Γράφει
η Εύα Τσαροπούλου
Φύσηξε
άνεμος βαρύς…
Εκεί
που παλιά στραφτοκοπούσε το πιο ακριβό χρυσάφι, εκεί που αιώνων παράδοσης και
πολιτισμού έστεκαν περήφανοι, εκεί που το βήμα σου χανόταν μέσα στην πιο βαθιά,
ζεστή, μάλλινη πορφύρα...
Το
χρυσάφι χάθηκε· το βούτηξαν νύχτα, τα μνημεία καταστράφηκαν, παντού ερείπια και
σκόνη και μόνη πορφύρα στους δρόμους, το αίμα απ’ τα κομμένα μέλη όσων δεν
πρόκαμαν να κρυφτούν…
Καταλαβαίνω
αυτούς που επέλεξαν ένα
δρόμο αμφίβολης πορείας, αφήνοντας πίσω τους τα
συντρίμμια ενός αιματηρού και πιθανότατα υπαγορευμένου εμφύλιου. Είναι δικαίωμά
τους, αν όχι υποχρέωσή τους, να θέλουνε να ζήσουν μακριά από τον πόλεμο.
Ποια
είμαι εγώ που θα πω κάποιον ρίψασπι, επειδή αναζητεί έναν ήσυχο ουρανό να
κοιμίσει από κάτω τα παιδιά του; Στις μέρες που ζούμε, είναι πολύ δύσκολο να
πολεμάς με μόνο κίνητρο ερείπια κι αυτό να πρέπει να θεωρείται και «καλό».
Βλέπεις, οι ήρωες είχαν κι αυτοί την εποχή τους και
σίγουρα δεν είναι τούτη εδώ…
Σε
τέτοιες καταστάσεις, δεν υπάρχει παρά μόνο μπροστά να πας, ακόμα κι αν το
«μπροστά» καλύπτεται από αιθαλομίχλη κι αχαρτογράφητα νερά…
Επιλογή
καμία.
Αν
αυτή είναι η μία πλευρά ενός τσακισμένου, φθαρμένου νομίσματος, υπάρχει πάντα
και η άλλη· εκείνη που κρύβεται πίσω απ’ τα σύνορα...η πλευρά των άλλων.
Εμείς
οι «άλλοι», δείξαμε τον καλό μας εαυτό, τον ανθρωπιστικό μας εαυτό.
Ξαναθυμηθήκαμε πώς είναι να είσαι άνθρωπος.
Πώς
είναι να ξεχνάς τη δική σου την ανάγκη και να προστρέχεις στην ανάγκη και τη
δυστυχία του διπλανού σου.
Αφήσαμε
πίσω μας πολλές προκαταλήψεις και ρατσιστικά πρότυπα, που συνήθως καθορίζουν
ουσιαστικά τη ζωή μας, για να κάνουμε αυτό που μπορούμε κι ίσως και πιο πολλά
απ’ αυτό.
Καλά
που κάνουμε κι αν μπορούσαμε περισσότερα, πιο πολλά θα έπρεπε να κάνουμε.
Η ανάγκη δεν έχει πατρίδα, ούτε και υψωμένους
τοίχους για σύνορα.
Ανάμεσα
σε τούτη και στην άλλη πλευρά του ίδιου νομίσματος, υπάρχει ωστόσο, πολλή
μούργα μαζεμένη.
Χρειάζεται
να μπορούμε να τη συνυπολογίσουμε κι αυτήν, διότι μετράει στο συνολικό βάρος
του νομίσματος και, δυστυχώς, με αυτό καλούμαστε, τούτη τη χρονική στιγμή, να
νταραβεριστούμε.
Πολλά
δημιουργούν ετούτο το κατακάθι:
Η
Τουρκία, φυσικό σύνορο της Συρίας, είναι μία χώρα εν ειρήνη.
Γιατί
λοιπόν δεν την προτιμούν οι Σύροι πρόσφυγες, αφού απαντάει πολύ γρήγορα στην
ανάγκη τους να ξεφύγουν απ’ τον πόλεμο;
Διότι
οι Ευρωπαϊκές χώρες, εκτός από ειρήνη, διαθέτουν και κοινωνική πολιτική κι εκεί
οι πρόσφυγες μπορούν να ζήσουν, όχι απλώς ήρεμα, αλλά και με φαγητό, με
εκπαίδευση και με επίδομα, ακριβώς επειδή είναι πρόσφυγες.
Μεγάλο
ζήτημα των ημερών:
Είναι
-τη στιγμή που φτάνουν σε αυτές τις χώρες της Ευρώπης- οι Σύροι ακόμα
πρόσφυγες; Ή είναι πλέον οικονομικοί μετανάστες;
Και
πόσο ρόλο πρέπει αυτό να παίζει;
Όταν η απελπισία αλλάζει όνομα ανάλογα με τα χιλιόμετρα
που διανύει, τότε ο κόσμος μοιάζει να γίνεται πιο φτωχός, πιο κακομοίρης...
Η
Τουρκία, λειτουργώντας παράνομα, μοιάζει να προτιμά την Ελλάδα όταν προωθεί
τους Σύρους που πατούνε στα εδάφη της.
Γιατί
δεν δείχνει όμοια προτίμηση προς τη Βουλγαρία, ας πούμε;
Μήπως
γιατί έτσι κάνει οικονομία στους σμπάρους και χουμάει σε διπλά τρυγόνια; Και
τους πρόσφυγες «ξεφορτώνεται» και κάνει την Ελλάδα να φαίνεται κακιά στα μάτια
των Ευρωπαίων συμμάχων της, αφού εκ των πραγμάτων αδυνατεί να διαχειριστεί ένα
πρόβλημα που δεν είναι στα μέτρα της, αλλά ούτε και δικό της στ’ αλήθεια.
Τι
θα κερδίσει η Τουρκία;
Αιγαίο
με λένε και είμαι γαλάζιο! Κι όχι μόνον!
Σου λέει -και δικαίως- όταν τα κουτά Ελληνόπαιδα τρέχουν ξεγλωσσιασμένα να εξυπηρετήσουν τις πανανθρώπινες αλήθειες της Δικαιοσύνης και της Παγκόσμιας Ειρήνης, ως άλλες Μις Universe, εμείς μπορούμε να παίξουμε ήσυχοι το παιχνιδάκι μας, διότι είναι και πολλά τα λεφτά Άρη, οπότε βολεύει να δείξουμε στους Ευρωπαίους λογιότατους, ότι τα ελληνικά κοκκοράκια τα καταφέρανε να τους φορτώσουν μερικές εκατοντάδες χιλιάδες ξένους, που δεν είναι –φυσικά- όλοι πρόσφυγες, κάνοντάς τους «πρόβλημα της Ευρώπης».
Το ότι η Τουρκία επιλέγει ένα σαθρό διπλωματικό
παιχνίδι, εξυπηρετώντας την δική της πολιτική ατζέντα, δεν μας κάνει εμάς
λιγότερο ηλίθιους που συμμετέχουμε σε αυτό, αν με ρωτάς.
Στη δική μας ελλειμματική κυβερνητική κατάσταση
πατάει.
Της το επιτρέπουμε…
Η Τουρκία παίζει το πολιτικό της παιχνίδι και η
Ελλάδα το δημοσιοσχεσίτικο… και δεν το ξέρει και καλά.
Η
κάθε χώρα αποφασίζει μόνη της πόσους αντέχει να περιθάλψει, στο πλαίσιο της
βοήθειας που μπορεί να δώσει προς τους ξένους –αφού- προηγουμένως έχει εξασφαλίσει
τους δικούς της πολίτες.
Δεν
δικαιούται να της επιβάλλει κανείς ούτε να αλλάξει αυτόν τον αριθμό, ούτε να το
κάνει με όρους που αυτός αποφασίζει.
Δεν
θα επιβάλλει στη Γερμανία ή στη Σουηδία, για παράδειγμα, να δεχτούν
περισσότερους απ’ αυτούς που μπορούν ούτε ο Ερντογάν, με το πολιτικό του
παιχνίδι, αλλά ούτε και η δική μας κυβέρνηση, που στο όνομα ενός ανθρωπισμού
-που όμως πληρώνεται με ξένα λεφτά- θεωρεί ότι όλα μπορούν να γίνουν, μόνο και
μόνο γιατί έτσι θέλουμε εμείς, που σίγουρα έχουμε πάντα δίκιο!
