Γράφει
ο Νίκος Κωνσταντάρας
«Είμαστε πολλοί, είμαστε ανεξάρτητοι, είμαστε Έλληνες», δηλώνει με τεράστια γράμματα σε πανό που καλύπτει ένα κτίριο στη Συγγρού ένα από τα μορφώματα που προέκυψαν ήδη από την επερχόμενη αναδιάταξη του πολιτικού συστήματος. Δεν έχει σημασία το κόμμα που διαλαλεί έτσι την ταυτότητά του – όλα τα κόμματα, όλα τα συνδικάτα, κάθε ομάδα, κάθε οικογένεια, κάθε χωριό θα μπορούσε να έχει το ίδιο σύνθημα.
Όλοι πιστεύουν ότι αυτοί εκφράζουν τους
πολλούς, όλοι είναι ανεξάρτητοι, όλοι είναι Έλληνες – εννοώντας είτε ότι οι άλλοι δεν είναι Έλληνες είτε ότι αυτοί είναι οι καλύτεροι της φυλής.
Έτσι, επειδή όλοι κατέχουν τη μία και αδιαίρετη αλήθεια, θα μπορούσαμε να προσθέσουμε: «Είμαστε διχασμένοι».
Δεν έχουν υπάρξει παρά ελάχιστες στιγμές, στις οποίες οι Έλληνες δεν ήταν οι χειρότεροι εχθροί των εαυτών τους.
Έτσι και σήμερα, αντιμέτωποι με την κρίση, επιστρέφουμε στη γνωστή θέση, όπου δηλώνουμε αγανακτισμένοι και ανεξάρτητοι ενώ αισθανόμαστε αδικημένοι και παρεξηγημένοι.
Είναι σαν να γεννιόμαστε ετοιμοπόλεμοι.
Από τον Τρωικό Πόλεμο έως το τελευταίο «ντέρμπι», διχαζόμαστε μέσα σε παραληρήματα εγωισμού, τυφλωνόμαστε και δεν βλέπουμε τα πραγματικά προβλήματα, τον ψύχραιμο εχθρό που παρακολουθεί.
Για χρόνια αναρωτιόμουν: Πώς γίνεται, οι Έλληνες, οι οποίοι επέζησαν σε μια από τις δυσκολότερες περιοχές του πλανήτη, οι οποίοι διέπρεψαν όπου βρέθηκαν, να δυσκολεύονται τόσο να συνεργαστούν; Τους λείπει η λογική; Ποια κατάρα σπέρνει τέτοια διχόνοια;
Τελευταία υποψιάζομαι μήπως φταίει η πολλή εξυπνάδα.
Μήπως η ισχυρή λογική των Ελλήνων τούς παγιδεύει σε μια αναπόφευκτη σύγκρουση με το περιβάλλον τους.
Αυτό υποδεικνύει η δυσκολία με την οποία ένας Έλληνας αλλάζει γνώμη, και ας έχει ισχυρά επιχειρήματα ο συνομιλητής του, καθώς και η ευκολία με την οποία συνθέτουμε σενάρια συνωμοσίας, με ελάχιστες αποδείξεις, και τα στηρίζουμε με πάθος, ενίοτε και με αυτοθυσία.
Χωρίς να διεισδύσουμε στις ψυχολογικές διαδρομές που μας κάνουν να πιστεύουμε όσα πιστεύουμε, είναι αξιοσημείωτη η εξυπνάδα που επιστρατεύουμε για να στηρίξουμε τις θέσεις μας.
Σε συζητήσεις θα δούμε τον έναν να προκαλεί τον άλλον να πει τη γνώμη του μόνο για να τον κατατροπώσει με τη δική του.
Δεν προσπαθεί ο ένας να ακούσει τον άλλον, να αξιολογήσει τα λόγια του, να ζυγίσει τη μία γνώμη εναντίον της άλλης.
Δεν μεσολαβεί πολύς χρόνος πριν έρθει η απάντηση· το οποίο σημαίνει ότι δεν γίνεται καμία προσπάθεια σύνθεσης απόψεων, αλλά, το πολύ, επιστρατεύονται δοκιμασμένα επιχειρήματα προς υποστήριξη της πάγιας θέσης του ομιλητή.
Γι’ αυτό αισθανόμαστε καλά μόνο με ανθρώπους με τις ίδιες απόψεις.
Γι’ αυτό ήταν τόσο ισχυρός ο κομματικός (και «οπαδικός») Τύπος στην Ελλάδα.
Τώρα, με το Διαδίκτυο –με τα μπλογκ και το Τουίτερ– ο καθένας μπορεί να γίνει αρχάγγελος της αίρεσης της αρεσκείας του.
Στον κόσμο των απόλυτων απόψεων, οποιαδήποτε παραδοχή της αξίας του άλλου δεν μας θωρακίζει με περισσότερη γνώση, αλλά, αντιθέτως, σηματοδοτεί τη δική μας ήττα, άρα πρέπει να αποφευχθεί με κάθε κόστος, έως και με άρνηση της πραγματικότητας.
Ίσως, όμως, αυτή η αδυναμία, η ροπή προς τη σύγκρουση, να είναι και ένα όπλο.
Ίσως η ακούραστη εξάσκηση του μυαλού, η καθολική καχυποψία, μας κρατάει σε εγρήγορση ώστε, όταν δεν σκοτωνόμαστε μεταξύ μας, να είμαστε έτοιμοι για άλλες προκλήσεις.
Όταν μας επιτρέπεται να λειτουργήσουμε με ελευθερία και μέθοδο, χωρίς τα εμπόδια που συνηθίσαμε, ριχνόμαστε στη δουλειά με όρεξη και αφοσίωση.
Όταν βρισκόμαστε σε περιβάλλον που προστατεύει και καλλιεργεί τη νηφαλιότητα και την αξιοκρατία, είμαστε έτοιμοι να ακούσουμε, να μάθουμε, να προσφέρουμε, να θυσιαστούμε.
ο Νίκος Κωνσταντάρας
«Είμαστε πολλοί, είμαστε ανεξάρτητοι, είμαστε Έλληνες», δηλώνει με τεράστια γράμματα σε πανό που καλύπτει ένα κτίριο στη Συγγρού ένα από τα μορφώματα που προέκυψαν ήδη από την επερχόμενη αναδιάταξη του πολιτικού συστήματος. Δεν έχει σημασία το κόμμα που διαλαλεί έτσι την ταυτότητά του – όλα τα κόμματα, όλα τα συνδικάτα, κάθε ομάδα, κάθε οικογένεια, κάθε χωριό θα μπορούσε να έχει το ίδιο σύνθημα.
Όλοι πιστεύουν ότι αυτοί εκφράζουν τους
πολλούς, όλοι είναι ανεξάρτητοι, όλοι είναι Έλληνες – εννοώντας είτε ότι οι άλλοι δεν είναι Έλληνες είτε ότι αυτοί είναι οι καλύτεροι της φυλής.
Έτσι, επειδή όλοι κατέχουν τη μία και αδιαίρετη αλήθεια, θα μπορούσαμε να προσθέσουμε: «Είμαστε διχασμένοι».
Δεν έχουν υπάρξει παρά ελάχιστες στιγμές, στις οποίες οι Έλληνες δεν ήταν οι χειρότεροι εχθροί των εαυτών τους.
Έτσι και σήμερα, αντιμέτωποι με την κρίση, επιστρέφουμε στη γνωστή θέση, όπου δηλώνουμε αγανακτισμένοι και ανεξάρτητοι ενώ αισθανόμαστε αδικημένοι και παρεξηγημένοι.
Είναι σαν να γεννιόμαστε ετοιμοπόλεμοι.
Από τον Τρωικό Πόλεμο έως το τελευταίο «ντέρμπι», διχαζόμαστε μέσα σε παραληρήματα εγωισμού, τυφλωνόμαστε και δεν βλέπουμε τα πραγματικά προβλήματα, τον ψύχραιμο εχθρό που παρακολουθεί.
Για χρόνια αναρωτιόμουν: Πώς γίνεται, οι Έλληνες, οι οποίοι επέζησαν σε μια από τις δυσκολότερες περιοχές του πλανήτη, οι οποίοι διέπρεψαν όπου βρέθηκαν, να δυσκολεύονται τόσο να συνεργαστούν; Τους λείπει η λογική; Ποια κατάρα σπέρνει τέτοια διχόνοια;
Τελευταία υποψιάζομαι μήπως φταίει η πολλή εξυπνάδα.
Μήπως η ισχυρή λογική των Ελλήνων τούς παγιδεύει σε μια αναπόφευκτη σύγκρουση με το περιβάλλον τους.
Αυτό υποδεικνύει η δυσκολία με την οποία ένας Έλληνας αλλάζει γνώμη, και ας έχει ισχυρά επιχειρήματα ο συνομιλητής του, καθώς και η ευκολία με την οποία συνθέτουμε σενάρια συνωμοσίας, με ελάχιστες αποδείξεις, και τα στηρίζουμε με πάθος, ενίοτε και με αυτοθυσία.
Χωρίς να διεισδύσουμε στις ψυχολογικές διαδρομές που μας κάνουν να πιστεύουμε όσα πιστεύουμε, είναι αξιοσημείωτη η εξυπνάδα που επιστρατεύουμε για να στηρίξουμε τις θέσεις μας.
Σε συζητήσεις θα δούμε τον έναν να προκαλεί τον άλλον να πει τη γνώμη του μόνο για να τον κατατροπώσει με τη δική του.
Δεν προσπαθεί ο ένας να ακούσει τον άλλον, να αξιολογήσει τα λόγια του, να ζυγίσει τη μία γνώμη εναντίον της άλλης.
Δεν μεσολαβεί πολύς χρόνος πριν έρθει η απάντηση· το οποίο σημαίνει ότι δεν γίνεται καμία προσπάθεια σύνθεσης απόψεων, αλλά, το πολύ, επιστρατεύονται δοκιμασμένα επιχειρήματα προς υποστήριξη της πάγιας θέσης του ομιλητή.
Γι’ αυτό αισθανόμαστε καλά μόνο με ανθρώπους με τις ίδιες απόψεις.
Γι’ αυτό ήταν τόσο ισχυρός ο κομματικός (και «οπαδικός») Τύπος στην Ελλάδα.
Τώρα, με το Διαδίκτυο –με τα μπλογκ και το Τουίτερ– ο καθένας μπορεί να γίνει αρχάγγελος της αίρεσης της αρεσκείας του.
Στον κόσμο των απόλυτων απόψεων, οποιαδήποτε παραδοχή της αξίας του άλλου δεν μας θωρακίζει με περισσότερη γνώση, αλλά, αντιθέτως, σηματοδοτεί τη δική μας ήττα, άρα πρέπει να αποφευχθεί με κάθε κόστος, έως και με άρνηση της πραγματικότητας.
Ίσως, όμως, αυτή η αδυναμία, η ροπή προς τη σύγκρουση, να είναι και ένα όπλο.
Ίσως η ακούραστη εξάσκηση του μυαλού, η καθολική καχυποψία, μας κρατάει σε εγρήγορση ώστε, όταν δεν σκοτωνόμαστε μεταξύ μας, να είμαστε έτοιμοι για άλλες προκλήσεις.
Όταν μας επιτρέπεται να λειτουργήσουμε με ελευθερία και μέθοδο, χωρίς τα εμπόδια που συνηθίσαμε, ριχνόμαστε στη δουλειά με όρεξη και αφοσίωση.
Όταν βρισκόμαστε σε περιβάλλον που προστατεύει και καλλιεργεί τη νηφαλιότητα και την αξιοκρατία, είμαστε έτοιμοι να ακούσουμε, να μάθουμε, να προσφέρουμε, να θυσιαστούμε.
Ευτυχώς, για τους μύριους Αχιλλείς και Αγαμέμνονες που ερωτοτροπούν με την ήττα χάριν του εγωισμού τους, υπάρχει και ένας Οδυσσέας που θα μηχανεύεται τη σωτηρία.
Για όλους τους καβγαδίζοντες Αθηναίους, υπάρχει ένας Σόλων, ο οποίος θα αυτοεξοριστεί ώστε να μην ακούει τα επιχειρήματά τους εναντίον των μεταρρυθμίσεων του.
Γι’ αυτό, μέσα στον σημερινό χαλασμό, έχει ενδιαφέρον να βλέπουμε με τι τετριμμένο τρόπο οδηγούμαστε στη διχόνοια και τη διάσπαση των πολιτικών κομμάτων μας σε μικρές μονάδες ορθόδοξης εμπιστοσύνης στους εαυτούς τους.
Μετά το Big Bang, δεν θα υπάρχει καμία άλλη επιλογή από το να συνεργαστούμε για να σωθούμε.
Πηγή: Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου