Γράφει
ο Ιωάννης Ν. Γρηγοριάδης*
Η βαθμιαία επιβολή του λαϊκισμού ως θεμελιώδους οργανωτικής αρχής του πολιτικού και κοινωνικού βίου της χώρας αποτελεί τη βαθύτερη ρίζα της ελληνικής μεταπολιτευτικής κακοδαιμονίας.
Η αμφισβήτηση της ηγεμονίας του λαϊκισμού κατέστη εφικτή μόνον μετά το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης η οποία βύθισε την Ελλάδα στη δίνη μιας πολυεπίπεδης κρίσης.
Θέματα που αποτελούσαν ταμπού επί δεκαετίες βλέπουν το φως της δημοσιότητας και υπόκεινται σε δημόσιο διάλογο. Η βαθμιαία κυριαρχία του λαϊκισμού
στο σύνολο του πολιτικού φάσματος και η διαλυτική επιρροή του στους πολιτικούς και κοινωνικούς θεσμούς, στην εξωτερική πολιτική, στην παιδεία και στην οικονομία αναδεικνύονται όλο και περισσότερο.
Ωστόσο, υπάρχει μία από τις εκφάνσεις του μεταπολιτευτικού λαϊκισμού η οποία διέλαθε την προσοχή που της αρμόζει: ο γλωσσικός λαϊκισμός.
Η λαίλαπα του λαϊκισμού ήταν αδύνατον να αφήσει αλώβητη και την ελληνική γλώσσα. Αν και ο γλωσσικός λαϊκισμός γεννήθηκε στα αριστερά του ελληνικού πολιτικού φάσματος, σύντομα έχασε το πολιτικό του πρόσημο και έγινε κοινό κτήμα του ελληνικού δημόσιου λόγου. Σειρά γλωσσικών μεταρρυθμίσεων των κυβερνήσεων της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ επέβαλε τη δημοτική και το μονοτονικό υπό το πρόσχημα του «εκδημοκρατισμού» της παιδείας και της άρσεως του «γλωσσικού διχασμού». Στην πραγματικότητα, αντικαθιστούσαν τη μια ορθοδοξία –αυτήν της καθαρεύουσας– με μιαν άλλη –αυτήν της δημοτικής– και περιθωριοποιούσαν τη λόγια παράδοση της ελληνικής γλώσσας.
Οπως στιγματιζόταν παλαιότερα η χρήση όρων της δημοτικής, έτσι δαιμονοποιήθηκε η χρήση όρων της καθαρεύουσας, σαν να μην αποτελούν και οι δύο διαφορετικές μορφές της μιας γλώσσας και να μην είναι δικαίωμα κάθε χρήστη της ελληνικής γλώσσας να επιλέγει σε ποιες περιστάσεις θα χρησιμοποιεί όρους της μιας ή της άλλης.
Η διάκριση μεταξύ γραπτού και προφορικού λόγου, σαφές και αναγκαίο χαρακτηριστικό κάθε γλώσσας, ισοπεδώθηκε στον ελάχιστο κοινό παρονομαστή, το παλλάδιο του λαϊκισμού.
Ο γλωσσικός λαϊκισμός εκφράσθηκε συχνά και ως «κάθαρση» της καθομιλουμένης γλώσσας από τις επιρροές της καθαρεύουσας. Απλοποιήθηκε η ορθογραφία λέξεων και περιορίσθηκε η χρήση των μετοχών. Συνέπεια του γλωσσικού λαϊκισμού ήταν η σαφής υποβάθμιση της ποιότητος του λόγου, δημοσίου και ιδιωτικού, και η ανάδυση μιας νέας «δημοτικής καθαρεύουσας», στην οποία ιδιαιτέρως διακρίθηκαν πολιτικοί και συνδικαλιστές όλων των κομμάτων.
Κείμενα πολιτικών, καθηγητών και δημοσιογράφων, ανθρώπων που υποτίθεται ότι είναι «τεχνίτες και δάσκαλοι του λόγου», βρίθουν σολοικισμών και βαρβαρισμών.
Λάθη επαναλαμβανόμενα, ιδίως σε συνθήκες κυριαρχίας του δημοσίου λόγου των τηλεοπτικών «παραθύρων», λειτουργούν διδακτικά και αλλοιώνουν το κοινό γλωσσικό αίσθημα.
Συνέπεια των διαδοχικών γλωσσικών μεταρρυθμίσεων, της γενικής κρίσης του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος, αλλά και της έκπτωσης του δημοσίου λόγου είναι και η ανεπαρκής γλωσσική παιδεία της νεολαίας.
Φθάσαμε στο σημείο ο μέσος απόφοιτος λυκείου να δυσκολεύεται να διαβάσει Παπαρρηγόπουλο, Βιζυηνό, Ροΐδη και Παπαδιαμάντη –ίσως και Καβάφη– και να κυκλοφορούν μεταγλωττίσεις τους στη δημοτική. Την ίδια στιγμή, ο ίδιος απόφοιτος διδάσκεται –σε ιδιωτικά συνήθως εκπαιδευτήρια– τους γραμματικούς κανόνες της αγγλικής, γαλλικής και γερμανικής «καθαρεύουσας», αν θέλει να τελειοποιήσει τη γνώση της γλώσσας και να σπουδάσει στα πανεπιστήμια των αντιστοίχων κρατών.
Κρίσιμο εργαλείο στην ηγεμονία του γλωσσικού λαϊκισμού ήταν και η ταύτιση της «καθαρεύουσας» και της αρχαίας ελληνικής με τη χούντα και την Ακροδεξιά.
Ο εξοβελισμός της «καθαρεύουσας» παρουσιάσθηκε ως δημοκρατική κατάκτηση.
Μέχρι και το Σύνταγμα μεταγλωττίσθηκε με αμφίβολης συνταγματικότητας διαδικασίες, για να μη μείνει μισή η «νίκη της δημοκρατίας».
Οποιος διεκδικούσε το δικαίωμα να κινείται στον λόγο του μεταξύ των διαφόρων μορφών της ελληνικής παρουσιαζόταν ως «ακροδεξιός» ή «χουντικός».
Η δημόσια παρουσία –στομφωδών και κατά κανόνα ημιμαθών– ακροδεξιών, οι οποίοι εμφανίζονται ως αμύντορες της ελληνικής γλώσσας, συνεχίζεται και ώς τις μέρες μας.
Η ελληνική γλώσσα και κληρονομιά όμως είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να αφήνεται στους ακροδεξιούς.
Λύση, βεβαίως, δεν αποτελεί η επαναφορά του προηγουμένου καθεστώτος, αποτελεί, ωστόσο, αναγκαία προϋπόθεση η άρση των ακροτήτων του παρόντος.
Δημοτική και καθαρεύουσα μπορούν να συνυπάρχουν, να συνδιδάσκονται και να αλληλοσυμπληρώνονται.
Η απελευθέρωση του δημοσίου λόγου από τα δεσμά της λαϊκίστικης «δημοτικής καθαρεύουσας» θα αποτελέσει αλλαγή με καίριο συμβολισμό.
Η ανάκαμψη της Ελλάδος από την πολυεπίπεδη οικονομική, κοινωνική και πολιτισμική κρίση μπορεί και πρέπει να περιλαμβάνει και τη γλώσσα.
*Ο Ιωάννης Ν. Γρηγοριάδης είναι επίκουρος καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Μπίλκεντ και επιστημονικός συνεργάτης του ΕΛΙΑΜΕΠ.
ο Ιωάννης Ν. Γρηγοριάδης*
Η βαθμιαία επιβολή του λαϊκισμού ως θεμελιώδους οργανωτικής αρχής του πολιτικού και κοινωνικού βίου της χώρας αποτελεί τη βαθύτερη ρίζα της ελληνικής μεταπολιτευτικής κακοδαιμονίας.
Η αμφισβήτηση της ηγεμονίας του λαϊκισμού κατέστη εφικτή μόνον μετά το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης η οποία βύθισε την Ελλάδα στη δίνη μιας πολυεπίπεδης κρίσης.
Θέματα που αποτελούσαν ταμπού επί δεκαετίες βλέπουν το φως της δημοσιότητας και υπόκεινται σε δημόσιο διάλογο. Η βαθμιαία κυριαρχία του λαϊκισμού
στο σύνολο του πολιτικού φάσματος και η διαλυτική επιρροή του στους πολιτικούς και κοινωνικούς θεσμούς, στην εξωτερική πολιτική, στην παιδεία και στην οικονομία αναδεικνύονται όλο και περισσότερο.
Ωστόσο, υπάρχει μία από τις εκφάνσεις του μεταπολιτευτικού λαϊκισμού η οποία διέλαθε την προσοχή που της αρμόζει: ο γλωσσικός λαϊκισμός.
Η λαίλαπα του λαϊκισμού ήταν αδύνατον να αφήσει αλώβητη και την ελληνική γλώσσα. Αν και ο γλωσσικός λαϊκισμός γεννήθηκε στα αριστερά του ελληνικού πολιτικού φάσματος, σύντομα έχασε το πολιτικό του πρόσημο και έγινε κοινό κτήμα του ελληνικού δημόσιου λόγου. Σειρά γλωσσικών μεταρρυθμίσεων των κυβερνήσεων της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ επέβαλε τη δημοτική και το μονοτονικό υπό το πρόσχημα του «εκδημοκρατισμού» της παιδείας και της άρσεως του «γλωσσικού διχασμού». Στην πραγματικότητα, αντικαθιστούσαν τη μια ορθοδοξία –αυτήν της καθαρεύουσας– με μιαν άλλη –αυτήν της δημοτικής– και περιθωριοποιούσαν τη λόγια παράδοση της ελληνικής γλώσσας.
Οπως στιγματιζόταν παλαιότερα η χρήση όρων της δημοτικής, έτσι δαιμονοποιήθηκε η χρήση όρων της καθαρεύουσας, σαν να μην αποτελούν και οι δύο διαφορετικές μορφές της μιας γλώσσας και να μην είναι δικαίωμα κάθε χρήστη της ελληνικής γλώσσας να επιλέγει σε ποιες περιστάσεις θα χρησιμοποιεί όρους της μιας ή της άλλης.
Η διάκριση μεταξύ γραπτού και προφορικού λόγου, σαφές και αναγκαίο χαρακτηριστικό κάθε γλώσσας, ισοπεδώθηκε στον ελάχιστο κοινό παρονομαστή, το παλλάδιο του λαϊκισμού.
Ο γλωσσικός λαϊκισμός εκφράσθηκε συχνά και ως «κάθαρση» της καθομιλουμένης γλώσσας από τις επιρροές της καθαρεύουσας. Απλοποιήθηκε η ορθογραφία λέξεων και περιορίσθηκε η χρήση των μετοχών. Συνέπεια του γλωσσικού λαϊκισμού ήταν η σαφής υποβάθμιση της ποιότητος του λόγου, δημοσίου και ιδιωτικού, και η ανάδυση μιας νέας «δημοτικής καθαρεύουσας», στην οποία ιδιαιτέρως διακρίθηκαν πολιτικοί και συνδικαλιστές όλων των κομμάτων.
Κείμενα πολιτικών, καθηγητών και δημοσιογράφων, ανθρώπων που υποτίθεται ότι είναι «τεχνίτες και δάσκαλοι του λόγου», βρίθουν σολοικισμών και βαρβαρισμών.
Λάθη επαναλαμβανόμενα, ιδίως σε συνθήκες κυριαρχίας του δημοσίου λόγου των τηλεοπτικών «παραθύρων», λειτουργούν διδακτικά και αλλοιώνουν το κοινό γλωσσικό αίσθημα.
Συνέπεια των διαδοχικών γλωσσικών μεταρρυθμίσεων, της γενικής κρίσης του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος, αλλά και της έκπτωσης του δημοσίου λόγου είναι και η ανεπαρκής γλωσσική παιδεία της νεολαίας.
Φθάσαμε στο σημείο ο μέσος απόφοιτος λυκείου να δυσκολεύεται να διαβάσει Παπαρρηγόπουλο, Βιζυηνό, Ροΐδη και Παπαδιαμάντη –ίσως και Καβάφη– και να κυκλοφορούν μεταγλωττίσεις τους στη δημοτική. Την ίδια στιγμή, ο ίδιος απόφοιτος διδάσκεται –σε ιδιωτικά συνήθως εκπαιδευτήρια– τους γραμματικούς κανόνες της αγγλικής, γαλλικής και γερμανικής «καθαρεύουσας», αν θέλει να τελειοποιήσει τη γνώση της γλώσσας και να σπουδάσει στα πανεπιστήμια των αντιστοίχων κρατών.
Κρίσιμο εργαλείο στην ηγεμονία του γλωσσικού λαϊκισμού ήταν και η ταύτιση της «καθαρεύουσας» και της αρχαίας ελληνικής με τη χούντα και την Ακροδεξιά.
Ο εξοβελισμός της «καθαρεύουσας» παρουσιάσθηκε ως δημοκρατική κατάκτηση.
Μέχρι και το Σύνταγμα μεταγλωττίσθηκε με αμφίβολης συνταγματικότητας διαδικασίες, για να μη μείνει μισή η «νίκη της δημοκρατίας».
Οποιος διεκδικούσε το δικαίωμα να κινείται στον λόγο του μεταξύ των διαφόρων μορφών της ελληνικής παρουσιαζόταν ως «ακροδεξιός» ή «χουντικός».
Η δημόσια παρουσία –στομφωδών και κατά κανόνα ημιμαθών– ακροδεξιών, οι οποίοι εμφανίζονται ως αμύντορες της ελληνικής γλώσσας, συνεχίζεται και ώς τις μέρες μας.
Η ελληνική γλώσσα και κληρονομιά όμως είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να αφήνεται στους ακροδεξιούς.
Λύση, βεβαίως, δεν αποτελεί η επαναφορά του προηγουμένου καθεστώτος, αποτελεί, ωστόσο, αναγκαία προϋπόθεση η άρση των ακροτήτων του παρόντος.
Δημοτική και καθαρεύουσα μπορούν να συνυπάρχουν, να συνδιδάσκονται και να αλληλοσυμπληρώνονται.
Η απελευθέρωση του δημοσίου λόγου από τα δεσμά της λαϊκίστικης «δημοτικής καθαρεύουσας» θα αποτελέσει αλλαγή με καίριο συμβολισμό.
Η ανάκαμψη της Ελλάδος από την πολυεπίπεδη οικονομική, κοινωνική και πολιτισμική κρίση μπορεί και πρέπει να περιλαμβάνει και τη γλώσσα.
*Ο Ιωάννης Ν. Γρηγοριάδης είναι επίκουρος καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Μπίλκεντ και επιστημονικός συνεργάτης του ΕΛΙΑΜΕΠ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου