Γράφει
Η Εύα
Τσαροπούλου
Παραμύθι
χωρίς Όνομα
Μια
φορά κι ένα καιρό, στη χώρα των Μοιρο-Λάτρων (κι ο τόνος είναι σωστός), σαράντα
χρόνια μετά τη διακυβέρνησή της από δεκάδες Αστόχαστους διοικητές, ένας
Πρωθυπουργός έφυγε άρον-άρον, παίρνοντας ό,τι είχε απομείνει από το δημόσιο
ταμείο.
Αλλά δεν τον είπανε ποτέ κλέφτη, διότι δεν ήταν και πολλά αυτά που
είχαν απομείνει για να λείψουν σε κανέναν...
Η
χώρα επιβίωνε μόνο χάρη στους μακρινούς της γείτονες, το «θείο βασιλιά» και τα
«ξαδέλφια βασιλιάδες», ώσπου μια μέρα εκείνοι είπαν νισάφι στη βοήθεια κι, αντί
για χρυσά νομίσματα, έστειλαν ένα καλάθι που μέσα είχε μια γαϊδουροκεφαλή.
Μάλιστα,
την είχανε στολίσει με κορώνα τενεκεδένια…
Κι
όπως γίνεται στα παραμύθια, είτε αυτά έχουν όνομα, είτε όχι, οι λίγοι Συνετοί,
οι έχοντες ακόμα τσίπα πάνω τους, νιώθοντας ντροπή για μια κατάντια που οι
ίδιοι ήταν πολύ μικροί για να την προκαλέσουν, αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τη
χώρα τους, θεωρώντας πως δεν υπήρχε πια τίποτα να κάνουν για εκείνη.
Αν
είναι τυχεροί, θα συναντήσουν στο δρόμο τους την κυρά-Φρόνηση και ίσως τους
πείσει να γυρίσουν τ' ανάποδα την απογοήτευσή τους...
Αν
είναι αρκετά τυχεροί...
Διαχρονικά
παραμύθια...
Η
ιστορία επαναλαμβάνεται, ακόμη κι εκείνη που βγαίνει απ’ τη φαντασία μας και το
κάνει επίτηδες, βγάζοντάς μας τη γλώσσα, μόνο και μόνο διότι εννοούμε να
απαντάμε πάντα λάθος στην ερώτηση: «Τι θα άλλαζες, αν το ξανάκανες;».
Γιατί η όλη ουσία κρύβεται στο να μην το
ξανακάνεις!
Πόσες
φορές στο δρόμο σου νομίζεις, θα βρεθεί μία κυρά–Φρόνηση που θα σε γυρίσει
πίσω, Συνετέ και θα σε βάλει να δουλέψεις για τη ζωή σου, αλλά και για την
αδελφή σου την Ειρήνη;
Πόσες
ευκαιρίες θα έχεις, νομίζεις, να κλείσεις τα αυτιά σου στη μάνα σου την Παλάβω,
στην αδελφή σου τη Ζήλιω και στην άλλη, την Πικρόχολη και να σηκώσεις τα
μανίκια, αψηφώντας τη ματαιότητα που σε γεμίζουν όλοι αυτοί οι Πανουργάκοι, οι
Λαγόκαρδοι, οι Κακομοιρίδηδες και οι Κατρακυλάκοι, που εκμεταλλεύονται το
μπάχαλο που δημιούργησαν οι Αστόχαστοι πατεράδες σου τόσα χρόνια για ίδιον
συμφέρον;
Πόσες
αντοχές θα έχεις για να τα βάλεις με το Δικαστή, που πρώτος τρώει με χρυσές
μασέλες κι έχει φροντίσει να σε διαβάλει στ’ αυτιά του θείου βασιλιά και των
ξαδέλφων βασιλιάδων, για να μην σου αφήσει ούτε αυτό το μικρό κομμάτι γης που
σου ανήκει;
Κι
αν εσύ, Συνετέ, αυτά τα μπορέσεις γιατί, σε πείσμα όλων αυτών, θα βγαίνει πάντα
μπροστά η γενναία σου καρδιά, τι θα κάνεις με τους Μοιρο-Λάτρες;
Τον
ίδιο το λαό σου;
Αυτόν
τον ίδιο λαό, για το χατίρι του οποίου πολεμάς, για να έχει γη να καλλιεργεί,
για να έχει σπίτι να κοιμίζει τα παιδιά του;
Αυτός
ο ίδιος ο λαός γελάει εις βάρος σου, γιατί είναι πλέον τόσο εξαχρειωμένος, που
δεν μπορεί να κάνει τίποτε άλλο.
Κι
αν κάποτε τον έλεγες και παραπλανημένο, τώρα πια ούτε αυτή τη δικαιολογία δεν
μπορείς να του δώκεις…
Γιατί
στ’ αλήθεια να σκεφτεί να κάνει τη γη του να καρπίζει, όταν μπορεί ωραιότατα να
παίρνει τα λεφτά της βοήθειας και να ζει, έστω κι αν δεν ζει βασιλικά;
Έχει
αποδεχτεί τη Μοίρα του: Ποτέ δεν θα γίνει βασιλιάς και κανείς δεν τον
παραπλάνησε λέγοντάς του τ’ αντίθετο.
Γιατί
να μπαίνει στον κόπο να πηγαίνει στο σχολειό, αναζητώντας τη Γνώση, όταν, ό,τι
χρειάζεται να ξέρει του το δίνουν μασημένο όλοι αυτοί που, ούτως ή άλλως, θα
του πάρουν αυτά που θέλουν για να ζήσουν οι ίδιοι καλύτερα;
Έχει
αποδεχτεί τη Μοίρα του: Θα γίνεται πάντα ό,τι θέλουν αυτοί και κανείς δεν το
παραπλάνησε, πουλώντας του άλλο παραμύθι.
Γιατί
να γυμνάζεται στις παλαίστρες και να μαθαίνει να υπερασπίζεται την αδελφή σου
την Ειρήνη;
Έχει
αποδεχτεί τη Μοίρα του: Αν είναι γραμμένο αυτή να χαθεί, υποκύπτοντας στα
παιχνίδια των δυνατών, θα χαθεί ό,τι κι αν κάνει και κανείς δεν τον παραπλάνησε
πως μπορεί να γίνει αλλιώς.
Γιατί
να γράφει νόμους και να προσπαθεί να τους υπακούει;
Έχει
αποδεχτεί τη Μοίρα του: Ο Δικαστής είναι ο πρώτος που θα τους παραβεί και ο
ίδιος φρόντισε πολύ καλά να μην τον παραπλανήσει προς τούτο.
Γιατί
να χτίζει σπίτια, σχολεία κι εργοστάσια, όταν μπορεί να απολαμβάνει ετήσιες
"διακοπές", στην υγειά του κορόϊδου θείου ή του ξαδέλφου βασιλιά;
Έχει
αποδεχτεί τη Μοίρα του: Όταν το ποτήρι αυτό σωθεί, όλοι δυο μέτρα γης θα
πάρουμε, ούτως ή άλλως και τι παραπλάνηση άραγε θα μπορούσε τούτη η μεγάλη
αλήθεια να σηκώσει;
Οι
Μοιρο-Λάτρες σου, Συνετέ, διόλου δεν έχουν αντιληφθεί τι σημαίνει η
γαϊδουροκεφαλή.
Ίσως
ούτε κι εσύ ο ίδιος δεν το ’μαθες ακόμα…
Ναι,
είναι η γαϊδουροκεφαλή μια προσβολή!
Το
έμβλημα της χαμένης σου αξιοπρέπειας, αλλά μήπως ακολουθείς λάθος δρόμο για να
τη βρεις;
Γιατί ξέρεις, Συνετέ, εδώ που τα λέμε, το λάθος που
κάνουμε συνεχώς με την Αξιοπρέπεια είναι πως την αναζητάμε.
Ενώ αυτό που χρειάζεται είναι να τη δημιουργήσουμε.
Είναι
δύσκολο, το ξέρω.
Χρειάζεται
να ξεχορταριάσουμε από πάνω μας οτιδήποτε παλιό, σάπιο και βρώμικο υπάρχει και
να καλλιεργήσουμε μια νέα γη, σαν να ήταν χωράφι μετά από αγρανάπαυση.
Πληγωμένο, παλιό, αλλά με την ξεκούραση της απαλλαγής, έτοιμο να φορτσάρει και
να ξαναξεκινήσει να δίνει καρπούς.
Να
πάρουμε τη βελόνα και να ράψουμε τα τρύπια ρούχα μας.
Αν
είναι καθαρά και μπαλωμένα, δεν πειράζει να είναι παλιά.
Χρειάζονται
και τα παλιά ρούχα, για να είναι μεγαλύτερη η χαρά μας όταν θα μπορέσουμε να
αποκτήσουμε καινούργια.
Που
θα τα έχουμε αποκτήσει απ’ τα κόπια μας, με τον ιδρώτα μας κι όχι με δανεικά
λεφτά.
Αλλά
θα είναι εργαλεία μας η τσάπα και το βελόνι κι όχι το σπαθί.
Γιατί
με το σπαθί μόνο να βγάλουμε το μάτι του διπλανού μας μπορούμε, υπερασπιζόμενοι
το φαγητό που έχουμε καταφέρει να βουτήξουμε και να κρύψουμε μέσα στα δικά μας πιθάρια,
ενώ εκεινού πεινάνε τα παιδιά του.
Το
να μοιραστούμε σήμερα το δικό μας κι αύριο το δικό του φαγητό, ούτε που μας
περνάει απ’ το νου. Το να συνεργαστούμε για να φτιάξουμε από κοινού ένα
φαγητό...ούτε για αστείο!
Βλέπεις,
αυτή είναι μια μορφή Αξιοπρέπειας που μας ξεπερνάει...
Θα
καταλαβαίναμε όλοι λίγο καλύτερα αυτές τις απλές αλήθειες, αν παίρναμε απ’ το
χέρι τη Γνώση, την κόρη της Φρόνησης.
Κι
εσύ, Συνετέ, εσύ που θέλεις να φτιάξεις τα πράγματα γιατί ίσως στην άκρη του
ματιού σου υπάρχει ακόμα μια λάμψη από ένα παλιό και ξεχασμένο όραμα να σώσεις
τούτο τον κόσμο, τούτο τον κόσμο που δεν θέλει ο ίδιος να σωθεί, καλύτερα
παντρέψου τη Γνώση και ζήσε μαζί της.
Θα
σου δείξει τη χαρά της δημιουργίας, θα σου φωτίσει το μονοπάτι της επιδίωξης,
θα σε διδάξει τα επιτεύγματα της ανεξαρτησίας, μα πιο πολύ θα σε μάθει τα λόγια
απ’ το τραγούδι της ελευθερίας, που μόνο τραγουδώντας το θα έχεις πετύχει το
σκοπό σου.
Κι
ενώ τα κάνει όλα αυτά η Γνώση, κράτα καλύτερα κρεμασμένη σε περίοπτη θέση τη
γαϊδουροκεφαλή, να τη βλέπεις καλά κι εσύ κι όλοι οι άλλοι.
Για
να μην ξεχνάς ποτέ, γιατί γίνονται όλα αυτά και τι φταίει που φτάσαμε ως εδώ.
Βλέπεις,
αν οι ευθύνες των Αστόχαστων τότε δεν βάραιναν εσένα, Συνετέ, γιατί ήσουνα πολύ
μικρός, τώρα που μεγάλωσες και τα είδες, τα έζησες, τι δικαιολογίες έχεις;
Ούτε
εσύ δεν μπορείς πια να ισχυριστείς ότι κοιμάσαι τον ύπνο του Παραπλανημένου,
γιατί του Δικαίου δεν ήτανε ούτως ή άλλως ποτέ…
Και
πού ξέρεις;
Ίσως
κάποτε –θαύματα γίνονται- μπορεί κάποιος να γράψει ένα άλλο παραμύθι, που θα
ξεκινάει κάπως έτσι:
«Μια φορά κι έναν καιρό ήταν η χώρα των
Μοιρο-Λάτρων, που κάποιος Συνετός, με τη βοήθεια της γυναίκας του, της Γνώσης,
της άλλαξε το όνομα και την έκανε Χώρα των Πολύκαρπων. Κι αυτή η χώρα δεν έχασε
την Αξιοπρέπειά της ποτέ ξανά…».
Το μουσικό χαλί που στρώνει το Παραμύθι μας αυτή την εβδομάδα είναι «Ο
Χορός», του Μάνου Χατζηδάκι, από το Θεατρικό έργο «Παραμύθι χωρίς όνομα», του
Ιάκωβου Καμπανέλλη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου