Παρασκευή 18 Σεπτεμβρίου 2015

ΕΥΑερα (Νο3)

Γράφει
Η Εύα Τσαροπούλου

Πάμε απ’ το τέλος;

Αγαπώ να πιστεύω πως ο μεγαλύτερος πλούτος στην κατοχή ενός ανθρώπου είναι όλα εκείνα που του απομένουν όταν οι άλλοι άνθρωποι του τελειώνουν. Με τα χρόνια πείστηκα πως δεν είναι πλούτος αυτοί οι ίδιοι οι άνθρωποι, όπως λένε. Ίσως βρήκα μια καλή δικαιολογία για την απώλεια… Ίσως απλώς έμαθα με τον καιρό να σκέφτομαι ρεαλιστικά.

Οι άνθρωποι μοιάζουν με την άμμο ανάμεσα στα δάχτυλά σου. Ανοίγεις τα δάχτυλα κι η άμμος φεύγει και χάνεται, πριν προλάβεις να τα σφιχτοκλείσεις απ’ την ξαφνική επιφοίτηση του πόσο σημαντικοί σου είναι. Αυτά όμως που
παίρνεις απ’ τη συναναστροφή σου μαζί τους μοιάζουν με εκείνους τους λεπτούς κόκκους, που πάντα καταφέρνουν και κολλάνε στα δάχτυλά σου, τη στιγμή που τα ανοιγοκλείνεις με τη βία που σου προκαλεί η επιφοίτηση που λέγαμε…

Ήμουν λοιπόν τυχερή, γιατί μια γυναίκα που πέρασε απ' τη δική μου ζωή, έγινε μία ολόκληρη διδαχή για τη ζωή μου και τη δουλειά μου. Εκείνη με έμαθε το πολύ απλό και εξαιρετικά αποτελεσματικό «Πάμε απ’ το τέλος;» (Ναι, ερώτηση είναι…).

Πώς παίζεται τώρα αυτό…ακολούθησε λίγο τη σκέψη μου.

Μια απ’ τις πιο σημαντικές παραμέτρους στη δουλειά μου, όταν φτιάχνουμε πρόγραμμα στην τηλεόραση (άστα, καημένε μου, αυτά θα σου τα πω άλλη ώρα αναλυτικά), είναι ο υπολογισμός του χρόνου.

Ο χρόνος βλέπεις, είναι κάτι που οφείλουμε να το υπολογίζουμε πάντα προσεκτικά, αφού παρουσιάζει το εξής ελάττωμα: Τελειώνει! 

Εμείς λοιπόν, στην τηλεόραση, του έχουμε απέραντο σεβασμό, διότι επιπροσθέτως, έχει αντίκρισμα οικονομικό –και μάλιστα όχι εις βάρος μας, άλλων είναι τα λεφτά- οπότε δεν μπορούμε να τον παραγνωρίσουμε, τουλάχιστον όχι οι έχοντες ελάχιστη επαγγελματική συνείδηση. 
Επειδή ταυτοχρόνως δεν τον λες και ευέλικτο, ούτε τραβιέται, ούτε ξεχειλώνει, όπως λανθασμένα νομίζουν ορισμένοι, που ζούνε «ωσάν να μην υπάρχει αύριο», κάτι που –τελευταία φορά που κοίταξα- διόλου αληθές δεν ήταν, πολλές φορές μας φέρνει μπροστά στο εξαιρετικά δυσάρεστο αποτέλεσμα να μην έχει χώρο γι' αυτό με το οποίο είχαμε σκεφτεί να τον γεμίσουμε.

Γιατί, όσο να πεις, αλλιώς είναι τα πράγματα όταν κανείς τα υπολογίζει χονδρικά και με το μάτι κι αλλιώς όταν πάει να τα εκτελέσει με αριθμητική ακρίβεια. Στο «αλλιώς», αντιλαμβάνεσαι ότι... απλώς «δεν χωράς».

Κάθε φορά λοιπόν που φτάναμε σε αυτό το δυσάρεστο αποτέλεσμα, ένα μικρό σύμπαν κατέρρεε. Θα μου πεις γιατί; Αν ο χρόνος δεν είναι ευέλικτος, γίνε εσύ! Γέμισέ τον με λιγότερα, θα σκεφτεί κανείς πρακτικά, με μια μικρή δόση φιλοσοφημένης σκέψης... 

Αυτό φίλε μου, ενδεχομένως να μπορεί να εφαρμοστεί στη ζωή, στην τηλεόραση όμως σκοντάφτει στην πολύ σκληρή πραγματικότητα του κόστους μιας συγκεκριμένης συνθήκης. Δηλαδή, έχεις ήδη προ-αγοράσει κάτι, για μία συγκεκριμένη χρονική στιγμή, εκείνη ακριβώς τη στιγμή που εσένα δεν σου χωράει!
Οπότε, πρέπει να το κάνεις να χωρέσει, διότι διαφορετικά θα κληθείς να απολογηθείς γιατί αγόρασες κάτι που στ’ αλήθεια δεν το χρειαζόσουν, ούτε εσύ, ούτε αυτοί που εκπροσωπείς για να κάνεις την όποια αγορά κι εκεί ανοίγει ο ασκός της κακοδιαχείρισης και δεν ξεμπερδεύεις, πάντως όχι σε τούτην εδώ τη ζωή!

Αυτή η μεγάλη διδασκάλισσα λοιπόν, είχε εφεύρει το «Πάμε απ’ το τέλος;», που πρακτικά σημαίνει πως, αντί να μετρήσω το χρόνο απ’ την αρχή, όπως έρχεται το πράγμα, τον μετράω απ’ το τέλος, απ’ το σημείο δηλαδή που πρέπει να φτάσει για να χωρέσει. Με λίγα λόγια, προκειμένου να ικανοποιηθεί η αναγκαία συνθήκη, το win win δηλαδή (και χρόνος εντάξει και το σωστό πρόγραμμα στη θέση του), τροποποιείς τις γύρω-γύρω καταστάσεις, αυτές που μπορούν να παρουσιάσουν ευελιξία ή να κρατηθούν για άλλη φορά ή να αφαιρεθούν εντελώς, χωρίς αυτό να κοστίσει τίποτα σε κανέναν.

Αφαιρούνται δηλαδή, εκείνα που δεν μας «πονάνε» πραγματικά αν τα χάσουμε, προκειμένου να μπει στη θέση του εκείνο που μας είναι στ’ αλήθεια ουσιαστικό.  

Μικρή λεπτομέρεια για να γίνει εντελώς ξεκάθαρο: Το ερωτηματικό στο τέλος. 
Πότε βάζουμε ένα ερωτηματικό στο τέλος μιας πρότασης; Απλούστατα: Όταν ρωτάμε! 
Διότι το μαγικό με αυτή τη μεθοδολογία, η οποία ποτέ της δεν λαθεύει –πίστεψέ με- είναι πως δεν λειτουργεί, παρά μόνο με «συναπόφαση».

Δεν είμαι μόνο εγώ που σχεδιάζω πρόγραμμα, το κάνω από κοινού με άλλους.
Δεν είμαι μόνο εγώ που αποφασίζω τι είναι σημαντικό και τι όχι, διότι πολλά μυαλά μαζί –παρά τις όποιες διαφορετικές κι ίσως αλληλοσυγκρουόμενες απόψεις- σκέφτονται πάντα καλύτερα απ’ το ένα. Εξάλλου, το τι είναι σημαντικό ή όχι, μπορεί να διαφέρει πολύ για τον καθένα από μας και μην ξεχνάς πως ο βασικός στόχος είναι να βρεθεί η τομή των επιθυμιών μας, διότι αυτό ακριβώς είναι αυτό που ορίζουμε ως "κοινό καλό".

Μην λαθέψεις! Δεν φτάνει μόνο να μετρηθεί η σημαντικότητα που έχει το καθετί για μας, χρειάζεται να συμφωνηθεί εξαρχής η μεθοδολογία που θα ακολουθηθεί για να καταλήξεις σε ασφαλές συμπέρασμα γι' αυτή τη μέτρηση. 

Αν κάποιος στην ερώτηση «Πάμε απ’ το τέλος;» απαντήσει αρνητικά, για τον όποιον λόγο του είναι σημαντικός –δικαιολογημένα ή όχι- τότε η μέθοδος δεν λειτουργεί, διότι εκεί η ουσιαστική μας διαφωνία είναι ως προς τη χρήση ή τη λειτουργία του χρόνου κι αυτή είναι δομική διαφωνία. Οι δομικές διαφωνίες -το έχουμε μάθει με τον σκληρό τρόπο- καθιστούν μάταιη όποια μάχη κι αν δίνεις γι’ αυτές.

Με τούτα και με κείνα και, παρά το σεβασμό που τρέφω στον Αϊνστάιν, καμιά φορά μπορείς να λύσεις το ίδιο πρόβλημα χρησιμοποιώντας την ίδια μεθοδολογία, αρκεί να μετατοπίσεις το χρονικό πλαίσιο μέσα στο οποίο τα γεγονότα λαμβάνουν χώρα ή απλώς τη μεριά απ’ την οποία κοιτάς αυτό το πλαίσιο. Έτσι, δεν αλλάζεις τη μεθοδολογία, αλλάζεις μόνο μία παράμετρο και μάλιστα μία απ' αυτές που _δεν_είναι δεδομένες για να σε πειράξει η αλλαγή της.

Αν ξεκινήσεις από πίσω προς τα μπρος, αυτό που κοινώς συνομολογούμε ως «ανάποδα» -κανείς ποτέ δεν με έπεισε γιατί να είναι αυτό το "ανάποδα" κι όχι το άλλο, μεταξύ μας- μπορεί να συναντήσουμε στο δρόμο ένα σωρό πράγματα που μπορούν να γίνουν _και_ αλλιώς.

Βέβαια, χρειάζεται να ξέρεις ποιο ακριβώς θέλεις να είναι το «τέλος», το γνωστό «να κοιτάς εκεί που θέλεις να πας, αλλιώς θα πας εκεί που κοιτάς»; Ε, αυτό…

Τι λες; Με νιώθεις;

Αναρωτιέμαι λοιπόν...μήπως, λέω, μήπως…τώρα που ξέρουμε ποιο είναι το τέλος που αντιμετωπίζουμε…

…μήπως τώρα που ξέρουμε πως αυτό που αντιμετωπίζουμε _είναι το τέλος_ και…

…μήπως τώρα που ξέρουμε και ποιο είναι το τέλος που θα θέλαμε για να μην είναι αυτό το τέλος μας στ’ αλήθεια…

…μήπως τώρα που ξέρουμε ποιο είναι το σημαντικό για το κοινό καλό και ποιο είναι εκείνο που κοστίζει χωρίς να αξίζει στ’ αλήθεια…

…μήπως τώρα συμφωνείς να «πάμε απ’ το τέλος;» και πού ξέρεις;

Μπορεί αυτή να είναι η καλύτερη αρχή που είχαμε ποτέ…

Ελπίζω να κατάλαβες μέχρι τα τώρα πως το παρόν σημείωμα είναι αμιγώς πολιτικό και ελπίζω να σε βοήθησε να αποφασίσεις τι να κάνεις μεθαύριο μπροστά στην κάλπη…ή καλύτερα να σε βοήθησε να...κάνεις επιτέλους κάτι...

Κι αν δεν σε βοήθησε αρκετά, μήπως να το «πάμε πάλι απ’ το τέλος;»…


Αυτή την εβδομάδα, σε στίχους Μάνου Ελευθερίου και μουσική Στέργιου Γαργάλα, ο Μπάμπης Στόκας μας προσκαλεί να πάμε να ψάξουμε γιατί, λέει, «Κάπου υπάρχει ένα νησί»…



4 σχόλια:

  1. Καλή ιδέα, ίσως χρήσιμη και πιο αποδοτική απ' τα καθιερωμένα...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Αν προσέξει κανείς τα προαπαιτούμενα, είναι μια μεθοδολογία που δουλεύει πάντα. :)

      Διαγραφή
  2. Γενικά, το πάρτο αλλιώς βοηθάει σε πολλές περιπτώσεις.... Ακόμα και να γίνουμε πιο έξυπνοι άνθρωποι!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Θα συμφωνήσω, αν κι αυτό δεν είναι "πάρτο αλλιώς" ακριβώς, αλλά πήγαινε συγκεκριμένα από εκείνο ακριβώς το σημείο που χρειάζεσαι για να χωρέσεις. Έχεις δηλαδή ήδη έτοιμη (φτιαγμένη από κάποιους άλλους ή ίσως την ίδια τη ζωή) μια συνθήκη στην οποία χρειάζεται οπωσδήποτε να ανταποκριθείς. Ε, το παίρνεις από κει που ικανοποιείται η συνθήκη και μετά το πας προς την αρχή, οπότε βλέπεις πού ακριβώς θα το ξεκινήσεις. ;)

      Διαγραφή