Αυτή
είναι η μούργα, φίλε μου, αλλά ενώ πρέπει να τη συνυπολογίζουμε στο βάρος του
νομίσματος, οφείλουμε να θυμόμαστε ότι το νόμισμα δεν παύει να έχει και τη δική
του καθάρια αξία:
Μπορείς
εσύ να κάνεις διάκριση στα μάτια των παιδιών που θαλασσοπνίγονται και να πεις
σώστε τα προσφυγόπουλα κι αφήστε να πνιγούν τα μεταναστάκια;
Όχι
μόνο και μόνο επειδή εκείνοι τρυπάνε τις βάρκες να σωθούνε, διότι μόνο έτσι
μπορούν να σε υποχρεώσουν να τους σώσεις.
Είναι
απελπισμένοι και αυτό είναι το τελευταίο μεγάλο τους ρίσκο...η απελπισία είναι
πάντα μια καλή δικαιολογία.
Μπορείς
να μην δώσεις απ’ αυτό που έχεις κι απ’ αυτό που δεν έχεις ακόμα, για όλους
εκείνους που βρίσκονται μέσα στις λάσπες, είτε είναι παράνομοι, είτε όχι;
Είναι
λιγότερο άνθρωποι αν είναι παράνομοι μετανάστες και περισσότερο αν είναι
πρόσφυγες;
Ποιος
τραβάει τις διαχωριστικές γραμμές;
Ποιος
θα το κάνει για σένα και για μένα, που τύφλα δεν σκαμπάζουμε από διπλωματικές
συνθήκες ή μεγάλα συμφέροντα, στα οποία παίζουν ρόλο τα βαφτίσια;
Άνθρωποι
είναι όλοι -εγώ τουλάχιστον δεν μπορώ να τους πω αλλιώς...
Μπορείς
να αναλάβεις την ευθύνη να γυρίσεις την πλάτη σε αυτούς που σου απλώνουν το
χέρι πεινασμένοι, διψασμένοι, άρρωστοι, ξεγελασμένοι, μόνο και μόνο επειδή η
δική –σου- κυβέρνηση τους έκλεισε πονηρά το μάτι, τάζοντάς τους καλύτερες
μέρες;
Είναι
κακοί επειδή τις απαιτούν;
Την
πλήρωσαν με τις οικονομίες μιας ζωής σε όλους αυτούς τους επίδοξους διακινητές,
σε όλους εκείνους που κοίταζαν πάνω απ’ τον ώμο τους.
Όχι, δεν μπορείς να αδιαφορήσεις και καλά κάνεις
που δεν μπορείς.
Καλά
κάνεις που δίνεις. Ας δίνεις.
Για
να θυμάσαι πού και πού πώς είναι να είσαι άνθρωπος.
Είναι
προτιμότερο από το να γίνεσαι υπάνθρωπος, καίγοντας τα μέρη υποδοχής των
μεταναστών ή κλωτσώντας τα μικρά τους, για να μην σου βρωμίσουν τα καθαρά σου
ρούχα.
Αλλά
να ξέρουμε τι κάνουμε και τι λέμε·
Ένα
πρόβλημα που απαιτεί πολιτική λύση -κι όχι απαραίτητα απ’ τη δική σου χώρα
μόνο- στο έχουν μεταθέσει στο επίπεδο που να θεωρείται μόνον ανθρωπιστικό,
οπότε πλέον από εκεί που ήταν δική –τους- ευθύνη, γίνεται δική –σου- υπόθεση να
μην φανείς λιγότερο άνθρωπος...
Έχει
κι εδώ μούργα η ιστορία.
Μέχρι
πότε θα μπορείς να δίνεις λύση;
Μέχρι
πότε θα μπορείς να δίνεις γενικώς;
Μέχρι
πόσους θα μπορείς να σώσεις;
Σε
μία χώρα που δεν αντέχουμε να συντηρούμε τα δικά μας παιδιά, ναι, θα κόψουμε
απ’ τα δικά μας να φάνε και τα άλλα, αλλά για πόσο θα το κάνουμε αυτό; Πόσο
μεγάλη αντέχει να είναι η αγκαλιά μας;
Γιατί
καλούμαστε εμείς να δώσουμε απάντηση στα προβλήματα που δημιουργεί το «ανοίξαμε
και σας περιμένουμε»;
Φίλε μου, είναι εύκολο να κάνεις το φιλάνθρωπο με
αλλουνού την τσέπη, μόνο και μόνο γιατί αυτουνού η καρδιά δεν του το επιτρέπει
να αφήσει τον κοσμάκη πονεμένο, για να σε αποδείξει ψεύτη ή ανίκανο…
Είσαι τυχερός που κυβερνάς τέτοιο λαό.
Γιατί μετατρέπει σε ανθρωπιά την ανοησία του να σε
ψηφίσει, φροντίζοντας ταυτόχρονα, να μην σε αφήνει εκτεθειμένο...
Είσαι στ’ αλήθεια πολύ τυχερός, να τη δοξάζεις την
τύχη σου, καημένε μου!
Κοίτα
μόνο μην τους το πληρώσεις με φόβο!
Όταν
τα σύννεφα υψώνονται μαύρα στον ουρανό του «πολιτισμένου» κόσμου, είναι αμαρτία
να φοβούνται για τα δικά τους τα παιδιά, αυτοί που σήμερα βοηθάνε χωρίς δεύτερη
σκέψη όλους εκείνους που αύριο, αγανακτισμένοι απ’ αυτό που τους τάξατε και δεν
το βρήκαν, ξεσηκωθούν και χτυπήσουν, ξορκίζοντας τους δικούς τους φόβους…
Γιατί ξέρεις τι λένε: Τίποτα δεν δίνει σε έναν
φοβισμένο άνθρωπο περισσότερο κουράγιο απ’ τον φόβο του άλλου…
Ένα
πρόβλημα που έχει πτυχές τόσο ανθρωπιστικές, όσο και πολιτικές, είναι απλώς ένα
διττό πρόβλημα, τίποτα άλλο.
Οι
άνθρωποι οφείλουν να λειτουργήσουν ως άνθρωποι, με ό,τι επιβάλλει η συνείδησή
τους και οι κυβερνήσεις οφείλουν να λειτουργήσουν ως κυβερνήσεις, με ό,τι
επιβάλλει η κοινή λογική, αν υποτεθεί ότι την έχουν.
Αρκεί να θυμόμαστε όλοι πως τίποτα δεν μπορεί να
είναι πολιτικά ορθό, αν ηθικά είναι λάθος…
Αρκεί να μην μπούμε στον πειρασμό να απαντήσουμε
στην ερώτηση:
Τι θα γινόταν αν ήμασταν –εμείς- πρόσφυγες στα δικά
τους τα μέρη.
Είναι εύκολο να κάνεις σενάρια συνωμοσίας.
Δεν κοστίζουν τίποτα και δίνουν σχεδόν πάντα
ανεπιθύμητες απαντήσεις...
Στην
εποχή των μεγάλων διλημμάτων, φυσάει βαρύς ο άνεμος…
Αλλά
πού είναι το δίλημμα στ’ αλήθεια;
Κι
αν υπάρχουν διλήμματα πολιτικά ή παιχνίδια διπλωματικά, εγώ οφείλω να έχω
ξεκάθαρες τις απαντήσεις για μένα, ώστε να μπορώ να κοιμάμαι καλά το βράδυ. Μέχρι εκεί μπορώ,
φίλε...
Θέλω να μην φοβάμαι μήπως παίζω το παιχνίδι σου...
Θέλω να μπορώ να βοηθάω εκείνους που έχουν την
ανάγκη μου… χωρίς να κάνω διπλές σκέψεις στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου, για
το ποιος μπορεί να χάνει και ποιος μπορεί να κερδίζει από δικό μου χέρι…
Θέλω να με αφήσεις να εξακολουθήσω να είμαι
άνθρωπος, σε τούτο τον παράξενο, παράλογο κόσμο που ζω…
Θέλω να με αφήσεις να κάνω αυτό που η καρδιά μου
ορίζει ως σωστό.
Κι ας χάνω…
Μην κάνεις τις δικές μου αξίες, πρόσφυγες στα δικά
σου παιχνίδια!
Τάνια Τσανακλίδου - «Αν δεν σ’ αρέσει το τραγούδι
μου...σαν μία χάρη στο ζητώ, μάθε μου άλλο πιο χαρούμενο, κι αυτό δεν θα το
ξαναπώ…»…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου