Γράφει
ο Στάθης Καλύβας*
Το κεντρικό ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί στην παρούσα συγκυρία είναι αν οι εκλογές αποτρέψουν τον κίνδυνο της οικονομικής κατάρρευσης.
Οπως είναι γνωστό, η συμφωνία στήριξης που διαπραγματεύθηκε η απερχόμενη κυβέρνηση, εκτός των ρυθμίσεων που αφορούν το χρέος της χώρας («κούρεμα», ρύθμιση πληρωμών, ανακεφαλαίωση των τραπεζών), περιλαμβάνει και μια νέα δανειακή σύμβαση που είναι απαραίτητη για την ομαλή λειτουργία της οικονομίας, αφού ο προϋπολογισμός μας παραμένει ελλειμματικός.
Η υλοποίηση της σύμβασης απαιτεί την πραγματοποίηση πολλών μεταρρυθμίσεων μέσα σε ένα
ασφυκτικό χρονοδιάγραμμα.
Πρόκειται για οδυνηρές αλλά αναγκαίες μεταρρυθμίσεις που θα έπρεπε να είχαν πραγματοποιηθεί από τις προηγούμενες κυβερνήσεις δίχως εξωτερικές πιέσεις.
Ετσι όπως ήρθαν τα πράγματα, η υλοποίησή τους είναι πλέον απαραίτητη, όχι μόνο για τη μελλοντική ανάκαμψη της οικονομίας, αλλά και για την οικονομική ομαλότητα που απαιτεί τη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος και την πληρωμή μισθών και συντάξεων.
Η μη υλοποίησή τους θα οδηγήσει σχεδόν βέβαια στην ακύρωση της δανειακής σύμβασης, πράγμα που συνεπάγεται οικονομικό και κοινωνικό χάος, την πιθανή έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ και τη μακροχρόνια οικονομική υποβάθμιση της χώρας, μπροστά στην οποία η σημερινή δυσπραγία θα ωχριά.
Χρησιμοποιώ τη λέξη «σχεδόν» γιατί το πρόβλημα είναι σύνθετο και είναι αδύνατο να προβλέψει κανείς εκ των προτέρων το πώς ακριβώς θα διαμορφωθούν οι ευρωπαϊκές και διεθνείς παράμετροι.
Δύο είναι οι πιθανότερες εκδοχές για τα ξημερώματα της 7ης Μαΐου.
Η πρώτη είναι το ΠΑΣΟΚ και η Ν.Δ. να συγκεντρώσουν τις απαραίτητες έδρες για να σχηματίσουν μια κυβέρνηση συνεργασίας. Μια τέτοια εξέλιξη θα θεωρηθεί, ιδίως στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, πως συμβάλλει στην πραγματοποίηση των μεταρρυθμίσεων.
Η εκτίμηση αυτή είναι πολύ πιθανό να διαψευσθεί και μάλιστα γρήγορα.
Αφενός η κουλτούρα συνεργασίας που χαρακτηρίζει το πολιτικό σύστημα είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Αφετέρου τα δύο κόμματα διακρίνονται από την απουσία και θέλησης και ικανότητας.
Παρά την ύπαρξη κάποιων αξιόλογων στελεχών, πρόκειται -κυριολεκτικά και μεταφορικά- για χρεοκοπημένους οργανισμούς που αποτελούνται από ακατάλληλους ανθρώπους.
Πιστεύει κανείς σοβαρά πως η χώρα θα καταφέρει να αντιμετωπίσει τις τεράστιες προκλήσεις με ανθρώπους σαν τον Χρύσανθο Λαζαρίδη, τη Φώφη Γεννηματά ή τον Πύρρο Δήμα;
Επιπλέον, η νομιμοποιητική βάση των κομμάτων αυτών (δηλαδή το πελατειακό σύστημα) έχει εκλείψει (τουλάχιστον όσο παραμένουμε στο ευρώ) και η αξιοπιστία τους έχει καταρρεύσει. Συνολικά τα κόμματα αυτά δείχνουν να μην έχουν διδαχθεί τίποτα από τις εξελίξεις των δύο τελευταίων ετών, παραμένουν σε μεγάλο βαθμό όμηροι των συντεχνιών και εξακολουθούν να καλλιεργούν ψεύτικες ελπίδες στον κόσμο.
Στον βαθμό που προωθούν μεταρρυθμίσεις, το κάνουν με το ζόρι και με εκπτώσεις, ενώ ακόμα και όταν επιθυμούν ειλικρινά να τις προωθήσουν, το βασικό εργαλείο που διαθέτουν, η κρατική μηχανή, δεν μπορεί να ανταποκριθεί.
Ακόμα δηλαδή κι αν επιτευχθεί σχηματισμός κυβέρνησης συνεργασίας, ο κίνδυνος της κατάρρευσης δεν μπορεί να αποκλειστεί.
Η δεύτερη εκδοχή είναι να πλειοψηφήσουν τα κόμματα που αντιτίθενται ρητά στην υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων: η Ακρα Αριστερά (ΚΚΕ, ΣΥΡΙΖΑ) και η Ακρα Δεξιά (ΛΑΟΣ, Ανεξάρτητοι Ελληνες, Χρυσή Αυγή).
Ο σχηματισμός κυβέρνησης από τα ετερόκλητα αυτά κόμματα είναι αδύνατος.
Ενα τέτοιο αποτέλεσμα ισοδυναμεί ουσιαστικά με ακυβερνησία και προσφυγή σε νέες εκλογές.
Στο ενδιάμεσο, το πιθανότερο είναι η χώρα να οδηγηθεί σε οικονομική κατάρρευση.
Συμπερασματικά, δύσκολα οι εκλογές αυτές θα προσφέρουν τη λύση στο πρόβλημα της χώρας.
Η κατάρρευση φαντάζει πιθανή ανεξαρτήτως αποτελέσματος.
Υπάρχουν ίσως δύο αχνές ελπίδες.
Η πρώτη είναι η παρουσία ενός μικρού, αλλά ρυθμιστικού μεταρρυθμιστικού μπλοκ στη νέα Βουλή που θα μπορούσε να επιδράσει θετικά πάνω σε μια κυβέρνηση συνεργασίας, πιέζοντάς την προς την ορθή κατεύθυνση, αλλά και λειτουργώντας ως καταλύτης για τη ριζική αναδιάρθρωση των δύο παραδοσιακών κομμάτων εξουσίας.
Στο σενάριο αυτό, οι εκλογές θα μπορούσαν να εγκαινιάσουν μια περίοδο οικονομικής και πολιτικής σταθεροποίησης, ώστε η χώρα να οδηγηθεί έπειτα από 2-3 χρόνια σε εκλογές κάτω από υγιέστερες οικονομικές συνθήκες, με τις οδυνηρότερες αλλαγές πίσω της και ανανεωμένο πολιτικό προσωπικό. Συνεκτιμώντας τις προγραμματικές θέσεις των κομμάτων που αποτελούν τον μεταρρυθμιστικό πόλο, αλλά και την πορεία τους ώς τώρα, θεωρώ σαφώς καταλληλότερη για τον ρόλο αυτό τη Δράση.
Η δεύτερη είναι πως οι απαραίτητες πολιτικές αλλαγές θα πραγματοποιηθούν χαοτικά και υπό τη σκιά μιας άμεσης κατάρρευσης. Οι ριζικοί πολιτικοί μετασχηματισμοί που δεν ευδοκίμησαν ώς τώρα θα προχωρήσουν με αστραπιαίους ρυθμούς, είτε εξαιτίας της αδυναμίας σχηματισμού κυβέρνησης είτε λόγω της δομικής δυσλειτουργίας της.
Μια βίαιη ισοσκέλιση του προϋπολογισμού ή μεγάλης έκτασης ταραχές με ανθρώπινα θύματα ενδεχομένως να λειτουργήσουν λυτρωτικά, αποκαλύπτοντας την ωμή πραγματικότητα σε ένα πολιτικό προσωπικό και μια κοινωνία που εξακολουθούν να κοροϊδεύουν τον εαυτό τους.
Ισως μόνο όταν αντικρίσει κανείς την άβυσσο κατάματα κατορθώσει να κάνει το επόμενο βήμα. Εννοείται πως αν φθάσουμε σ’ αυτό το σημείο, ο κίνδυνος να προηγηθεί η κατάρρευση, ακυρώνοντας τους μετασχηματισμούς αυτούς εν τη γενέσει τους, είναι πολύ μεγάλος.
Σύντομα θα ξέρουμε.
ο Στάθης Καλύβας*
Το κεντρικό ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί στην παρούσα συγκυρία είναι αν οι εκλογές αποτρέψουν τον κίνδυνο της οικονομικής κατάρρευσης.
Οπως είναι γνωστό, η συμφωνία στήριξης που διαπραγματεύθηκε η απερχόμενη κυβέρνηση, εκτός των ρυθμίσεων που αφορούν το χρέος της χώρας («κούρεμα», ρύθμιση πληρωμών, ανακεφαλαίωση των τραπεζών), περιλαμβάνει και μια νέα δανειακή σύμβαση που είναι απαραίτητη για την ομαλή λειτουργία της οικονομίας, αφού ο προϋπολογισμός μας παραμένει ελλειμματικός.
Η υλοποίηση της σύμβασης απαιτεί την πραγματοποίηση πολλών μεταρρυθμίσεων μέσα σε ένα
ασφυκτικό χρονοδιάγραμμα.
Πρόκειται για οδυνηρές αλλά αναγκαίες μεταρρυθμίσεις που θα έπρεπε να είχαν πραγματοποιηθεί από τις προηγούμενες κυβερνήσεις δίχως εξωτερικές πιέσεις.
Ετσι όπως ήρθαν τα πράγματα, η υλοποίησή τους είναι πλέον απαραίτητη, όχι μόνο για τη μελλοντική ανάκαμψη της οικονομίας, αλλά και για την οικονομική ομαλότητα που απαιτεί τη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος και την πληρωμή μισθών και συντάξεων.
Η μη υλοποίησή τους θα οδηγήσει σχεδόν βέβαια στην ακύρωση της δανειακής σύμβασης, πράγμα που συνεπάγεται οικονομικό και κοινωνικό χάος, την πιθανή έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ και τη μακροχρόνια οικονομική υποβάθμιση της χώρας, μπροστά στην οποία η σημερινή δυσπραγία θα ωχριά.
Χρησιμοποιώ τη λέξη «σχεδόν» γιατί το πρόβλημα είναι σύνθετο και είναι αδύνατο να προβλέψει κανείς εκ των προτέρων το πώς ακριβώς θα διαμορφωθούν οι ευρωπαϊκές και διεθνείς παράμετροι.
Δύο είναι οι πιθανότερες εκδοχές για τα ξημερώματα της 7ης Μαΐου.
Η πρώτη είναι το ΠΑΣΟΚ και η Ν.Δ. να συγκεντρώσουν τις απαραίτητες έδρες για να σχηματίσουν μια κυβέρνηση συνεργασίας. Μια τέτοια εξέλιξη θα θεωρηθεί, ιδίως στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, πως συμβάλλει στην πραγματοποίηση των μεταρρυθμίσεων.
Η εκτίμηση αυτή είναι πολύ πιθανό να διαψευσθεί και μάλιστα γρήγορα.
Αφενός η κουλτούρα συνεργασίας που χαρακτηρίζει το πολιτικό σύστημα είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Αφετέρου τα δύο κόμματα διακρίνονται από την απουσία και θέλησης και ικανότητας.
Παρά την ύπαρξη κάποιων αξιόλογων στελεχών, πρόκειται -κυριολεκτικά και μεταφορικά- για χρεοκοπημένους οργανισμούς που αποτελούνται από ακατάλληλους ανθρώπους.
Πιστεύει κανείς σοβαρά πως η χώρα θα καταφέρει να αντιμετωπίσει τις τεράστιες προκλήσεις με ανθρώπους σαν τον Χρύσανθο Λαζαρίδη, τη Φώφη Γεννηματά ή τον Πύρρο Δήμα;
Επιπλέον, η νομιμοποιητική βάση των κομμάτων αυτών (δηλαδή το πελατειακό σύστημα) έχει εκλείψει (τουλάχιστον όσο παραμένουμε στο ευρώ) και η αξιοπιστία τους έχει καταρρεύσει. Συνολικά τα κόμματα αυτά δείχνουν να μην έχουν διδαχθεί τίποτα από τις εξελίξεις των δύο τελευταίων ετών, παραμένουν σε μεγάλο βαθμό όμηροι των συντεχνιών και εξακολουθούν να καλλιεργούν ψεύτικες ελπίδες στον κόσμο.
Στον βαθμό που προωθούν μεταρρυθμίσεις, το κάνουν με το ζόρι και με εκπτώσεις, ενώ ακόμα και όταν επιθυμούν ειλικρινά να τις προωθήσουν, το βασικό εργαλείο που διαθέτουν, η κρατική μηχανή, δεν μπορεί να ανταποκριθεί.
Ακόμα δηλαδή κι αν επιτευχθεί σχηματισμός κυβέρνησης συνεργασίας, ο κίνδυνος της κατάρρευσης δεν μπορεί να αποκλειστεί.
Η δεύτερη εκδοχή είναι να πλειοψηφήσουν τα κόμματα που αντιτίθενται ρητά στην υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων: η Ακρα Αριστερά (ΚΚΕ, ΣΥΡΙΖΑ) και η Ακρα Δεξιά (ΛΑΟΣ, Ανεξάρτητοι Ελληνες, Χρυσή Αυγή).
Ο σχηματισμός κυβέρνησης από τα ετερόκλητα αυτά κόμματα είναι αδύνατος.
Ενα τέτοιο αποτέλεσμα ισοδυναμεί ουσιαστικά με ακυβερνησία και προσφυγή σε νέες εκλογές.
Στο ενδιάμεσο, το πιθανότερο είναι η χώρα να οδηγηθεί σε οικονομική κατάρρευση.
Συμπερασματικά, δύσκολα οι εκλογές αυτές θα προσφέρουν τη λύση στο πρόβλημα της χώρας.
Η κατάρρευση φαντάζει πιθανή ανεξαρτήτως αποτελέσματος.
Υπάρχουν ίσως δύο αχνές ελπίδες.
Η πρώτη είναι η παρουσία ενός μικρού, αλλά ρυθμιστικού μεταρρυθμιστικού μπλοκ στη νέα Βουλή που θα μπορούσε να επιδράσει θετικά πάνω σε μια κυβέρνηση συνεργασίας, πιέζοντάς την προς την ορθή κατεύθυνση, αλλά και λειτουργώντας ως καταλύτης για τη ριζική αναδιάρθρωση των δύο παραδοσιακών κομμάτων εξουσίας.
Στο σενάριο αυτό, οι εκλογές θα μπορούσαν να εγκαινιάσουν μια περίοδο οικονομικής και πολιτικής σταθεροποίησης, ώστε η χώρα να οδηγηθεί έπειτα από 2-3 χρόνια σε εκλογές κάτω από υγιέστερες οικονομικές συνθήκες, με τις οδυνηρότερες αλλαγές πίσω της και ανανεωμένο πολιτικό προσωπικό. Συνεκτιμώντας τις προγραμματικές θέσεις των κομμάτων που αποτελούν τον μεταρρυθμιστικό πόλο, αλλά και την πορεία τους ώς τώρα, θεωρώ σαφώς καταλληλότερη για τον ρόλο αυτό τη Δράση.
Η δεύτερη είναι πως οι απαραίτητες πολιτικές αλλαγές θα πραγματοποιηθούν χαοτικά και υπό τη σκιά μιας άμεσης κατάρρευσης. Οι ριζικοί πολιτικοί μετασχηματισμοί που δεν ευδοκίμησαν ώς τώρα θα προχωρήσουν με αστραπιαίους ρυθμούς, είτε εξαιτίας της αδυναμίας σχηματισμού κυβέρνησης είτε λόγω της δομικής δυσλειτουργίας της.
Μια βίαιη ισοσκέλιση του προϋπολογισμού ή μεγάλης έκτασης ταραχές με ανθρώπινα θύματα ενδεχομένως να λειτουργήσουν λυτρωτικά, αποκαλύπτοντας την ωμή πραγματικότητα σε ένα πολιτικό προσωπικό και μια κοινωνία που εξακολουθούν να κοροϊδεύουν τον εαυτό τους.
Ισως μόνο όταν αντικρίσει κανείς την άβυσσο κατάματα κατορθώσει να κάνει το επόμενο βήμα. Εννοείται πως αν φθάσουμε σ’ αυτό το σημείο, ο κίνδυνος να προηγηθεί η κατάρρευση, ακυρώνοντας τους μετασχηματισμούς αυτούς εν τη γενέσει τους, είναι πολύ μεγάλος.
Σύντομα θα ξέρουμε.
* Ο Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Yale.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου