Γράφει
ο
Μιχάλης Δεμερτζής
Α.
Η γενική εικόνα
Η τρέχουσα κυβέρνηση, εκτός από μερικές δεκάδες δις
ευρώ επιπλέον χρέος, φαίνεται ότι θα κληροδοτήσει στη χώρα κι έναν ισχυρό
αντιευρωπαϊσμό.
Η φιλοευρωπαϊκή συνιστώσα της κοινωνίας, όπως
έδειξε και η πρόσφατα δημοσιευμένη έρευνα με τίτλο «Τί πιστεύουν οι Έλληνες»
(από τον ερευνητικό οργανισμό «διαΝΕΟσις»), είναι χωρισμένη σε αυτούς που
βλέπουν την Ευρώπη σαν σύμμαχο και σε αυτούς που την βλέπουν σαν «κατακτητή».
Συγκεκριμένα, το 38,8% , αν και
θεωρεί ότι η χώρα
ανήκει στην Ευρώπη, πιστεύει πως «κατά τη διάρκεια της κρίσης, χώρες της
Ευρωζώνης επεχείρησαν να καθυποτάξουν την Ελλάδα».
Ο αντιευρωπαϊσμός από την άλλη (40% του συνολικού
δείγματος, περίπου όσο και ο φιλοευρωπαϊσμός), είναι συμπαγής και επιπλέον,
ευνοείται εμμέσως από τη θέση του προαναφερόμενου 38,8% των ευρωπαϊστών.
Με άλλα λόγια, αναδύεται ως η κυρίαρχη τάση στη
χώρα.
Η ελληνική αντίθεση στην Ευρώπη εκφράστηκε πολιτικά
στις αρχές του 2015 και εδραιώθηκε με το δημοψήφισμα του Ιουλίου.
Έκτοτε, δεν δείχνει σοβαρά σημάδια κάμψης και αυτό
αποδεικνύουν έως σήμερα οι κοινωνικοί θεσμοί με τις θέσεις τους.
Από τους αγρότες συνδικαλιστές, έως την Ένωση
Δικαστών και Εισαγγελέων.
Όλα τα παραπάνω επιβεβαιώνουν πως η «γεωγραφία» του
κοινοβουλίου αποτυπώνει την κοινωνική πραγματικότητα, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά
τη στάση μας απέναντι στην Ευρώπη.
Ακόμα και αν ο ΣΥΡΙΖΑ συρρικνωθεί, ο
αντιευρωπαϊσμός που, όχι μόνο καλλιέργησε αλλά και θεσμοθέτησε (ενδεικτικά:
νομοθετικές ρυθμίσεις αντίθετες στο ευρωπαϊκό κεκτημένο και «παράλληλο
πρόγραμμα»), δεν θα συρρικνωθεί συν τω χρόνω και εξίσου.
Εντωμεταξύ, αυτά συμβαίνουν σε ένα κράτος που, πριν
από 7-8 χρόνια, θεωρείτο ως ένας από τους ενθερμότερους υποστηρικτές της
Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης.
Β.
Το «Όχι» που στερεοποίησε τον αντιευρωπαϊσμό...
Μετά, ήρθε η κρίση.
Τα πρώτα χρόνια υπήρχε αδιαμφισβήτητα δυσπιστία
απέναντι στην Ευρώπη.
Ο ΣΥΡΙΖΑ καπηλεύτηκε τη κοινωνική δυσαρέσκεια- για
το κράτος, τους πολιτικούς, τους ξένους- και, χρησιμοποιώντας όλα τα
παλαιοκομματικά τερτίπια, κατέστη ο κύριος εκφραστής της.
Κατόπιν, έστρεψε τη λαϊκή αγανάκτηση επιλεκτικά
ενάντια στα πρόσωπα των «προηγούμενων» (και όχι ενάντια στις πολιτικές τους και
το κράτος που δημιούργησαν) και στην Ευρώπη.
Αυτόν τον πρώιμο και ρευστό αντιευρωπαϊσμό
αποκρυστάλλωσε ο ΣΥΡΙΖΑ.
Αρχικά τον εξέφρασε επίσημα, περαιτέρω τον διάνθισε
με τις αριστερές «φιλολαϊκές» του θέσεις και τελικά τον κωδικοποίησε πολιτικά.
Όπως φάνηκε, από το νωθρό «Οι ευρωπαίοι μάς
ζηλεύουν» της ξαπλώστρας, μέχρι το πύρινο «Όχι» του δημοψηφίσματος, η απόσταση
είναι μόνο ένα «η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση κλέβει το μέλλον των παιδιών
μας» δρόμος.
Γ.
...Και η «μάχη» κατά της Ευρώπης που τον παγίωσε.
Ακόμα και αν ήταν όμηρη της προεκλογικής της
ρητορικής πάντως, η νέα κυβέρνηση όφειλε να εκπροσωπήσει τη χώρα τηρώντας
κάποια προσχήματα, δείχνοντας έναν ελάχιστο σεβασμό σε θεσμούς και συμβάσεις.
Αντ’αυτού, πορεύτηκε με τον ίδιο τρόπο που πολιτεύεται
ο ΣΥΡΙΖΑ από την αρχή της κρίσης (δηλαδή περίπου για όσο καιρό είναι αρχηγός
του ο Αλέξης Τσίπρας): Εξωθεσμικά.
Και κάπως έτσι, φτάσαμε στη διπλωματία του
«τσαμπουκά», με τη κυβέρνηση Συριζανέλ να αγνοεί κάθε αίσθημα ευθύνης απέναντι
στο έθνος και στους συμμάχους του.
Η παραμονή της στην εξουσία τον τελευταίο ενάμιση
χρόνο, βασισμένη σε πρωτοφανή ακόμα και για την Ελλάδα λαϊκισμό, μετέτρεψε τη
χώρα από ανεπίδεκτο εταίρο, σε εταίρο-αμφισβητία του ευρωπαϊκού κεκτημένου.
Υπό μία πιο στενή πολιτική οπτική, θα μπορούσαμε να
πούμε ότι η Ελλάδα εξελίσσεται σε αντίπαλο κράτος της
Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Αφού διαπραγματευτήκαμε με απειλές, δεχόμαστε τους
όρους των «αντιπάλων» ως ήττα και όχι ως βοήθεια ή συνεργασία. Σε αυτό το
κομμάτι, η κυβέρνηση τουλάχιστον πολιτεύεται με συνέπεια: «Είμαστε εναντίον
τους».
Και έτσι- όπως συμβαίνει με κάθε συνεπή πολιτική
θέση ενός ηγέτη- χτίζονται τα αντίστοιχα κοινωνικά ερείσματα.
«Ναι, μας είπε ψέμματα», όμως «Οι συντηρητικοί
κύκλοι της Ευρώπης...».
Εν ολίγοις, ο Αλέξης Τσίπρας θα φύγει, ο νέος,
συγκροτημένος αντιευρωπαϊσμός θα μείνει. Θα έχει κοινοβουλευτική εκπροσώπηση
για καιρό.
Δ.
Τα νέα δεδομένα και η δύσκολη συνέχεια
Για μία κοινωνία που- όντας διαχρονικά ακροάτρια
ενός πολωτικού δημόσιου λόγου- έχει εκπαιδευτεί να αρκείται στην
ετεροπροσδιοριστική πλευρά της πολιτικής, το ξεκάθαρο δίπολο Αριστερά- Δεξιά
μετατράπηκε πρόσφατα σε μνημόνιο- αντιμνημόνιο και εσχάτως σε Ευρώπη-
Αντιευρώπη.
Κανένας δεν σκίζει μνημόνια πια στη Βουλή.
Το προσφυγικό επιτάχυνε την επίσημη μετάβαση προς
το ερώτημα «Ποια Ευρώπη;» και μία ενδεχόμενη, σχετική κοινοβουλευτική συζήτηση
από τις κύριες πολιτικές δυνάμεις, θα αντλούσε το κύρος της επί ζημία της
τυπικής ισχύος των θεσμικών ασφαλιστικών δικλείδων της ευρωπαϊκής μας
συμμετοχής.
Υπό τις παρούσες συνθήκες, και το πιο αισιόδοξο
σενάριο δεν φαίνεται να είναι ικανοποιητικό.
Αν υποθέσουμε πως αύριο ξυπνάμε με μία
αποφασισμένη, μεταρρυθμιστική κυβέρνηση, ευρείας κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας,
δεν μπορούμε να είμαστε πλέον σίγουροι για το τί μέλλει γενέσθαι.
Όχι, εφόσον
οι διεθνείς συνθήκες και οι κοινωνικοί φορείς μείνουν ως έχουν.
Είτε η υποτιθέμενη κυβέρνηση θα ανοίξει πολλά
εσωτερικά μέτωπα ταυτόχρονα, οπότε και θα αντιμετωπίζει προβλήματα δημόσιας
τάξης και de facto δημοκρατικής
νομιμοποίησης, είτε θα τα ανοίγει ένα ένα, ζητώντας την υπομονή των δανειστών
και των ευρωπαίων εταίρων.
Πάλι. Και μάλιστα αυτή τη φορά, με έναν αφομοιωμένο
από τον λαό και έκδηλο αντιευρωπαϊσμό.
Αυτό είναι όντως παραχώρηση της εθνικής μας
κυριαρχίας.
Να εξαρτόμαστε από τη καλή θέληση των άλλων, με όση
κατανόηση τους έχει απομείνει, χωρίς να μπορούμε να εγγυηθούμε κάτι ουσιώδες.
Τα άλλα, που οι απανταχού λαϊκιστές όριζαν ως
«παραχώρηση της εθνικής μας κυριαρχίας» (από την έκδοση του νομίσματος, μέχρι
την εφαρμογή των μνημονιακών μέτρων), στη πραγματικότητα κυκλοφορούν με το
όνομα «τήρηση των συμφωνηθέντων».
Αυτή η δεινή θέση της Ελλάδας είναι η κληρονομιά
των Συριζανέλ στην επόμενη κυβέρνηση, η οποία καλείται να αντικαταστήσει στο
δημόσιο διάλογο το οπισθοδρομικό δίλημμα «Ευρώπη- Αντιευρώπη» με το πιο ουσιαστικό
«Μεταρρύθμιση- Κρατισμός».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου