Γράφει
ο Ανδρέας Δρυμιώτης*
Το θέμα που κυριαρχεί αυτή την περίοδο είναι η διαφθορά καθώς και οι συνέπειές της.
Όλοι ανεξαιρέτως την ξορκίζουν και όλοι απορούν γιατί κάποιος άλλος δεν κάνει κάτι ώστε να παταχθεί η μάστιγα αυτή.
Σύμφωνα με το λεξικό Μπαμπινιώτη, η διαφθορά (στην οικονομική δραστηριότητα) είναι «...η κατάσταση στην οποία χρησιμοποιούνται αθέμιτα μέσα για να παραβιάζονται οι νόμοι (με δωροδοκίες, εξυπηρετήσεις, προσφορές κ.λπ.) για ιδιωτικό όφελος: ή των ανωτέρων αξιωματούχων ενός καθεστώτος ή στη δημόσια διοίκηση...».
Με πιο απλά λόγια, η διαφθορά είναι
συνδεδεμένη με τη δημόσια διοίκηση και τους εκάστοτε αξιωματούχους.
Μια αυτονόητη συνέπεια των παραπάνω είναι ότι η διαφθορά μπορεί να περιοριστεί αν περιορίσουμε το κράτος.
Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει διαφθορά στον ιδιωτικό τομέα.
Η ουσιώδης όμως διαφορά βρίσκεται στο γεγονός ότι οι πρωταγωνιστές της διαφθοράς (αξιωματούχοι) διαχειρίζονται (και σπαταλούν) τα δικά μας χρήματα και όχι τα δικά τους.
Αντίθετα, στον ιδιωτικό τομέα αν ένας επιχειρηματίας επιτρέπει (ή ανέχεται) στα στελέχη του να συναλλάσσονται κατά τρόπο ασύμφορο για την επιχείρησή του, ζημιώνεται ο ίδιος και χάνει τα δικά του χρήματα. Κακό του κεφαλιού του, αλλά όχι του δικού μας.
Αυτές τις μέρες γίνεται πολύς θόρυβος για την τελευταία «ανακάλυψη» ότι πολλοί ανάπηροι-μαϊμούδες έπαιρναν αναπηρικά επιδόματα.
Η ιστορία είναι γνωστή εδώ και πολλά χρόνια, αλλά, όπως και σε πολλά άλλα θέματα, κανείς δεν ήθελε να ασχοληθεί με αυτό.
Ίσχυε και εδώ το «δεν βαριέσαι αδελφέ».
Η απογραφή των δικαιούχων αναπηρικών επιδομάτων επανέφερε το θέμα στην επικαιρότητα.
Είναι βέβαιο ότι με την απογραφή θα περιοριστεί το φαινόμενο αυτό, αλλά στον μέλλον θα ξαναεμφανιστεί, και όταν ύστερα από καμιά δεκαριά χρόνια θα ξανακάνουμε απογραφή, θα λέμε πάλι τα ίδια.
Γιατί θα συμβεί αυτό;
Απλούστατα γιατί οι μηχανισμοί που δημιουργούν τους ανάπηρους-μαϊμούδες εξακολουθούν να παραμένουν στις θέσεις τους έτοιμοι να επαναλάβουν το έργο τους.
Κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει με ακρίβεια πόσα χρήματα έχουν δοθεί σε «μαϊμού» αναπήρους. Ακόμα χειρότερα, το κράτος, παρ’ όλο το ασφυκτικό γραφειοκρατικό σύστημά του, δεν μπορεί να αποδώσει ευθύνες και να εισπράξει έστω και μέρος από τα χρήματα αυτά.
Η πιστοποίηση της αναπηρίας γίνεται σήμερα από τις περιφέρειες και παλαιότερα από τις νομαρχίες. Δηλαδή ίσχυε (και εξακολουθεί να ισχύει) το πελατειακό σύστημα.
Οι περιφερειάρχες και οι νομάρχες εκλέγονται, και για τον σκοπό αυτό, θεωρούν ότι έχουν την υποχρέωση να κάνουν και μερικά ρουσφέτια για τους ψηφοφόρους τους.
Έτσι δημιουργείται η βιομηχανία παραγωγής «μαϊμού» αναπήρων.
Δεν είναι τυχαίο ότι μέσα στο ζενίθ της κρίσης, το 2010, που είχαμε τις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές, τα ποσά των αναπηρικών επιδομάτων σχεδόν διπλασιάσθηκαν.
Ίσως αυτό να ήταν και το σήμα κινδύνου για να ξεκινήσει η απογραφή.
Κανένας δεν αμφισβήτησε τον τρόπο χορήγησης των επιδομάτων αυτών, που είναι και η γενεσιουργός αιτία του προβλήματος.
Γιατί πρέπει, σώνει και καλά, η πιστοποίηση της αναπηρίας να γίνεται από την Τοπική Αυτοδιοίκηση; Γιατί δεν θα μπορούσε μία ή και περισσότερες ιδιωτικές επιχειρήσεις συμβεβλημένες με το Δημόσιο να χορηγούν τα πιστοποιητικά αναπηρίας;
Οι επιχειρήσεις αυτές θα ήταν υπόλογες απέναντι στο κράτος με ουσιαστικές ρήτρες σε περίπτωση χορήγησης επιδομάτων σε ανάπηρους-μαϊμούδες.
Αν, για παράδειγμα, για κάθε ευρώ που δόθηκε παράτυπα θα έπρεπε η εταιρεία να καταβάλει στο Δημόσιο το δεκαπλάσιο χωρίς χρονοβόρες διαδικασίες, αλλά μόνο ως συμβατική ρήτρα, δεν θα ήταν πολύ πιο εξασφαλισμένο το Δημόσιο;
Σήμερα, από πού θα εισπράξει τα χρήματα που έχουν καταβληθεί παράτυπα;
Από τις 30.000 ανάπηρους-μαϊμούδες;
Είναι εφικτό αυτό ή γίνεται για επικοινωνιακούς λόγους και μόνο;
Οι επιχειρήσεις αυτές θα είχαν επιλέξει με πολύ αυστηρά κριτήρια τους γιατρούς οι οποίοι θα εξέταζαν κατά περίπτωση τους αναπήρους προκειμένου να τους χορηγήσουν το σχετικό επίδομα. Επιπλέον θα είχαν δεσμεύσει συμβατικά τους γιατρούς ώστε να είναι κατοχυρωμένες σε περίπτωση παρατυπιών.
Ενώ όλοι αναγνωρίζουμε ότι υπάρχει διαφθορά στις δημόσιες υπηρεσίες, εντούτοις δεν θέλουμε να μεταφέρουμε δραστηριότητες προς τις ιδιωτικές επιχειρήσεις ώστε και το Δημόσιο να συρρικνώσουμε και να περιορίσουμε σημαντικά τη διαφθορά.
Μήπως κατά βάθος όλοι βολευόμαστε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο με τη σημερινή λειτουργία του κράτους;
Και κάτι τελευταίο.
Τα προνοιακά επιδόματα που χορηγεί το κράτος ανέρχονται στο ιλιγγιώδες ποσό των 9 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Αυτά δίνονται κάθε μήνα και δεν υπάρχει απολύτως κανένας έλεγχος για το πώς ξοδεύονται, γιατί απλούστατα είτε δίνονται μετρητά είτε πιστώνονται σε κάποιο τραπεζικό λογαριασμό.
Αν ο δικαιούχος τα ξοδεύει στα μπουζούκια ή στα καζίνο, κανείς δεν το γνωρίζει.
Στην Αίγυπτο σε 6 εκατομμύρια δικαιούχους, δίνονται σε μία επαναφορτιζόμενη κάρτα η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την αγορά βασικών αγαθών και μόνο.
Ετσι υπάρχει πλήρης καταγραφή και ιχνηλάτηση στην ανάλωση των προνοιακών επιδομάτων. Παρόμοια συστήματα ετοιμάζονται να εφαρμόσουν σε γειτονικές χώρες.
Στην Ελλάδα δυστυχώς παρόμοιες προτάσεις αντιμετωπίζονται από πολιτικούς και δημοσιογράφους με το τελεσίδικο: «Αυτά δεν γίνονται στην Ελλάδα».
Γιατί όμως;
* Ο Ανδρέας Δρυμιώτης είναι σύμβουλος επιχειρήσεων.
ο Ανδρέας Δρυμιώτης*
Το θέμα που κυριαρχεί αυτή την περίοδο είναι η διαφθορά καθώς και οι συνέπειές της.
Όλοι ανεξαιρέτως την ξορκίζουν και όλοι απορούν γιατί κάποιος άλλος δεν κάνει κάτι ώστε να παταχθεί η μάστιγα αυτή.
Σύμφωνα με το λεξικό Μπαμπινιώτη, η διαφθορά (στην οικονομική δραστηριότητα) είναι «...η κατάσταση στην οποία χρησιμοποιούνται αθέμιτα μέσα για να παραβιάζονται οι νόμοι (με δωροδοκίες, εξυπηρετήσεις, προσφορές κ.λπ.) για ιδιωτικό όφελος: ή των ανωτέρων αξιωματούχων ενός καθεστώτος ή στη δημόσια διοίκηση...».
Με πιο απλά λόγια, η διαφθορά είναι
συνδεδεμένη με τη δημόσια διοίκηση και τους εκάστοτε αξιωματούχους.
Μια αυτονόητη συνέπεια των παραπάνω είναι ότι η διαφθορά μπορεί να περιοριστεί αν περιορίσουμε το κράτος.
Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει διαφθορά στον ιδιωτικό τομέα.
Η ουσιώδης όμως διαφορά βρίσκεται στο γεγονός ότι οι πρωταγωνιστές της διαφθοράς (αξιωματούχοι) διαχειρίζονται (και σπαταλούν) τα δικά μας χρήματα και όχι τα δικά τους.
Αντίθετα, στον ιδιωτικό τομέα αν ένας επιχειρηματίας επιτρέπει (ή ανέχεται) στα στελέχη του να συναλλάσσονται κατά τρόπο ασύμφορο για την επιχείρησή του, ζημιώνεται ο ίδιος και χάνει τα δικά του χρήματα. Κακό του κεφαλιού του, αλλά όχι του δικού μας.
Αυτές τις μέρες γίνεται πολύς θόρυβος για την τελευταία «ανακάλυψη» ότι πολλοί ανάπηροι-μαϊμούδες έπαιρναν αναπηρικά επιδόματα.
Η ιστορία είναι γνωστή εδώ και πολλά χρόνια, αλλά, όπως και σε πολλά άλλα θέματα, κανείς δεν ήθελε να ασχοληθεί με αυτό.
Ίσχυε και εδώ το «δεν βαριέσαι αδελφέ».
Η απογραφή των δικαιούχων αναπηρικών επιδομάτων επανέφερε το θέμα στην επικαιρότητα.
Είναι βέβαιο ότι με την απογραφή θα περιοριστεί το φαινόμενο αυτό, αλλά στον μέλλον θα ξαναεμφανιστεί, και όταν ύστερα από καμιά δεκαριά χρόνια θα ξανακάνουμε απογραφή, θα λέμε πάλι τα ίδια.
Γιατί θα συμβεί αυτό;
Απλούστατα γιατί οι μηχανισμοί που δημιουργούν τους ανάπηρους-μαϊμούδες εξακολουθούν να παραμένουν στις θέσεις τους έτοιμοι να επαναλάβουν το έργο τους.
Κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει με ακρίβεια πόσα χρήματα έχουν δοθεί σε «μαϊμού» αναπήρους. Ακόμα χειρότερα, το κράτος, παρ’ όλο το ασφυκτικό γραφειοκρατικό σύστημά του, δεν μπορεί να αποδώσει ευθύνες και να εισπράξει έστω και μέρος από τα χρήματα αυτά.
Η πιστοποίηση της αναπηρίας γίνεται σήμερα από τις περιφέρειες και παλαιότερα από τις νομαρχίες. Δηλαδή ίσχυε (και εξακολουθεί να ισχύει) το πελατειακό σύστημα.
Οι περιφερειάρχες και οι νομάρχες εκλέγονται, και για τον σκοπό αυτό, θεωρούν ότι έχουν την υποχρέωση να κάνουν και μερικά ρουσφέτια για τους ψηφοφόρους τους.
Έτσι δημιουργείται η βιομηχανία παραγωγής «μαϊμού» αναπήρων.
Δεν είναι τυχαίο ότι μέσα στο ζενίθ της κρίσης, το 2010, που είχαμε τις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές, τα ποσά των αναπηρικών επιδομάτων σχεδόν διπλασιάσθηκαν.
Ίσως αυτό να ήταν και το σήμα κινδύνου για να ξεκινήσει η απογραφή.
Κανένας δεν αμφισβήτησε τον τρόπο χορήγησης των επιδομάτων αυτών, που είναι και η γενεσιουργός αιτία του προβλήματος.
Γιατί πρέπει, σώνει και καλά, η πιστοποίηση της αναπηρίας να γίνεται από την Τοπική Αυτοδιοίκηση; Γιατί δεν θα μπορούσε μία ή και περισσότερες ιδιωτικές επιχειρήσεις συμβεβλημένες με το Δημόσιο να χορηγούν τα πιστοποιητικά αναπηρίας;
Οι επιχειρήσεις αυτές θα ήταν υπόλογες απέναντι στο κράτος με ουσιαστικές ρήτρες σε περίπτωση χορήγησης επιδομάτων σε ανάπηρους-μαϊμούδες.
Αν, για παράδειγμα, για κάθε ευρώ που δόθηκε παράτυπα θα έπρεπε η εταιρεία να καταβάλει στο Δημόσιο το δεκαπλάσιο χωρίς χρονοβόρες διαδικασίες, αλλά μόνο ως συμβατική ρήτρα, δεν θα ήταν πολύ πιο εξασφαλισμένο το Δημόσιο;
Σήμερα, από πού θα εισπράξει τα χρήματα που έχουν καταβληθεί παράτυπα;
Από τις 30.000 ανάπηρους-μαϊμούδες;
Είναι εφικτό αυτό ή γίνεται για επικοινωνιακούς λόγους και μόνο;
Οι επιχειρήσεις αυτές θα είχαν επιλέξει με πολύ αυστηρά κριτήρια τους γιατρούς οι οποίοι θα εξέταζαν κατά περίπτωση τους αναπήρους προκειμένου να τους χορηγήσουν το σχετικό επίδομα. Επιπλέον θα είχαν δεσμεύσει συμβατικά τους γιατρούς ώστε να είναι κατοχυρωμένες σε περίπτωση παρατυπιών.
Ενώ όλοι αναγνωρίζουμε ότι υπάρχει διαφθορά στις δημόσιες υπηρεσίες, εντούτοις δεν θέλουμε να μεταφέρουμε δραστηριότητες προς τις ιδιωτικές επιχειρήσεις ώστε και το Δημόσιο να συρρικνώσουμε και να περιορίσουμε σημαντικά τη διαφθορά.
Μήπως κατά βάθος όλοι βολευόμαστε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο με τη σημερινή λειτουργία του κράτους;
Και κάτι τελευταίο.
Τα προνοιακά επιδόματα που χορηγεί το κράτος ανέρχονται στο ιλιγγιώδες ποσό των 9 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Αυτά δίνονται κάθε μήνα και δεν υπάρχει απολύτως κανένας έλεγχος για το πώς ξοδεύονται, γιατί απλούστατα είτε δίνονται μετρητά είτε πιστώνονται σε κάποιο τραπεζικό λογαριασμό.
Αν ο δικαιούχος τα ξοδεύει στα μπουζούκια ή στα καζίνο, κανείς δεν το γνωρίζει.
Στην Αίγυπτο σε 6 εκατομμύρια δικαιούχους, δίνονται σε μία επαναφορτιζόμενη κάρτα η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την αγορά βασικών αγαθών και μόνο.
Ετσι υπάρχει πλήρης καταγραφή και ιχνηλάτηση στην ανάλωση των προνοιακών επιδομάτων. Παρόμοια συστήματα ετοιμάζονται να εφαρμόσουν σε γειτονικές χώρες.
Στην Ελλάδα δυστυχώς παρόμοιες προτάσεις αντιμετωπίζονται από πολιτικούς και δημοσιογράφους με το τελεσίδικο: «Αυτά δεν γίνονται στην Ελλάδα».
Γιατί όμως;
* Ο Ανδρέας Δρυμιώτης είναι σύμβουλος επιχειρήσεων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου