Παρασκευή 11 Σεπτεμβρίου 2015

ΕΥΑερα… (2)

Γράφει
Η Εύα Τσαροπούλου

Πέτρα, Ψαλίδι, Μολύβι, Χαρτί!

Μεγάλωσα μέσα σε ένα βιβλιοπωλείο. 
Η μαμά μου δούλευε πάντα σε βιβλιοπωλεία. Στην αρχή, στον «Προμηθέα», τον θυμάσαι;
Δεν υπάρχει πια και τότε που δούλευε εκεί, να φανταστείς, δεν ήμουν ακόμα ούτε σκέψη στο κεφάλι της.

Πολλά χρόνια μετά, όταν πια υπήρχα κι εγώ κι η αδελφή μου, εκεί σ’ ένα μικρό μαγαζάκι, γωνία Πατησίων και Κοδριγκτώνος, εκεί μεγαλώσαμε, παίζοντας οι δυο μας. 
Μέχρι που και το μαγαζί αυτό, που
κράταγε από το 1949, το έκλεισε η λαίλαπα του καιρού και της μόδας…

Έχω ακόμα στην άκρη της μύτης μου τη μυρωδιά από το φρεσκοξυμένο μολύβι, κάθε τέτοιες μέρες.
Ξέρεις, εκείνη τη λίγο στυφή μυρωδιά, που έκανε παρέα στην άλλη, εκείνη του μελανιού από τα τυπωμένα βιβλία του Οργανισμού.
Θυμάμαι τη μαμά μου να αργεί πάντα εκείνα τα βράδια.
Είχανε «παραλαβή από τον Οργανισμό», όπως έλεγε κι αυτή η κουβέντα κατακρήμνιζε κάθε παράπονό μας, πριν ακόμα αυτό προλάβει να γεννηθεί…

Οι μυρωδιές ξυπνούνε θύμησες.
Να, κοίτα ηντά’παθα τώρα! Μου ήρθε η σκληρή και συνάμα μαγική θύμηση πως η έναρξη της σχολικής χρονιάς ήταν η δική μου, προσωπική Πρωτοχρονιά.

Αντίθετα με άλλους που, από εκείνα τα χρόνια θυμούνται το πρώτο κουδούνι, τα γέλια με τους συμμαθητές ή τον αγιασμό, εγώ θυμάμαι μόνο τον ενθουσιασμό μου, όταν έφερνα «στο μαγαζί» τη λίστα με τα τετράδια, τα κανσόν, τις γόμες, τις ξύστρες, τα ψαλίδια και τα χαρτιά, παρέα με τη χαρμόσυνη προσμονή της καινούργιας τσάντας.

Βλέπεις, την ποδιά –που για λίγο την προλάβαμε- δεν την αλλάζαμε κάθε χρόνο.
Η καημένη η γιαγιά, μου έπλεκε στα τέλη κάθε καλοκαιριού με βελονάκι, έναν ολοκαίνουργιο λευκό, δαντελένιο, στρογγυλό γιακά.
Και μέχρι να αποκτήσω τη δική μου ζηλευτή ποδιά «Τσεκλένης», την οποία απέκτησα μόλις τη χρονιά που καταργήσανε οι καταραμένοι την ποδιά -κι ήταν η πρώτη φορά που πληγώθηκα τόσο, αφού δεν πρόλαβα να τη χαρώ ούτε για μία ολόκληρη σεζόν- εγώ φορούσα απ’ τις άλλες, τις πιο ανοιχτόχρωμες μπλε ποδίτσες, με μοναδικό στολίδι, εκείνο το δαντελένιο γιακαδάκι απ' τα χεράκια της γιαγιάς μου.

Αλλά την τσάντα μας, όχι!
Αυτή, κάθε χρονιά, ήταν καινούργια!
Δεν ξεκινούσε ο χρόνος δίχως μια καινούργια τσάντα κι αυτές τις άτιμες, τις είχαν πάντα κρεμασμένες πάνω απ’ το κεφάλι μας, στο ταβάνι του μαγαζιού.
Τις κατέβαζε η μάνα μου με εκείνη την περίεργη «πιάστρα», με το άγκιστρο στην άκρη της. 
Και την έβαζα να κατεβάζει και να κατεβάζει, για να διαλέξω κάθε φορά…

Η οικογένειά μου δεν είχε ποτέ άνεση στα περιττά. 
Έτσι, τα δικά μας «παιχνίδια» ήταν πάντα βιβλία, σπιράλ τετράδια και οι πιο ωραίες χρωματιστές γόμες, με άρωμα φράουλας… 
Όμως για εκείνη -τη μόνη- ημέρα μέσα στο χρόνο, εγώ κι η αδελφή μου ήμασταν τα πιο «πλούσια» παιδιά απ’ όλα τα άλλα που ξέραμε, γιατί μπορούσαμε να διαλέξουμε ό,τι μα ό,τι θέλαμε, χωρίς κανέναν περιορισμό κι η ποικιλία σε χρώματα και είδη ήταν απίστευτη!
Χωμένες μέσα στα τετράδια, μυρίζαμε τις ξυλομπογιές και τις τέμπερες, λες και με τη μυρωδιά θα διαλέγαμε τις καλύτερες, εμείς οι μικροί "εμπειρογνώμονες" του είδους. 

Εκείνα τα χρόνια ήταν άλλα.
Η τηλεόραση ήταν ακόμα στα σπάργανα, το διαδίκτυο αγέννητο κι εμείς παίζαμε σαν χαμίνια στο δρόμο με τους φίλους μας το «πέτρα, ψαλίδι, μολύβι, χαρτί», σφίγγοντας τις μπουνίτσες μας και νικώντας τους άλλους, τους λίγο πιο αργούς…
Γιατί όλη η μαγκιά του παιχνιδιού ήταν στο πόσο γρήγορος είσαι, στο πόσο εύκολα έκλεβες απ’ τα μάτια του άλλου τη μαντεψιά του πώς ακριβώς θα προσγείωνε τη δική του τη μπουνίτσα…

Εκείνα τα χρόνια ήταν άλλα.
Ήταν τα χρόνια που ζούσαμε με τη βεβαιότητα πως κάπου, σε κάποια γωνιά της γης, έστω και πολύ μακριά από μας, κάποια άλλα παιδιά έπαιζαν το ίδιο ακριβώς παιχνίδι. Κι αν δεν την είχαμε, δεν πολυσκάγαμε κιόλας…

Πες μου, πώς γίνεται να σε πονέσει κάτι που δεν ξέρεις ότι υπάρχει;

Διότι τότε δεν είχαμε τηλεόραση να δούμε με τα μάτια μας άλλα παιδιά να ξεβράζονται νεκρά στα ακρογιάλια.
Δεν είχαμε διαδίκτυο να μας πληροφορεί πως υπάρχουν γονείς που επιλέγουν να πνίξουν τα νιογέννητά τους στο θαλάσσιο δρόμο μιας αμφίβολης τύχης, απ’ το να αφήσουν τις βόμβες να τους κόβουν τα πόδια ή τα χέρια, που είναι η μόνη σιγουριά που έχουν γι' αυτά.
Δεν είχαμε φωτογραφίες από τα σκισμένα ρούχα τους ή τα καμένα τους πρόσωπα ή τα παπουτσάκια τους πεταμένα, πολύ μακριά απ’ τα μικρά τους πόδια.
Δεν είχαμε ραδιόφωνα να μεταφέρουν τις κραυγές τους στ’ αυτιά μας.
Δεν περνούσε καν απ’ το μυαλό μας η σκέψη πως δεν θα μπορούσανε ποτέ να μυρίσουν τη μυρωδιά της γόμας-φράουλα, γιατί τα χημικά θα τους είχαν καταστρέψει την όσφρηση, τη γεύση κι αυτά _αν_ είχαν σταθεί αρκετά τυχερά…
Δεν ξέραμε πώς γίνεται οι κοιλίτσες να φουσκώνουν από πείνα, δεν μπορούσαμε να φανταστούμε πως το νερό δεν μοιράζεται με δικαιοσύνη σε τούτη τη γη και πως υπάρχουν παιδιά, ίδια παιδιά με μας, ίσως με άλλο χρώμα –και ποια διαφορά κάνει ακριβώς αυτό, ποτέ μου δεν κατάλαβα, παιδιά κι αυτά, παιδιά κι εμείς- που δεν θα είχαν καν τη δύναμη να σφίξουν την αποστεωμένη τους μπουνίτσα, για να παίξουν το ίδιο παιχνίδι με μας. 
Άλλωστε, άκου ειρωνεία: Απ’ την πέτρα, το ψαλίδι, το μολύβι και το χαρτί, μόνο την πέτρα ίσως να είχαν καταφέρει να δούνε ποτέ στα μάτια τους, τα άλλα πού να ξέρανε πώς να τα περιγράψουν;

Ήταν εκείνη η όμορφη, γαλήνια εποχή που νομίζαμε πως η καινούργια σχολική χρονιά ήταν καινούργια για όλα τα παιδιά και στα δύο ημισφαίρια της γης.
Μαθαίναμε να τραγουδάμε μηχανικά το «Αν όλα τα παιδιά της γης πιάνονταν χέρι-χέρι, ο κόσμος θα γινότανε ακόμα πιο μεγάλος κι ολόκληρη τη γη μας θ’ αγκάλιαζε θαρρώ», αφού δεν έφτανε ο νους μας να κατανοήσει πως κάτι τέτοιο ποτέ δεν θα συμβεί στ’ αλήθεια.
Γιατί τούτη η γη, ξέρεις, δεν είναι δική μας για να πατάμε όπου θέλουμε πάνω της και τα χέρια των παιδιών απαγορεύεται να ενωθούν, αν το χρώμα τους δεν είναι το ίδιο, αν το δέρμα τους δεν είναι εξίσου απαλό…

Κι εγώ, που φέρω ακόμα, σαν τραύμα παιδικό, την ποδιά που δεν πρόλαβα να φορέσω αρκετά, έμαθα πια -με το σκληρότερο τρόπο- πως δεν μπορώ να κάνω τίποτα για να προσφέρω σε όλα τα παιδιά της γης αρκετό πολιτισμό, ώστε να διαθέτουν κουδούνι στα σχολειά τους, αφού σε εκείνα τα σχολειά, από χώμα ή από καλαμιές, τι να το κάνουν το κουδούνι;

Κατάλαβα πως δεν φτάνω, δεν είμαι αρκετή, για να χαρίσω σε όλα τα παιδιά του κόσμου από μια καινούργια γυαλιστερή, χαρούμενη τσάντα, μία γομίτσα φράουλα ή ένα τετράδιο μισό-μισό, απ’ αυτά που ζωγραφίζαμε την πρώτη μέρα στο σχολειό, γράφοντας επάνω: «Η οικογένειά μου». 
Γιατί φοβάμαι ότι πολλά απ’ αυτά τα παιδιά δεν θα είχαν τίποτα να ζωγραφίσουν σ’ εκείνο το μισό του τετραδίου…

Κι ενώ όλα αυτά -είναι απογοητευτικό, αλλά απολύτως αληθινό ότι- θα συνεχίσουν να συμβαίνουν, κάποια παιδιά που τα λες και τυχερά, με εκείνην την περίεργη διαβάθμιση που μόνο η τύχη διαθέτει, μεταξύ απλών ξέσκεπων ορφανών και απολύτως εξαθλιωμένων ετοιμοθάνατων, κάπου, σε κάποιες γωνιές της γης, θα συνεχίζουν να απλώνουν τις μπουνίτσες τους, παίζοντας «πέτρα, ψαλίδι, μολύβι, χαρτί», αφού κι ο υπόλοιπος κόσμος γύρω τους θα συνεχίζει να γυρίζει -δεν σταματάει ο άτιμος, ποτέ και για κανέναν.

Όπως ακριβώς συνέβαινε και τότε…

Τότε που ήμουν εγώ ένα γονατιστό παιδί, σ’ ένα μικρό βιβλιοπωλείο, γωνία Πατησίων και Κοδριγκτώνος και κοίταζα ψηλά, διαλέγοντας πολύχρωμες τσάντες, ακριβώς σαν να μετρούσα τ’ άστρα…


Το μουσικό μας χαλί γι’ αυτή την εβδομάδα, στρώνει ο Μάριος Φραγκούλης, που σε μουσική δική του και στίχους Παρασκευά Καρασούλου, μας μιλάει για «Τον εαυτό του παιδί»…


6 σχόλια:

  1. Υπέροχο!!! Ταξίδεψα σε μέρη που δε θυμόμουνα ότι είχα μέσα μου...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Εξαίσιο... μου θύμισες "τα όνειρα που έσκαψαν μες στα χρόνια κρυψώνες".

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Οι θύμησες το κάνουν αυτό...κρύβονται καλά και βγαίνουν πάντα την πιο ακατάλληλη στιγμή. :)

      Διαγραφή
  3. Έχεις ταλέντο, αληθινό. Γι'αυτό και ξυπνάς συναισθήματα..

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ευχαριστώ, πολύ όμορφο αυτό, ιδίως όταν το μόνο που κάνω είναι να "ζωγραφίζω με λέξεις". Παλιό απωθημένο γιατί δεν "έπιανε" το χέρι μου...

      Διαγραφή