν τόσο μεγάλος!
Απέναντί
μας ακριβώς, έξω από την τράπεζα, στεκόταν ένα περιπολικό.
Οι
αστυνομικοί απολάμβαναν το καφεδάκι τους, επιτελώντας σπουδαίο καθήκον∙ φύλαγαν
την τράπεζα! Παρακολουθούσαν αμέτοχοι τη συναλλαγή που συνέβαινε μόλις δυο
βήματα μακριά απ’ τα μάτια τους!
Ε, ναι, οι κρατικοί πόροι χρησιμοποιούνται για να
φυλάγεται το χρήμα, να τους ξοδεύουμε άσκοπα και στους ανθρώπους;
Δεν είναι αυτή η δουλειά μας!
Δεν μας είπε κανείς πως πρέπει –και- να
προστατεύουμε τον κόσμο ταυτόχρονα!
Πολλή δουλειά μαζεμένη και λίγα τα μιστά!
Ο
θυμός μου έγινε ακόμα πιο μεγάλος.
Συνειδητοποίησα
πως όλο τούτο το ξέσπασμά μου δεν είχε κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα. Χάρισα
μιας μέρας ησυχία στη μικρούλα κι αμφίβολο ήταν κι αυτό.
Την
επομένη -αν όχι και την ίδια μέρα ίσως- θα ήταν πάλι στο δρόμο και κάποιος θα
της κράδαινε ένα δεκάευρο στη μούρη, ρωτώντας την τι μπορεί να πάρει μ’ αυτό!
Και θα έπαιρνε, διότι μπορούσε!
Πήρα
την κατηφοριά προς την Αχαρνών τρέχοντας σχεδόν.
Σκεφτόμουν
πάλι τη δική μου κόρη.
Το
δικό της μοσχομυριστό δέρμα, τα δικά της μάτια κι ένα σιχαμένο τύπο να
προσπαθεί να απλώσει τα βρωμόχερά του πάνω της!
Ναι,
εγώ είμαι μια τρελή μάνα που, όσο περνάει από πάνω μου, δεν θα αφήσω κανέναν να
κάνει κακό στο παιδί μου. Όπως είμαι και σχεδόν βέβαιη πως εκείνος ο τύπος δεν
θα τολμούσε με την ίδια ευκολία να απλώσει ένα δεκάευρο στη δική μου κόρη, ίσως
γιατί το δέρμα της δεν είναι τόσο μελαχρινό!
Μοιάζει
να μετράει τούτο, εκεί που ένα παιδί στέκεται απλώς δίπλα σε ένα άλλο, με το
ίδιο τζιν παντελόνι, το ίδιο χρωματιστό μπουφάν...
Γιατί
του ήταν τόσο εύκολο να το κάνει σε τούτο εδώ το κοριτσάκι;
Γιατί
να μπορεί;
Ποιος
έχει την ευθύνη που κάτι τέτοιοι τύποι μπορούν πάντα;
Ποιος
φταίει που τούτη η πιτσιρίκα, αντί να είναι ασφαλισμένη στο σχολειό της και να
χαζολογάει με τις συμμαθήτριές της, ήταν εκτεθειμένη σε κάθε είδους ανώμαλο
παιδόφιλο, που με ένα δεκάευρο μπορούσε να την έχει λαχταριστό μεζέ στο πιάτο
του;
Άραγε,
η οικογένειά της, που ήρθε στην Ελλάδα αναζητώντας μια δήθεν «καλύτερη» ζωή,
έτσι να την εννοούσε και μάλιστα για ένα παιδί της που πιθανότατα γεννήθηκε εδώ;
Δεν
ξέρω πού να σταθώ στ' αλήθεια. Δεν ξέρω τι με πειράζει, ειλικρινά, πιο πολύ...
Στο
δρόμο κυκλοφορούσα εγώ, μια κουρασμένη, τρελαμένη μάνα, που βούτηξα ένα ξένο
παιδί, ένα παιδί που δεν ήταν το δικό μου και στο οποίο κανένα δικαίωμα δεν
είχα και το απέσπασα, προσωρινώς, απ’ τα νύχια ενός περαστικού γύπα.
Το
έκανα εγώ, αντί να το κάνει αυτός που στεκόταν απέναντι και χάζευε το δρόμο,
ανακατεύοντας το φραπέ του.
Αυτός
που οφείλει να εφαρμόζει τον νόμο∙ εκείνον τον νόμο, που απαγορεύει την παιδική
πορνεία και καταδικάζει την παιδοφιλία.
Αυτός,
ακόμα κι αν το είδε, έκανε τα στραβά μάτια στο θέαμα.
Συνηθισμένη
πρακτική στη γειτονιά μας, όπου κάτι τέτοια συμβαίνουν κάθε μισή ώρα.
Έκανε
πως δεν είδε λοιπόν, ίσως γιατί το δέρμα της μικρής ήταν πιο σκούρο απ’ ότι θα
έπρεπε για να τον νοιάξει, ίσως γιατί το δίκιο είναι πάντα στον ισχυρότερο κι ο
ισχυρός είναι αυτός που έχει το δεκάευρο συνήθως, ίσως γιατί πού να τρέχουμε,
να ασχολούμαστε και να χαλάμε πόρους τώρα για μια μικρή που κι αν σήμερα
«γλίτωσε», αύριο σίγουρα δεν θα γλιτώσει;
Άσε
που οπωσδήποτε, θα τα ήθελε κι ο απαυτός της…
Οικογένεια,
αστυνομία, κοινωνία, όλοι ένοχοι, όλοι μας ύαινες...
Όλες αυτές μαζί, ανακατεμένες οι σιχαμένες
παραδοχές…
Από
τη μια, δεν είμαστε όλοι ίσοι απέναντι στο νόμο και μοιάζει πως ούτε μπορούμε
να είμαστε, τελικώς. Δεν μας προστατεύει τίποτα απ’ τις ανισότητες που έχουμε
δημιουργήσει οι ίδιοι για τον κόσμο μέσα στον οποίο ζούμε.
Μια
χαρά επιβιώνουμε μαζί τους, γιατί να τις αλλάξουμε;
Απ’
την άλλη, είναι πολύ δύσκολο να έχεις αρχές, όταν είσαι φτωχός.
Είναι
πολύ πιο δύσκολο όταν αλλιώς τις ορίζεις εσύ κι αλλιώς η χώρα που σε φιλοξενεί
κι ας σε μεγαλώνει κιόλας. Γιατί ορίζεται διαφορετικά η "αξία" που
σου δίνεται.
Κυρίως
όταν αυτή έχει οικονομικό αντίκρισμα....
Κι
όταν δεν είσαι παρά μόνο ένα παιδί, όλα αυτά είναι ακόμα πιο δύσκολα, γιατί
κάποιος πρέπει και να στα έχει διδάξει.
Ακόμα
κι αν το ήθελε όμως, η πραγματικότητα, μέσα στην οποία καλείσαι να ζήσεις,
αναιρεί την όποια διδαχή… Κάνεις ακριβώς αυτό που χρειάζεται να κάνεις για να
παραμείνεις ζωντανός μια ακόμα μέρα, σε αυτή τη δύσκολη εποχή.
Ακόμα
κι αν χρειάζεται να βιάσεις τη φύση σου.
Μα
σάμπως υπάρχει χειρότερη μορφή βίας απ’ αυτή την ίδια σου τη φτώχεια;
Όλοι μαζί: Γονείς, αστυνομικοί, κοινωνία, όλοι μαζί
λευκές ύαινες που κυνηγάνε μία μαύρη γαζέλα.
Αν γλιτώσει απ' τον έναν, οι άλλοι σίγουρα της
έχουν στήσει δίχτυα κάπου παρακάτω...
Έφτασα
στη σιγουριά του σπιτιού μου.
Η
κόρη μου ήταν ήδη εκεί. Μία ακόμα μέρα είχε τελειώσει.
Το
σπίτι πλέον έμπαινε στη διαδικασία της ξεκούρασης και της θαλπωρής, αυτή είναι
η συμφωνία μας χρόνια τώρα∙ υπάρχει εκείνη η ώρα της μέρας που όλα ησυχάζουν,
μαζί μ’ αυτά κι εμείς.
Την
πήρα αγκαλιά, κουρνιάσαμε μαζί στο κρεβάτι μου και χαζέψαμε ένα ακόμα επεισόδιο
μιας αγαπημένης σειράς. Μια βραδιά σαν πολλές άλλες.
Δεν
της είπα τίποτα. Τι νόημα θα είχε;
Θα
αργήσει νομίζεις να έρθει αντιμέτωπη με όλες αυτές τις αλήθειες;
Ή
μήπως είχα να της πω και κάτι σπουδαίο που είχα κάνει;
Δεν
πέτυχα τίποτα. Δεν άλλαξα τίποτα.
Ο
κόσμος ήταν πάντα ο ίδιος.
Άστην.
Ας μην ξέρει. Ας περάσει εκείνη τουλάχιστον μια ήσυχη νύχτα.
Παιδική.
Το δικό μου το παιδί.
Αυτήν
τουλάχιστον, έστω και τόσο, μπορούσα να την προστατεύσω.
Όταν
εκείνο το άλλο παιδί, παιδί κι αυτό σαν το δικό μου, δεν μπόρεσα.
Για
άλλη μια φορά, είχα αποτύχει…
Δεν
είχα αναμετρηθεί με κανέναν, δεν φώναξα σ' αυτούς που έπρεπε, δεν πλήγωσα καν
τη λευκή ύαινα, που σίγουρα κάπου παρακάτω θα την έβρισκε τη λεία της...
Αυτή η φριχτή διαπίστωση της ευθύνης που έχεις για
το σαφάρι που διαδραματίζεται μπροστά στα μάτια σου και ταυτόχρονα της αίσθησης
ότι είσαι τόσο αφόρητα μικρός κι αδύναμος, μπροστά σε έναν κόσμο που τρέχει με
χίλια, χωρίς ποτέ να σταματάει το κυνήγι...
Η αδυναμία σου, να ξέρεις, μόνο ως συνενοχή μπορεί
να μετρηθεί...
Το φρένο του. Ίσως το φρένο του να μπορείς να το
πατήσεις. Απότομα. Για λίγο.
Με την ελπίδα πως θα τον ταρακουνήσεις, έστω και
μόνο μια στιγμή.
Πριν αρχίσει να τρέχει και πάλι με ιλιγγιώδη
ταχύτητα…
Πριν οι μαύρες γαζέλες χαθούν στον ορίζοντα,
κυνηγημένες απ' τις λευκές ύαινες που τις παίρνουν στο κατόπι...
Ο John Legend μας θυμίζει πως δεν είμαστε τίποτα άλλο από ORDINARY PEOPLE…
Όλες οι γαζέλες έχουν την ίδια τύχη. Άσπρες, μαύρες, κίτρινες. Το κοινό χαρακτηριστικό τους είναι η αδυναμία του ανυπεράσπιστου απέναντι στις ύαινες. Κι αυτές ίδιες είναι. Άσπρες, μαύρες, κίτρινες.
ΑπάντησηΔιαγραφήTo πρόβλημα δεν είναι το χρώμα της γαζέλας, αν και δεν είμαι σίγουρη ότι δεν παίζει ρόλο. Το πρόβλημα είναι που όλοι μας, σε κάποια φάση της ζωής μας, γινόμαστε ύαινες έστω και απλώς παρακολουθώντας τις άλλες να κατασπαράσσουν τις γαζέλες...
ΑπάντησηΔιαγραφήΠΑΜΕ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΗΣ ΓΑΖΕΛΕΣ ΠΡΙΝ ΤΗΣ ΧΑΣΟΥΜΕ, ΣΤΟΝ ΟΡΙΖΟΝΤΑ ,,
ΑπάντησηΔιαγραφή:)
ΑπάντησηΔιαγραφή