Το
εβδομαδιαίο χρονογράφημα του grpost,
δια χειρός Πέμυς Γκανά
Αιγαίο, καλοκαίρι 2015
Ακολουθήσαμε το παλιό ξεχασμένο μονοπάτι.
Ο ένας πίσω από τον άλλο, ακροβατώντας
επικίνδυνα σε μια σπιθαμή γης.
Και ο γκρεμός στα δεξιά μας απειλητικός να
καταλήγει στα βαθιά γαλάζια νερά του Αιγαίου, που στραφταλίζουν αήττητα.
Πέτρες πού και πού υποχωρούν κάτω από τις
βαριές μπότες μας, μια φευγαλέα ματιά ρίχνουμε έως ότου χαθούν από τα μάτια
μας, και έπειτα συνεχίζουμε.
Απόγευμα και ο ήλιος ακόμη ψηλά, να μας καίει.
Ιδρώτας μας λούζει.
Με τα κεφάλια σκυφτά κάτω από το βάρος του
εξοπλισμού- σακίδια, τηλεσκόπια και
τρίποδα στην πλάτη, περασμένες φωτογραφικές
μηχανές με τηλεμετρικούς φακούς στον λαιμό- ακολουθούμε τα παραγγέλματα του
Λουκά.
Στην πλάτη του έχει περασμένη μόνο την κιθάρα
του.
Και τίποτα άλλο...
Μετά από ώρα φτάσαμε και σταθήκαμε στο
ψηλότερο σημείο.
Κάτω ο ερειπωμένος σκελετός μιας γιγάντιας
σκαλωσιάς, απόληξη του παλιού ορυχείου εξόρυξης ελαφρόπετρας.
Το κουφάρι παραδομένο στην λήθη στέκει μόνο,
απελπιστικά μόνο, ανάμεσα στη γη και την θάλασσα.
Τρομακτικό.
Έρημο, λαβωμένο.
Έρμαιο της φύσης, του καυτού ήλιου και του
δυνατού βοριά, της βροχής και του αφρού της θάλασσας, που μια το φιλά και το
αγκαλιάζει τρυφερά και μια το μαστιγώνει με μανία.
Στιγμιαία θλίψη μας τυλίγει.
Για λίγο, για πολύ λίγο.
Ξεδιψάμε με μπουκάλια παγωμένου νερού, ρίχνοντας
τις λιγοστές εναπομείνασες γουλιές πάνω μας, στο μέτωπο, στο πρόσωπο,
ξεπλένοντας τη σκόνη.
Οι μηχανές στήνονται γρήγορα και τα τηλεσκόπια
το ίδιο.
Παραταγμένα το ένα δίπλα στο άλλο.
Σαν τους στρατιώτες, υπάκουα, περιμένοντας την
έξοδο.
Δεν μιλάμε μεταξύ μας. Κάνει ο καθένας την
δουλειά του.
Δεν σκέφτομαι τίποτα, σαν άδειο το μυαλό
τέτοιες στιγμές, μόνο μηχανικά ρυθμίζω τις συντεταγμένες.
Σαν τελειώνω τους κοιτάζω σαν να τους βλέπω
πρώτη φορά.
Φίλοι όλοι καλοί, παλιοί, που μοιραζόμαστε τις
ίδιες αγάπες.
Τους παρατηρώ, κάποιοι έχουν ήδη γκρίζους
κροτάφους, ο χρόνος, αυτός ο επαίσχυντος, ύπουλος σύντροφος μας ρουφά την νιότη
μέρα με την μέρα, τα σώματα όμως νεανικά με σβελτάδα και έπαρση εφήβου
αρνούνται να συμβιβαστούν, μόνο ακολουθούν το πνεύμα που πεισματικά δεν
παραδίνεται.
Φωτογραφίζουν με μανία όλοι τους τον ήλιο που
δύει..
Κραυγές ενθουσιασμού, επιφωνήματα νίκης, χέρια
που υψώνονται σε γροθιές εγκλωβίζοντας μια απειροελάχιστη στιγμή που όμως καμία
σημασία δεν θα έχει μια γενιά μετά...
Ποιος θα θυμάται άραγε.
Και ποιόν θα νοιάζει άλλωστε μια ξεθωριασμένη
φωτογραφία με τον ήλιο κατακόκκινο να χάνεται πίσω απ τα νερά, κάπου σε μια
μικρή άκρη, σ έναν βράχο φυτεμένο στην καρδιά του πελάγου.
Μια απροσδιόριστη θλίψη με ζώνει.
Σαν απρόσμενα να ανακαλύπτω την ματαιότητα.
Την ανακαλύπτω μπροστά στο μεγαλείο της φύσης.
Κρύβω τα δάκρυα μου πίσω από την μηχανή.
Αλμυρά.
Κοιτώ τον ορίζοντα και τον ήλιο, μα ξαφνικά
αρνούμαι να τον φωτογραφίσω.
Μένει πάντα εκεί ψηλά, λαμπρός, μεγαλοπρεπής,
καυτός, πάντοτε ίδιος και εμείς γύρω του, θνητοί, μόνοι, με σώματα που
αρρωσταίνουν και λιώνουν και χάνονται τροφοδοτώντας έναν περίεργο, μυστήριο
κύκλο, που κάποιοι τον λένε ζωή...
Το σκοτάδι πέφτει γρήγορα.
Αν και Ιούλιος, η δροσερή αύρα της θάλασσας
μας τυλίγει.
Σκεπαζόμαστε με φλις κουβέρτες.
Κάποιοι κοιτούν ήδη το στερέωμα.
-Κοιτάξτε, φωνάζει ο Χρήστος.
-Κοιτάξτε, κοιτάξτε την μεγάλη άρκτο, απ εκεί
προεκτείνουμε και μετράμε πέντε φορές, και να μπρος μας το πολικό αστέρι του
βορά.
Με το δείχτη του δείχνει και εξηγεί.
-Η Κασσιόπη. Ανάμεσα στον Πολικό και την
Κασσιόπη κοιτάξτε προσεκτικά, βλέπετε την κορφή; Σαν σπιτάκι; Είναι ο Κηφέας!!!
Οι υπόλοιποι παρατηρούν απ τα τηλεσκόπια
ακολουθώντας τις οδηγίες του, θαυμασμός μπρος την μεγαλοσύνη του σύμπαντος.
Κοιτάζω τον Χρήστο, τον ζηλεύω, είναι ο
captain της παρέας...
Πόσα λιμάνια, πόσες θάλασσες, πόσα αστέρια,
πόσα φεγγάρια, πόσες φουρτούνες και άλλες τόσες νηνεμίες...
Πόσοι άνθρωποι, πόσοι εργάτες, πόσα πλοία και
ναυτικοί να πέρασαν και από εδώ.
Φόρτωσαν ελαφρόπετρα στα αμπάρια των πλοίων
και πήραν τον δρόμο για άλλους τόπους.
Ίσως και να έπλευσαν δίπλα σε κάποιο Λίμπερτυ,
ίσως να το κρυφοκοίταξαν, ίσως και να ονειρεύτηκαν και να πόθησαν στα κρυφά τις
νύφες που βρίσκονταν στα σπλάχνα του λαμαρινένιου κήτους.
Ίσως κάποιο ψάθινο καπέλο να στροβιλίστηκε
ψηλά και να χάθηκε σε κάποιο σημείο του ωκεανού...
Και κανείς δεν το ξανάδε και κανείς δε το
αποζητά.
Με κουβέντες ναυτικές, μας πήρε η ώρα.
Κοιτάξαμε τα πυροφάνια που απλώθηκαν παντού
και φωνάξαμε δυνατά χαιρετώντας τα καΐκια, σίγουροι όμως πως κανείς δεν μας
ακούει και δεν μας βλέπει.
Ανάψαμε φωτιά και κυκλικά καθίσαμε γύρω της.
Βγάλαμε τα σώψυχα μας.
Ομολογήσαμε φόβους ανείπωτους, χαρές μεγάλες,
λύπες αβάσταχτες που με μιας γίνανε ελαφρότερες.
Ο ήχος απ τις χορδές της κιθάρας του Λουκά μας
ημέρεψε.
Σαν να τα βρήκαμε και πάλι -έστω και για λίγο,
με τον εαυτό μας.
Κάποιοι κοιμήθηκαν χαμογελώντας και κάποιοι
στρέψαν άλλου κρύβοντας έτσι τη θλιμμένη ματιά τους.
Το ξημέρωμα περήφανο, χάραξε στον ουρανό.
Ήδη ξύπνιοι όλοι φωτογραφήσαμε μαζί την
χαραυγή, την καινούργια μέρα.
Μ αρέσει το ξημέρωμα, φεύγει η μελαγχολία του
δειλινού, φεύγει η θλίψη της ημέρας που χάνεται και την θέση της παίρνει η
αισιοδοξία της νέας...
Κατηφορίσαμε γελώντας.
Πειράγματα και αστεία, κουρασμένα τα πρόσωπα
και τα σώματα, λεύτερη και ανάλαφρη η ψυχή.
Οι γλάροι πάνω μας να κρώζουν, κάνοντας
κύκλους και βουτώντας στα δροσερά νερά.
Φτάσαμε στη Χώρα, που ήδη είχε ξυπνήσει
έχοντας μπει στους νωχελικούς ρυθμούς της.
Ένα μικρό κλαίει, δυο μαγαζάκια βγάλανε έξω
τις πραμάτειες τους, ένα γέροντας ακίνητος ψαρεύει. Ένα πράσινο αυτοκίνητο και
δυο βαριεστημένοι, αγουροξυπνημένοι λιμενικοί.
Ψαράδες που ξεμπλέκουν δίχτυα και ψάρια που
σπαρταράν έξω απ το νερό.
Τραχιά χαμόγελα πάνω στο τσιμεντένιο μικρό λιμάνι.
Δυνατές χειραψίες, χαιρετισμός και υποσχέσεις
για την επόμενη χρονιά.
Μια καμπάνα χτυπά. Μακρινός ο ήχος της, μα
δυνατός.
Ριπές ανέμου ξαφνικά μας τυλίγουν, η θάλασσα
αφρίζει απότομα.
Ένα ψάθινο καπέλο στροβιλίζεται και σηκώνεται
ψηλά, η κόκκινη κορδέλα του γλιστρά απαλά, το νερό την καταπίνει.
Χαμογελώ...
Είμαστε ζωντανοί...
Καλημέρες.
Μια πραγματική ιστορία.
Αγριλιά, καλοκαίρι 2015.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου