Γράφει
ο Χάρης Πεϊτσίνης
Το ημερολόγιο έγραφε 1922.
Λίγες βδομάδες προτού το ελληνικό στρατηγείο συμπτυχθεί στη Σμύρνη και αποστείλει τις περίφημες διαταγές του σε ώτα μη ακουόντων (γιατί τα στρατεύματα είχαν ήδη διαλυθεί και άτακτα συνέρρεαν στα παράλια της Μικράς Ασίας), στην «παλιά» Ελλάδα, η κούραση και η απελπισία του κόσμου, το βάρος των ευθυνών του πολιτικού κατεστημένου, η αντικειμενική αδυναμία εύρεσης μιας σωτήριας λύσης, όλα αυτά μαζί και καθένα χωριστά είχαν πλάσει το νεοφανές, και θνησιγενές ιδεολόγημα του «οίκαδε».
Ποιο ήταν το περιεχόμενο αυτού του ιδεολογικού υποπροϊόντος της κρίσης; ότι ο πόλεμος δεν
επρόκειτο να κερδηθεί.
Ότι οι ξένοι μας είχαν προδώσει, και οι πολιτικοί μας επίσης.
Ότι οι ελπίδες και οι θυσίες είχαν φτάσει το μέγιστο βαθμό τους, ότι αυτά που βίωνε η χώρα ήταν τα «χειρότερα», και χειρότερα δε μπορούσαν να γίνουν.
Και ότι γι’αυτό ακριβώς το λόγο, μόνη λύση, ήταν η αποχώρηση των στρατευμάτων, η εγκατάλειψη της μικρασίας, η πολιτική και οικονομική περιχαράκωσή μας «Οίκαδε»: στη φιλόξενη αγκαλιά της παλαιάς Ελλάδας, μακριά από το κρύο, μακριά από τη βία και το θάνατο που μας περίμενε στην Ανατολή.
Το ιδεολόγημα του Οίκαδε «έπιασε» το σφυγμό της πλειοψηφίας των Ελλήνων.
Ήτανε βέβαια λιγάκι ύποπτο ότι το υποστήριξαν και το προώθησαν κυρίως οι πολιτικοί που μας είχαν φτάσει στα όρια της πανωλεθρίας.
Βασικός υπερασπιστής του, ο Γ.Βλάχος, εκδότης της φιλοβασιλικής Καθημερινής.
Αντικατόπτριζε όμως μια κοινωνία στο «μεταίχμιο», ανάμεσα στην άρνηση και στην αποδοχή αυτού που ερχότανε.
Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε πόσο επηρέασε την κοινή γνώμη η ιδεολογία του Οίκαδε.
Δεν ήταν άλλωστε λαϊκή η επανάσταση που σάρωσε το θρόνο μετά την καταστροφή αλλά στρατιωτική.
Μπορούμε όμως, με την άνεση των 90 χρόνων που μας χωρίζουν από τότε να αντιληφθούμε, τον εξορθολογισμό του παράλογου, που επιχειρεί το ανθρώπινο πνεύμα, σε ακραίες συνθήκες.
Σήμερα γνωρίζουμε πως η ήττα στη Μικρά Ασία, αποτέλεσε ορόσημο στην παγκόσμια ιστορία των εθνικών καταστροφών.
Πως εξάλειψε εθνολογικά, πολιτιστικά και κοινωνικά, μια ολόκληρη μειονότητα από το χάρτη της Τουρκίας, και οδήγησε στην προσφυγιά 1,2 εκατομμύρια ψυχές.
Τότε όμως, μέσα στον πυρετό του πολέμου και των μανιασμένων εθνοκαθάρσεων εκατέρωθεν, είχε φανεί ως εθνικά περήφανη λύση: πετάμε την πετσέτα αποχωρώντας από το διεθνές γαϊτανάκι των εμπαιγμών και της υποκριτικής διπλωματίας.
Αφήνουμε τους άλλους να τα βγάλουν πέρα, και κλεινόμαστε σπίτια μας (οίκαδε).
Ο Βλάχος, απ τις σελίδες τις Καθημερινής παραινούσε τους «ξένους» να «παραλάβουν τας σημαίας τας οποίας έστησαν εις τα πρόθυρα της Κωνσταντινουπόλεως όταν επλησίαζεν ο Έλλην ελευθερωτής και ας τας στήσουν εκεί όπου θα πλησιάση σφαγεύς ο Τούρκος». Και κατέληγε : «Σήμερον φρονούμεν σπουδαίως ότι η περίοδος των προσπαθειών αυτών αίτινες έπρεπε να υπάρξουν, των θυσιών αίτινες έπρεπε να καταβληθούν, αν δεν έληξε, λήγει.».
Η πρόβλεψη αποδείχτηκε εγκληματικά λαθεμένη.
Οι θυσίες δεν σταμάτησαν. Πολλαπλασιάστηκαν σε ανείπωτο βαθμό καθώς οι δυστυχισμένες ανθρώπινες μάζες εγκατέλειπαν τη Σμύρνη.
Οι ξένοι φυσικά έδωσαν στις παραινέσεις του κου Βλάχου περί «σημαιών» τη δέουσα (μηδενική) βαρύτητα.
Και η Ελλάδα ασφαλώς και δεν πέθανε, αλλά βίωσε ό,τι πιο κοντινό υπήρχε σε θάνατο.
Τώρα ας επιστρέψουμε λίγο στο σήμερα.
Η χώρα βρίσκεται και πάλι στο μεταίχμιο. Εδώ και τρία χρόνια περίπου βιώνει μια μανιασμένη μάχη με τους εταίρους της, τους δανειστές της και τον ίδιο της τον εαυτό.
Οι ψηφισμένες δανειακές συμβάσεις οδήγησαν την ελληνική πολιτική τάξη σε υφεσιακές πολιτικές, ως στρατηγική επιλογή για την αποφυγή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
Το τελικό αποτέλεσμα θυσίασε την ευημερία της μεσαίας τάξης, όχι σε κάποιο υποτιθέμενο βωμό των επί γης δανειστών μας, αλλά στο ναό του κρατισμού και της πελατειακής δημοκρατίας.
Στη θέση των απολύσεων και των λουκέτων σε άχρηστους φορείς και οργανισμούς, είδαμε οριζόντιες περικοπές μισθών και συντάξεων.
Στη θέση των εσόδων από αποκρατικοποιήσεις, νιώσαμε στο πετσί μας την ένταση της φορολογικής λεηλασίας.
Για το έτος 2010, το ελληνικό κράτος εγγυήθηκε κοινοπρακτικά δάνεια του ζημιογόνου ΟΣΕ ύψους περίπου800 εκ. Ευρώ, περισσότερα από όσα εισέπραξε το 2011 από το καταστροφικό «χαράτσι» στα ακίνητα.
Υπό αυτές τις συνθήκες, το να μιλάμε για αναδιανομή πλούτου του παραγωγικού μέρους της κοινωνίας προς το μη-παραγωγικό, δε θα ήταν υπερβολή, πράγμα που οι δανειστές μας δεν παρέλειψαν να επισημάνουν.
Η λαϊκή δυσαρέσκεια έφτασε, όπως ήταν αναμενόμενο, στα όρια της κοινωνικής έκρηξης.
Μαζί της εισέβαλαν χειμαρρωδώς στο χώρο των ΜΜΕ και των κοινωνικών δικτύων, ένα σωρό σενάρια «εναλλακτικών λύσεων», που όλα ως κοινό παρονομαστή είχαν τη λεγόμενη «στάση πληρωμών».
Τα επιχειρήματα, και οι προτεινόμενες στρατηγικές «εξόδου» από την κρίση είναι τόσες πολλές που δεν μπορεί κανείς να απαντήσει σε όλες μέσα στον περιορισμένο χώρο ενός κειμένου.
Ακούστηκαν ανεκδιήγητες αντιφάσεις, όπως ότι τα δάνεια που λάβαμε σε συνθήκες δημοκρατίας ήταν επαχθή, ενώ την ίδια στιγμή οι ίδιες φωνές διεκδικούσαν να διεκδικηθεί στο ακέραιο το αναγκαστικό δάνειο που η χιτλερική δικτατορία έλαβε από την Ελλάδα ( παρεπιπτόντως, το επαχθές ενός δανείου εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το πολίτευμα του έθνους που το αναλαμβάνει). Ακούστηκαν και άλλα ευτράπελα, όπως ότι πληρώνουμε αδίκως, ακόμα και σήμερα, προπολεμικά δάνεια, σουλτανικά δάνεια, δάνεια της ανεξαρτησίας (στην πραγματικότητα τα προπολεμικά δάνεια αποπληρώθηκαν το 1998, και μέχρι τότε συνιστούσαν ποσοστό λιγότερο του 1% των συνολικών δανειακών υποχρεώσεων της χώρας).
Ότι το ξανθό γένος του Προέδρου Πούτιν θα μας έσωζε, αν οι δοσιλογικές κυβερνήσεις δεν προχωρούσαν στην ανάληψη δανείου από το ΔΝΤ (ενώ ως γνωστόν το 2010, ο πολύς Μεντβέντεφ είχε συστήσει στον Γ.Α.Π. την προσφυγή στο ΔΝΤ για την επίλυση των οικονομικών προβλημάτων της χώρας).
Αλλά το μεγαλύτερο και πιο ανθεκτικό απ’όλα τα παραμύθια της κρίσης, είναι ότι η πλήρης στάση πληρωμών αποτελεί μονόδρομο για την έξοδο από την κόλαση που ζούμε.
Ενώ λοιπόν οι συζητήσεις κορυφώνονταν για την ψήφιση του νέου Μνημονίου, χιλιάδες Έλληνες, απλοί πολίτες, βροντοφώναξαν την αντίθεσή τους σε αυτό.
Στα ραδιόφωνα, στις τηλεοράσεις, στις πλατείες, διατράνωσαν και συνεχίζουν να διατρανώνουν πως προτιμούν μια άμεση χρεωκοπία από την «εσαεί εξάρτηση μας από τους δανειστές και την ΕΕ». Αρωγοί και εμπνευστές αυτών των πρωτοβουλιών, κόμματα και προσωπικότητες που πρωταγωνίστησαν στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης και της υπερχρέωσης.
Στο πλάι τους «ρεαλιστές» οικονομολόγοι όπως ο κος Βαρουφάκης, που συστήνουν να χρεωκοπήσουμε μ’ένα χαμόγελο, να «αγκαλιάσουμε» τους φόβους μας, εκβιάζοντας έτσι την γηραιά Ευρώπη.
Ο κος Βαξεβάνης, μέσα στη θολούρα της κρίσης, και στην γενική διασάλευση της κοινωνικής ψυχραιμίας, έρχεται να εξορθολογίσει για μια ακόμα φορά στην ελληνική ιστορία το παράλογο λέγοντας: «η στάση πληρωμών θα εγκαινιάσει μια δύσκολη περίοδο, όχι όμως δυσκολότερη από αυτή που θα ξεκινήσει αν πτωχεύσουμε στο μέλλον με άλλους όρους. Η χώρα θα γίνει ανταγωνιστική. Η Αργεντινή είναι ένα από τα διεθνή παραδείγματα που αποδεικνύουν πως η στάση πληρωμών, δεν είναι πτώχευση που περιγράφουν στα δελτία ειδήσεων.».
Στο ίδιο άρθρο, οι ξένοι κακίζονται για την εκμετάλλευση της χώρας, όταν τις εποχές των παχιών αγελάδων, το ελληνικό κράτος δανειζόταν για να αγοράζει γερμανικά όπλα, «εκπαιδεύοντας» τους Έλληνες στις μίζες (στην πραγματικότητα, η νοοτροπία της αγοράς οπλισμού ως αντάλλαγμα για την παροχή εύκολων δανείων, ήταν συνήθης για το ελληνικό κράτος ήδη από την εποχή του Βενιζέλου, και χρησιμοποιήθηκε επανειλημμένα από τους Έλληνες πολιτικούς για να ανοίξουν νέες αγορές κεφαλαίων στον αδηφάγο ελληνικό κρατισμό.).
Η όλη επιχειρηματολογία συνιστά, από πολλές πλευρές, το νέο Οίκαδε.
Σε συνθήκες κοινωνικής κρίσης, που τα όρια της λογικής και του παραλογισμού συγχέονται, ένα μέρος της πολιτικής τάξης και της διανόησης προσπαθούν -για άγνωστους λόγους, ψυχολογικούς και μη- να τετραγωνίσουν τον κύκλο, να αμβλύνουν τις γωνίες της επερχόμενης καταστροφής, να αθωώσουν την κοινωνία από τις ευθύνες της, και να παρουσιάσουν την τελική ήττα ως σωτηρία. «Είμαστε μπλεγμένοι σε μια μάχη εκ των προτέρων χαμένη» μας λένε.
«Οι ξένοι μας ενέπλεξαν στα παιχνιδάκια τους, οι αγορές μας ξεπούλησαν στο παγκόσμιο παζάρι, δε φταίμε εμείς. Ας αποδεχτούμε το αναπόφευκτο, ας υποταχτούμε στη μοίρα μας, ας τερματίσουμε τις θυσίες εδώ και τώρα, αρκετά υποφέραμε».
Στους λίγους που θα αντιτείνουν πως αυτή η λύση συνιστά το πολιτικό αντίστοιχο της ευθανασίας, απαντούν απερίσκεπτα, πως στην πραγματικότητα, πρόκειται για συνταγή ανάνηψης.
Φυσικά, η συνταγή του οίκαδε, είναι δημοφιλής, δημοφιλέστατη στην κοινή γνώμη, που ανακατεύτηκε σε μια περιπέτεια, τις διαστάσεις της οποίας ούτε είχε προβλέψει, ούτε μπορεί πλήρως να κατανοήσει. Είναι δημοφιλέστατη και σε μια μερίδα του πολιτικού κόσμου, καθώς συνιστά την κολυμβήθρα του Σιλωάμ για τη συμμετοχή του στη διεφθαρμένη 30ετία του υπερδανεισμού και των οικονομικών εγκλημάτων σε βάρος του λαού μας.
Δεν παύει όμως να είναι μια «μαγική εικόνα», μια ψεύτικη ελπίδα, που η πολιτική της αξία θα εξαϋλωθεί την επόμενη της καταστροφής, όπως ακριβώς εξαϋλώθηκε το οίκαδε του Βλάχου, στη θέα των εκατομμυρίων μικρασιατών προσφύγων, που στοιβάζονταν στα λιμάνια και τους σταθμούς.
Επειδή ακριβώς, το νέο Οίκαδε, όπως και το παλιό, απευθύνεται στο θυμικό και την αγανάκτηση, όχι την κοινή λογική, δεν στηρίζεται σε ορθολογικά επιχειρήματα και ψύχραιμους συλλογισμούς.
Ακόμα λοιπόν αναμένουμε απάντηση από τους οπαδούς της πτώχευσης σε αμείλικτα ερωτήματα:
Δεν περιμένουμε απαντήσεις σε όλα αυτά τα ερωτήματα.
Ούτε οι οπαδοί του πρώτου οίκαδε, ούτε και οι οπαδοί του δεύτερου μπορούν να προσφέρουν κάτι παραπάνω από ευχολόγια.
Οι συγκρίσεις με χώρες σαν την Αργεντινή προϋποθέτουν αληθινή γνώση της εξαθλίωσης που έφερε η κρίση τις πρώτες ημέρες μετά τη στάση πληρωμών.
Υπήρξαν εποχές μετά τη χρεωκοπία, που στην Αργεντινή το 55% του λαού βρισκόταν κάτω από το όριο της φτώχειας, πολιορκώντας τράπεζες και υπουργεία.
Ακόμα και σήμερα, ανεξάρτητοι αναλυτές υποστηρίζουν πως ο πληθωρισμός της χώρας-υποδείγματος για τους οπαδούς του σύγχρονου Οίκαδε, ανέρχεται στο 25%.
Ακόμα και σήμερα στην Αργεντινή της «εντυπωσιακής ανάπτυξης», το 30% του πληθυσμού βρίσκεται κάτω από το όριο της φτώχειας, όταν στην Ελλάδα, στο αποκορύφωμα της κρίσης, το αντίστοιχο ποσοστό είναι περίπου 20%.
Φυσικά, αυτός ο συνδυασμός πτώχευσης, εξαθλίωσης και πληθωρισμού δεν μας είναι καθόλου άγνωστος.
Τον Απρίλιο του 1932, εγκαταλείφθηκε η σταθεροποίηση της δραχμής.
Από τότε, μέχρι το Δεκέμβρη του ίδιου χρόνου η δραχμή θα απωλέσει το 60% της ονομαστικής της αξίας.
Το ίδιο έτος, ο Βενιζέλος ζητά από τη Δημοσιονομική Επιτροπή της Κοινωνίας των Εθνών αλλά και από τις τρείς Μεγάλες Δυνάμεις, πενταετή αναστολή στην καταβολή χρεολυσίων του εξωτερικού δανεισμού.
Η χώρα χρεωκοπεί, ο κόσμος γίνεται φτωχότερος, οι πολυπόθητες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις όχι μόνο δε γίνονται, αλλά αντικαθίστανται από διαδοχικά πραξικοπήματα που φέρνουν τελικά την πτώχευση του ίδιου του κοινοβουλευτισμού, και τον Ιωάννη Μεταξά στην εξουσία.
Από τις 17.11.1974 μέχρι τις 4.10.2009 πέρασαν 34 χρόνια, 10 μήνες και 17 ημέρες.
Από αυτές το ΠΑΣΟΚ κυβέρνησε τα 18 χρόνια και 24 ημέρες και η ΝΔ κυβέρνησε 15 χρόνια, 11 μήνες και 26 ημέρες.
Η πρώτη κυβέρνηση Καραμανλή υπετετραπλασίασε το δημόσιο χρέος.
Η κυβέρνηση Παπανδρέου το οκταπλασίασε.
Η κυβέρνηση Σημίτη διπλασίασε το χρέος που βρήκε από τον προκάτοχό της.
Και τέλος ο Καραμανλής ο νεώτερος, παρέδωσε το χρέος αυξημένο κατά 107,5 δις ευρώ, ή αλλιώς 58% από όσο το παρέλαβε.
Πολλά από τα μέτρα που έπρεπε να λάβουν εκείνες οι κυβερνήσεις, τα περιλαμβάνει το νέο κείμενο του Μνημονίου.
Ιδιωτικοποιήσεις και εξορθολογισμός των δαπανών.
Κατάργηση φόρων και κρατήσεων υπέρ τρίτων.
Περιορισμός του προσωπικού του δημόσιου τομέα.
Απλούστευση του φορολογικού συστήματος, κατάργηση του γιγάντιου Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων.
Φυσικά τα αρνητικά στοιχεία του Μνημονίου είναι και αυτά μια δυσάρεστη πραγματικότητα.
Όμως τα περισσότερα δε θα ήταν αναγκαία αν οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις είχαν εφαρμοστεί τα προηγούμενα δύο χρόνια.
Συζητάμε σήμερα βαρυγκομώντας για τη μείωση του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων κατά 150.000 τη στιγμή που μόνο για το 2005, οι «γαλάζιες» προσλήψεις έφθασαν τις 151.600. Προσπαθούμε να αντιληφθούμε πώς φτάσαμε σε αυτήν την κομματοκρατούμενη ολιγαρχία, όταν το 1986, το 96% των μελών της Κεντρικής Επιτροπής του ΠΑΣΟΚ είχαν ενταχθεί στη δημόσια διοίκηση.
Προσδωκούμε σε σωτηρία με την επιστροφή μας στη δραχμή, όταν επί τριάντα χρόνια ζούσαμε έναν νομισματικό και μακροοικονομικό λαϊκισμό γιγάντιων διαστάσεων, ενώ μόνη εποχή σταθεροποίησης του νομίσματος υπήρξε αυτή που προηγήθηκε της ένταξης μας στο ευρώ, οπότε στοχεύαμε στην ουσιαστική σύγκλιση με τις ευρωπαϊκές οικονομίες, χάρη στις πολιτικές του Λουκά Παπαδήμου (τότε διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος).
Δε θα ήταν υπερβολή να υποστηρίξουμε πως τόσο κατά τη σύνδεσή μας με την ΕΟΚ, όσο και κατά τη σύνδεσή μας με το ευρώ, η ευρωπαϊκή προοπτική αποτέλεσε το θεσμικό «αντίβαρο» στην τριτοκοσμική νοοτροπία των ηγετών, των συνδικάτων και της πολιτικής νομενκλατούρας.
Αντίθετα με την εποχή της μικρασιατικής καταστροφής, σήμερα οι οπαδοί της ούτως ειπείν «συνέχισης» του αγώνα, έχουν ένα απτό όραμα, και ένα ουσιαστικό εργαλείο στα χέρια τους.
Μια ευρωπαϊκή προοπτική -μονόδρομο για την πορεία μας ως χώρας του πολιτισμένου κόσμου.
Ένα παρελθόν χρεωκοπιών και φτώχειας που δεν οδήγησαν σε κάποια ουσιαστική κάθαρση, σαν αυτή που μας υπόσχονται οι οπαδοί του οίκαδε αλλά σε καταστροφές και δικτατορίες.
Παραδείγματα από το παρελθόν για την φτώχεια και την εξαθλίωση που προκαλεί η διεθνής απομόνωση.
Στεκόμαστε λοιπόν εδώ, στο τελικό σύνορο, ανάμεσα σε δύο κόσμους.
Τους επόμενους μήνες, θα παιχτεί μια ολόκληρη φάση της νεότερης ελληνικής ιστορίας.
Ας ελπίσουμε ότι στην τελική επιλογή, θα βαρύνει περισσότερο η σοφία, παρά η αγανάκτηση του λαού και των ταγών του.
Πηγή: e-rooster.gr
ο Χάρης Πεϊτσίνης
Το ημερολόγιο έγραφε 1922.
Λίγες βδομάδες προτού το ελληνικό στρατηγείο συμπτυχθεί στη Σμύρνη και αποστείλει τις περίφημες διαταγές του σε ώτα μη ακουόντων (γιατί τα στρατεύματα είχαν ήδη διαλυθεί και άτακτα συνέρρεαν στα παράλια της Μικράς Ασίας), στην «παλιά» Ελλάδα, η κούραση και η απελπισία του κόσμου, το βάρος των ευθυνών του πολιτικού κατεστημένου, η αντικειμενική αδυναμία εύρεσης μιας σωτήριας λύσης, όλα αυτά μαζί και καθένα χωριστά είχαν πλάσει το νεοφανές, και θνησιγενές ιδεολόγημα του «οίκαδε».
Ποιο ήταν το περιεχόμενο αυτού του ιδεολογικού υποπροϊόντος της κρίσης; ότι ο πόλεμος δεν
επρόκειτο να κερδηθεί.
Ότι οι ξένοι μας είχαν προδώσει, και οι πολιτικοί μας επίσης.
Ότι οι ελπίδες και οι θυσίες είχαν φτάσει το μέγιστο βαθμό τους, ότι αυτά που βίωνε η χώρα ήταν τα «χειρότερα», και χειρότερα δε μπορούσαν να γίνουν.
Και ότι γι’αυτό ακριβώς το λόγο, μόνη λύση, ήταν η αποχώρηση των στρατευμάτων, η εγκατάλειψη της μικρασίας, η πολιτική και οικονομική περιχαράκωσή μας «Οίκαδε»: στη φιλόξενη αγκαλιά της παλαιάς Ελλάδας, μακριά από το κρύο, μακριά από τη βία και το θάνατο που μας περίμενε στην Ανατολή.
Ήτανε βέβαια λιγάκι ύποπτο ότι το υποστήριξαν και το προώθησαν κυρίως οι πολιτικοί που μας είχαν φτάσει στα όρια της πανωλεθρίας.
Βασικός υπερασπιστής του, ο Γ.Βλάχος, εκδότης της φιλοβασιλικής Καθημερινής.
Αντικατόπτριζε όμως μια κοινωνία στο «μεταίχμιο», ανάμεσα στην άρνηση και στην αποδοχή αυτού που ερχότανε.
Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε πόσο επηρέασε την κοινή γνώμη η ιδεολογία του Οίκαδε.
Δεν ήταν άλλωστε λαϊκή η επανάσταση που σάρωσε το θρόνο μετά την καταστροφή αλλά στρατιωτική.
Μπορούμε όμως, με την άνεση των 90 χρόνων που μας χωρίζουν από τότε να αντιληφθούμε, τον εξορθολογισμό του παράλογου, που επιχειρεί το ανθρώπινο πνεύμα, σε ακραίες συνθήκες.
Σήμερα γνωρίζουμε πως η ήττα στη Μικρά Ασία, αποτέλεσε ορόσημο στην παγκόσμια ιστορία των εθνικών καταστροφών.
Πως εξάλειψε εθνολογικά, πολιτιστικά και κοινωνικά, μια ολόκληρη μειονότητα από το χάρτη της Τουρκίας, και οδήγησε στην προσφυγιά 1,2 εκατομμύρια ψυχές.
Τότε όμως, μέσα στον πυρετό του πολέμου και των μανιασμένων εθνοκαθάρσεων εκατέρωθεν, είχε φανεί ως εθνικά περήφανη λύση: πετάμε την πετσέτα αποχωρώντας από το διεθνές γαϊτανάκι των εμπαιγμών και της υποκριτικής διπλωματίας.
Αφήνουμε τους άλλους να τα βγάλουν πέρα, και κλεινόμαστε σπίτια μας (οίκαδε).
Ο Βλάχος, απ τις σελίδες τις Καθημερινής παραινούσε τους «ξένους» να «παραλάβουν τας σημαίας τας οποίας έστησαν εις τα πρόθυρα της Κωνσταντινουπόλεως όταν επλησίαζεν ο Έλλην ελευθερωτής και ας τας στήσουν εκεί όπου θα πλησιάση σφαγεύς ο Τούρκος». Και κατέληγε : «Σήμερον φρονούμεν σπουδαίως ότι η περίοδος των προσπαθειών αυτών αίτινες έπρεπε να υπάρξουν, των θυσιών αίτινες έπρεπε να καταβληθούν, αν δεν έληξε, λήγει.».
Οι θυσίες δεν σταμάτησαν. Πολλαπλασιάστηκαν σε ανείπωτο βαθμό καθώς οι δυστυχισμένες ανθρώπινες μάζες εγκατέλειπαν τη Σμύρνη.
Οι ξένοι φυσικά έδωσαν στις παραινέσεις του κου Βλάχου περί «σημαιών» τη δέουσα (μηδενική) βαρύτητα.
Και η Ελλάδα ασφαλώς και δεν πέθανε, αλλά βίωσε ό,τι πιο κοντινό υπήρχε σε θάνατο.
Η χώρα βρίσκεται και πάλι στο μεταίχμιο. Εδώ και τρία χρόνια περίπου βιώνει μια μανιασμένη μάχη με τους εταίρους της, τους δανειστές της και τον ίδιο της τον εαυτό.
Οι ψηφισμένες δανειακές συμβάσεις οδήγησαν την ελληνική πολιτική τάξη σε υφεσιακές πολιτικές, ως στρατηγική επιλογή για την αποφυγή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
Το τελικό αποτέλεσμα θυσίασε την ευημερία της μεσαίας τάξης, όχι σε κάποιο υποτιθέμενο βωμό των επί γης δανειστών μας, αλλά στο ναό του κρατισμού και της πελατειακής δημοκρατίας.
Στη θέση των απολύσεων και των λουκέτων σε άχρηστους φορείς και οργανισμούς, είδαμε οριζόντιες περικοπές μισθών και συντάξεων.
Στη θέση των εσόδων από αποκρατικοποιήσεις, νιώσαμε στο πετσί μας την ένταση της φορολογικής λεηλασίας.
Για το έτος 2010, το ελληνικό κράτος εγγυήθηκε κοινοπρακτικά δάνεια του ζημιογόνου ΟΣΕ ύψους περίπου
Υπό αυτές τις συνθήκες, το να μιλάμε για αναδιανομή πλούτου του παραγωγικού μέρους της κοινωνίας προς το μη-παραγωγικό, δε θα ήταν υπερβολή, πράγμα που οι δανειστές μας δεν παρέλειψαν να επισημάνουν.
Μαζί της εισέβαλαν χειμαρρωδώς στο χώρο των ΜΜΕ και των κοινωνικών δικτύων, ένα σωρό σενάρια «εναλλακτικών λύσεων», που όλα ως κοινό παρονομαστή είχαν τη λεγόμενη «στάση πληρωμών».
Τα επιχειρήματα, και οι προτεινόμενες στρατηγικές «εξόδου» από την κρίση είναι τόσες πολλές που δεν μπορεί κανείς να απαντήσει σε όλες μέσα στον περιορισμένο χώρο ενός κειμένου.
Ακούστηκαν ανεκδιήγητες αντιφάσεις, όπως ότι τα δάνεια που λάβαμε σε συνθήκες δημοκρατίας ήταν επαχθή, ενώ την ίδια στιγμή οι ίδιες φωνές διεκδικούσαν να διεκδικηθεί στο ακέραιο το αναγκαστικό δάνειο που η χιτλερική δικτατορία έλαβε από την Ελλάδα ( παρεπιπτόντως, το επαχθές ενός δανείου εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το πολίτευμα του έθνους που το αναλαμβάνει). Ακούστηκαν και άλλα ευτράπελα, όπως ότι πληρώνουμε αδίκως, ακόμα και σήμερα, προπολεμικά δάνεια, σουλτανικά δάνεια, δάνεια της ανεξαρτησίας (στην πραγματικότητα τα προπολεμικά δάνεια αποπληρώθηκαν το 1998, και μέχρι τότε συνιστούσαν ποσοστό λιγότερο του 1% των συνολικών δανειακών υποχρεώσεων της χώρας).
Ότι το ξανθό γένος του Προέδρου Πούτιν θα μας έσωζε, αν οι δοσιλογικές κυβερνήσεις δεν προχωρούσαν στην ανάληψη δανείου από το ΔΝΤ (ενώ ως γνωστόν το 2010, ο πολύς Μεντβέντεφ είχε συστήσει στον Γ.Α.Π. την προσφυγή στο ΔΝΤ για την επίλυση των οικονομικών προβλημάτων της χώρας).
Αλλά το μεγαλύτερο και πιο ανθεκτικό απ’όλα τα παραμύθια της κρίσης, είναι ότι η πλήρης στάση πληρωμών αποτελεί μονόδρομο για την έξοδο από την κόλαση που ζούμε.
Στα ραδιόφωνα, στις τηλεοράσεις, στις πλατείες, διατράνωσαν και συνεχίζουν να διατρανώνουν πως προτιμούν μια άμεση χρεωκοπία από την «εσαεί εξάρτηση μας από τους δανειστές και την ΕΕ». Αρωγοί και εμπνευστές αυτών των πρωτοβουλιών, κόμματα και προσωπικότητες που πρωταγωνίστησαν στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης και της υπερχρέωσης.
Στο πλάι τους «ρεαλιστές» οικονομολόγοι όπως ο κος Βαρουφάκης, που συστήνουν να χρεωκοπήσουμε μ’ένα χαμόγελο, να «αγκαλιάσουμε» τους φόβους μας, εκβιάζοντας έτσι την γηραιά Ευρώπη.
Ο κος Βαξεβάνης, μέσα στη θολούρα της κρίσης, και στην γενική διασάλευση της κοινωνικής ψυχραιμίας, έρχεται να εξορθολογίσει για μια ακόμα φορά στην ελληνική ιστορία το παράλογο λέγοντας: «η στάση πληρωμών θα εγκαινιάσει μια δύσκολη περίοδο, όχι όμως δυσκολότερη από αυτή που θα ξεκινήσει αν πτωχεύσουμε στο μέλλον με άλλους όρους. Η χώρα θα γίνει ανταγωνιστική. Η Αργεντινή είναι ένα από τα διεθνή παραδείγματα που αποδεικνύουν πως η στάση πληρωμών, δεν είναι πτώχευση που περιγράφουν στα δελτία ειδήσεων.».
Στο ίδιο άρθρο, οι ξένοι κακίζονται για την εκμετάλλευση της χώρας, όταν τις εποχές των παχιών αγελάδων, το ελληνικό κράτος δανειζόταν για να αγοράζει γερμανικά όπλα, «εκπαιδεύοντας» τους Έλληνες στις μίζες (στην πραγματικότητα, η νοοτροπία της αγοράς οπλισμού ως αντάλλαγμα για την παροχή εύκολων δανείων, ήταν συνήθης για το ελληνικό κράτος ήδη από την εποχή του Βενιζέλου, και χρησιμοποιήθηκε επανειλημμένα από τους Έλληνες πολιτικούς για να ανοίξουν νέες αγορές κεφαλαίων στον αδηφάγο ελληνικό κρατισμό.).
Σε συνθήκες κοινωνικής κρίσης, που τα όρια της λογικής και του παραλογισμού συγχέονται, ένα μέρος της πολιτικής τάξης και της διανόησης προσπαθούν -για άγνωστους λόγους, ψυχολογικούς και μη- να τετραγωνίσουν τον κύκλο, να αμβλύνουν τις γωνίες της επερχόμενης καταστροφής, να αθωώσουν την κοινωνία από τις ευθύνες της, και να παρουσιάσουν την τελική ήττα ως σωτηρία. «Είμαστε μπλεγμένοι σε μια μάχη εκ των προτέρων χαμένη» μας λένε.
«Οι ξένοι μας ενέπλεξαν στα παιχνιδάκια τους, οι αγορές μας ξεπούλησαν στο παγκόσμιο παζάρι, δε φταίμε εμείς. Ας αποδεχτούμε το αναπόφευκτο, ας υποταχτούμε στη μοίρα μας, ας τερματίσουμε τις θυσίες εδώ και τώρα, αρκετά υποφέραμε».
Στους λίγους που θα αντιτείνουν πως αυτή η λύση συνιστά το πολιτικό αντίστοιχο της ευθανασίας, απαντούν απερίσκεπτα, πως στην πραγματικότητα, πρόκειται για συνταγή ανάνηψης.
Δεν παύει όμως να είναι μια «μαγική εικόνα», μια ψεύτικη ελπίδα, που η πολιτική της αξία θα εξαϋλωθεί την επόμενη της καταστροφής, όπως ακριβώς εξαϋλώθηκε το οίκαδε του Βλάχου, στη θέα των εκατομμυρίων μικρασιατών προσφύγων, που στοιβάζονταν στα λιμάνια και τους σταθμούς.
Ακόμα λοιπόν αναμένουμε απάντηση από τους οπαδούς της πτώχευσης σε αμείλικτα ερωτήματα:
- Ποιος θα χρηματοδοτήσει τις τράπεζες και τα ασφαλιστικά ταμεία, μετά την ελληνική στάση πληρωμών. Υπενθυμίζουμε ότι τόσο οι μεν όσο και τα δε, ανέλαβαν με ευθύνες της πολιτικής τάξης, ομόλογα του ελληνικού δημοσίου, των οποίων η αξία μετά την πτώχευση θα μηδενιστεί.
- Ποιος θα εγγυηθεί την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας μετά την χρεωκοπία, και την ταυτόχρονη έκθεση της Ελλάδας ως αφερέγγυας και αναξιόχρεης χώρας στα ευρωπαϊκά κράτη-δανειστές της.
- Ποιος θα εγγυηθεί μια συνετή νομισματική πολιτική σε περίπτωση εξόδου μας από το ευρώ και επιστροφής μας στη δραχμή. Η υποτίμηση της δραχμής και η εγκατάλειψή μας από την ΕΚΤ θα σημάνουν άμεσους κινδύνους για τα πιστωτικά ιδρύματα, περικοπή πιστώσεων και συναλλαγών ακόμα και ιδιωτικών νομικών προσώπων στο εξωτερικό, ελέγχους στην κίνηση κεφαλαίων, πιθανό υπερπληθωρισμό και γενικευμένη εξαθλίωση. Nαι ή όχι;
- Η πτώχευση συνεπάγεται βραχυπρόθεσμη καταρράκωση των δημοσίων εσόδων και της δημόσιας πίστης. Σε συνθήκες πρωτογενούς ελλείμματος, αυτό μετά βεβαιότητας θα διογκωθεί, και ο αναγκαστικός ισοσκελισμός θα αποκτήσει διαστάσεις κοινωνικής βαρβαρότητας (με κλείσιμο νοσοκομείων, παύση πληρωμών συντάξεων κλπ). Θα είναι εκείνη η Ελλάδα καλύτερη από τη σημερινή;
Δεν περιμένουμε απαντήσεις σε όλα αυτά τα ερωτήματα.
Ούτε οι οπαδοί του πρώτου οίκαδε, ούτε και οι οπαδοί του δεύτερου μπορούν να προσφέρουν κάτι παραπάνω από ευχολόγια.
Οι συγκρίσεις με χώρες σαν την Αργεντινή προϋποθέτουν αληθινή γνώση της εξαθλίωσης που έφερε η κρίση τις πρώτες ημέρες μετά τη στάση πληρωμών.
Υπήρξαν εποχές μετά τη χρεωκοπία, που στην Αργεντινή το 55% του λαού βρισκόταν κάτω από το όριο της φτώχειας, πολιορκώντας τράπεζες και υπουργεία.
Ακόμα και σήμερα, ανεξάρτητοι αναλυτές υποστηρίζουν πως ο πληθωρισμός της χώρας-υποδείγματος για τους οπαδούς του σύγχρονου Οίκαδε, ανέρχεται στο 25%.
Ακόμα και σήμερα στην Αργεντινή της «εντυπωσιακής ανάπτυξης», το 30% του πληθυσμού βρίσκεται κάτω από το όριο της φτώχειας, όταν στην Ελλάδα, στο αποκορύφωμα της κρίσης, το αντίστοιχο ποσοστό είναι περίπου 20%.
Τον Απρίλιο του 1932, εγκαταλείφθηκε η σταθεροποίηση της δραχμής.
Από τότε, μέχρι το Δεκέμβρη του ίδιου χρόνου η δραχμή θα απωλέσει το 60% της ονομαστικής της αξίας.
Το ίδιο έτος, ο Βενιζέλος ζητά από τη Δημοσιονομική Επιτροπή της Κοινωνίας των Εθνών αλλά και από τις τρείς Μεγάλες Δυνάμεις, πενταετή αναστολή στην καταβολή χρεολυσίων του εξωτερικού δανεισμού.
Η χώρα χρεωκοπεί, ο κόσμος γίνεται φτωχότερος, οι πολυπόθητες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις όχι μόνο δε γίνονται, αλλά αντικαθίστανται από διαδοχικά πραξικοπήματα που φέρνουν τελικά την πτώχευση του ίδιου του κοινοβουλευτισμού, και τον Ιωάννη Μεταξά στην εξουσία.
Από αυτές το ΠΑΣΟΚ κυβέρνησε τα 18 χρόνια και 24 ημέρες και η ΝΔ κυβέρνησε 15 χρόνια, 11 μήνες και 26 ημέρες.
Η πρώτη κυβέρνηση Καραμανλή υπετετραπλασίασε το δημόσιο χρέος.
Η κυβέρνηση Παπανδρέου το οκταπλασίασε.
Η κυβέρνηση Σημίτη διπλασίασε το χρέος που βρήκε από τον προκάτοχό της.
Και τέλος ο Καραμανλής ο νεώτερος, παρέδωσε το χρέος αυξημένο κατά 107,5 δις ευρώ, ή αλλιώς 58% από όσο το παρέλαβε.
Ιδιωτικοποιήσεις και εξορθολογισμός των δαπανών.
Κατάργηση φόρων και κρατήσεων υπέρ τρίτων.
Περιορισμός του προσωπικού του δημόσιου τομέα.
Απλούστευση του φορολογικού συστήματος, κατάργηση του γιγάντιου Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων.
Φυσικά τα αρνητικά στοιχεία του Μνημονίου είναι και αυτά μια δυσάρεστη πραγματικότητα.
Όμως τα περισσότερα δε θα ήταν αναγκαία αν οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις είχαν εφαρμοστεί τα προηγούμενα δύο χρόνια.
Συζητάμε σήμερα βαρυγκομώντας για τη μείωση του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων κατά 150.000 τη στιγμή που μόνο για το 2005, οι «γαλάζιες» προσλήψεις έφθασαν τις 151.600. Προσπαθούμε να αντιληφθούμε πώς φτάσαμε σε αυτήν την κομματοκρατούμενη ολιγαρχία, όταν το 1986, το 96% των μελών της Κεντρικής Επιτροπής του ΠΑΣΟΚ είχαν ενταχθεί στη δημόσια διοίκηση.
Προσδωκούμε σε σωτηρία με την επιστροφή μας στη δραχμή, όταν επί τριάντα χρόνια ζούσαμε έναν νομισματικό και μακροοικονομικό λαϊκισμό γιγάντιων διαστάσεων, ενώ μόνη εποχή σταθεροποίησης του νομίσματος υπήρξε αυτή που προηγήθηκε της ένταξης μας στο ευρώ, οπότε στοχεύαμε στην ουσιαστική σύγκλιση με τις ευρωπαϊκές οικονομίες, χάρη στις πολιτικές του Λουκά Παπαδήμου (τότε διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος).
Δε θα ήταν υπερβολή να υποστηρίξουμε πως τόσο κατά τη σύνδεσή μας με την ΕΟΚ, όσο και κατά τη σύνδεσή μας με το ευρώ, η ευρωπαϊκή προοπτική αποτέλεσε το θεσμικό «αντίβαρο» στην τριτοκοσμική νοοτροπία των ηγετών, των συνδικάτων και της πολιτικής νομενκλατούρας.
Μια ευρωπαϊκή προοπτική -μονόδρομο για την πορεία μας ως χώρας του πολιτισμένου κόσμου.
Ένα παρελθόν χρεωκοπιών και φτώχειας που δεν οδήγησαν σε κάποια ουσιαστική κάθαρση, σαν αυτή που μας υπόσχονται οι οπαδοί του οίκαδε αλλά σε καταστροφές και δικτατορίες.
Παραδείγματα από το παρελθόν για την φτώχεια και την εξαθλίωση που προκαλεί η διεθνής απομόνωση.
Στεκόμαστε λοιπόν εδώ, στο τελικό σύνορο, ανάμεσα σε δύο κόσμους.
Τους επόμενους μήνες, θα παιχτεί μια ολόκληρη φάση της νεότερης ελληνικής ιστορίας.
Ας ελπίσουμε ότι στην τελική επιλογή, θα βαρύνει περισσότερο η σοφία, παρά η αγανάκτηση του λαού και των ταγών του.
εξαιρετικά ενδιαφέρον, πολιτικά εύστοχο και φιλολογικά σχεδόν άρτιο, ευχαριστώ, Νίκος Γιαννής
ΑπάντησηΔιαγραφήΥΓ: μην με ρωτήσετε γιατί το "σχεδόν", απλώς γιατί δεν γνωριζόμαστε και δεν θέλω να φανώ ότι "ευλογώ" τα πάντα