Γράφει
η Μαριέττα Γιαννάκου
Ένα κράτος δικαίου οφείλει να διασφαλίζει τη νομιμότητα και συνθήκες ανταγωνισμού και ισοτίμων ευκαιριών σε κάθε τομέα της οικονομικής δραστηριότητας.
Μια όψη της διεθνούς και της ελληνικής κρίσης που συχνά παραβλέπεται είναι η δραστηριότητα του οργανωμένου εγκλήματος και οι πολυδιάστατες οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες.
Αντικείμενο του οργανωμένου εγκλήματος είναι τα ναρκωτικά, το trafficking, δηλαδή η παράνομη διακίνηση ανθρώπων, τα όπλα, ο παράνομος τζόγος, το λαθρεμπόριο τσιγάρων και καυσίμων, το παρεμπόριο, το ξέπλυμα χρήματος κ.ά.
Σε κάθε περίπτωση προκύπτει
η εκμετάλλευση ανθρώπων και αγαθών με προφανέστατα παράνομο τρόπο.
Για παράδειγμα, το μεταναστευτικό ρεύμα γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης με φαινόμενα, όπως η καταναγκαστική εργασία, ιδιαιτέρως των γυναικών και των παιδιών, η διακίνηση ναρκωτικών ουσιών και προϊόντων παρεμπορίου.
Οι αθλητικές δραστηριότητες, και ειδικά το ποδόσφαιρο, δημιουργούν μια βιομηχανία παράνομου τζόγου που διακινεί παρανόμως τεράστια ποσά και υπονομεύει το φίλαθλο πνεύμα, εξέλιξη στην οποία εμπλέκονται και παράγοντες από την Ελλάδα, όπως αποκάλυψε η δικαστική έρευνα.
Γενικότερα πρόκειται για δραστηριότητες με δυσθεώρητα υψηλό κύκλο εργασιών που στηρίζονται σε διεθνώς οργανωμένα δίκτυα που απειλούν την ασφάλεια κάθε ευνομούμενου και αναπτυγμένου κράτους ανεξαιρέτως.
Τα δίκτυα αυτά καταφέρνουν να εξασφαλίζουν προστασία και ατιμωρησία, καθώς συσκοτίζουν τη δράση τους με μια επίπλαστη νομιμότητα, παρεισφρέουν στις αστυνομικές και πολιτικές αρχές εμποδίζοντας τους ελέγχους, ενώ δημιουργούν εξαρτήσεις σε οργανισμούς με νόμιμη δραστηριότητα, όπως είναι οι τράπεζες.
Το οργανωμένο έγκλημα επιτείνει την οικονομική κρίση στη χώρα μας και επείγει η άμεση αντιμετώπισή του.
Μεταξύ των συνεπειών του πρέπει εξαρχής να σημειωθεί είναι η απώλεια υψηλών πόρων από τα δημόσια ταμεία, λόγω της φοροδιαφυγής.
Όσοι εμπλέκονται σε έκνομες οικονομικές δραστηριότητες φροντίζουν να μεταφέρουν τα χρήματά τους σε εξωχώριες εταιρείες και φορολογικούς παραδείσους ή να δημιουργούν μια εικονική δραστηριότητα, με την οποία παρακάμπτεται η φορολόγηση των εισοδημάτων.
Στην Ελλάδα το φαινόμενο αυτό πήρε τα τελευταία χρόνια γιγαντιαίες διαστάσεις, όπως αποκαλύφθηκε από τις περιπτώσεις εξαιρετικά πλουσίων ανθρώπων με σημαντική ακίνητη και κινητή περιουσία, οι οποίοι ουδέποτε τα δήλωσαν, ούτε φορολογήθηκαν γι’ αυτά.
Η κατάσταση αυτή είναι σαφές ότι διεγείρει την αγανάκτηση των φορολογούμενων πολιτών, και ιδιαιτέρως των μισθωτών, οι οποίοι δικαίως απαιτούν την πάταξη του οργανωμένου εγκλήματος, καθώς και των δραστηριοτήτων που συνδέονται με αυτό.
Αν και σημαντικές δράσεις έχουν αναληφθεί σε επίπεδο Ε.Ε. μέσω των μορφών δικαστικής και αστυνομικής συνεργασίας (Europol, Eurojust) στις οποίες οι ελληνικές αρχές συμμετέχουν ενεργά, πρέπει να καλυφθεί ακόμη σημαντικό έδαφος.
Το πρόβλημα είναι ότι οι νέες τεχνολογίες διευκολύνουν το οργανωμένο έγκλημα.
Μεγάλα χρηματικά ποσά μπορούν να μεταφερθούν και να επενδυθούν ανά την υφήλιο μέσω των άυλων χρηματο-οικονομικών δραστηριοτήτων, άρα και να χαθούν τα ίχνη τους.
Κατά συνέπεια, το οργανωμένο έγκλημα που ενδημεί στη χώρα μας αποτελεί μια άλλη διάσταση της οικονομικής κρίσης, και η πάταξή του μία από τις διεξόδους για την έξοδο από την κρίση.
Πρόκειται για ουσιαστικό ζήτημα δημοκρατίας.
Το κράτος δικαίου πρέπει να υπερισχύσει, να επιβάλει τη νομιμότητα και να καταδιώξει όσους επιχειρούν να την υπονομεύσουν.
Με τον τρόπο αυτό, θα αποκατασταθεί σε ένα βαθμό η εικόνα της πολιτικής και των πολιτικών.
Θα περάσει το μήνυμα στην κοινωνία ότι επιβραβεύονται μόνον οι νόμιμες δραστηριότητες που στηρίζονται στην άμιλλα και την καινοτομία και οι οποίες παράγουν κοινωνική ωφέλεια δημιουργώντας θέσεις εργασίας, έσοδα για το κράτος και προοπτική για την οικονομία και την κοινωνία.
Τα κόμματα πρέπει να τοποθετηθούν με πολύ συγκεκριμένες προτάσεις για το ζήτημα αυτό, γιατί οι κυβερνητικές πολιτικές έως σήμερα επέφεραν περιορισμένα αποτελέσματα.
Ταυτόχρονα, οι φορείς της οικονομίας έχουν το δικό τους μερίδιο ευθύνης και θα πρέπει να διευκολύνουν τον αποτελεσματικό έλεγχο των αρχών και να αποβάλουν τα στοιχεία εκείνα που συνδέονται με το οργανωμένο έγκλημα.
Σε τελική ανάλυση το νέο κράτος και η νέα οικονομία που όλοι προσδοκούμε πρέπει να θεμελιωθεί σε υγιή θεμέλια.
η Μαριέττα Γιαννάκου
Ένα κράτος δικαίου οφείλει να διασφαλίζει τη νομιμότητα και συνθήκες ανταγωνισμού και ισοτίμων ευκαιριών σε κάθε τομέα της οικονομικής δραστηριότητας.
Μια όψη της διεθνούς και της ελληνικής κρίσης που συχνά παραβλέπεται είναι η δραστηριότητα του οργανωμένου εγκλήματος και οι πολυδιάστατες οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες.
Αντικείμενο του οργανωμένου εγκλήματος είναι τα ναρκωτικά, το trafficking, δηλαδή η παράνομη διακίνηση ανθρώπων, τα όπλα, ο παράνομος τζόγος, το λαθρεμπόριο τσιγάρων και καυσίμων, το παρεμπόριο, το ξέπλυμα χρήματος κ.ά.
Σε κάθε περίπτωση προκύπτει
η εκμετάλλευση ανθρώπων και αγαθών με προφανέστατα παράνομο τρόπο.
Για παράδειγμα, το μεταναστευτικό ρεύμα γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης με φαινόμενα, όπως η καταναγκαστική εργασία, ιδιαιτέρως των γυναικών και των παιδιών, η διακίνηση ναρκωτικών ουσιών και προϊόντων παρεμπορίου.
Οι αθλητικές δραστηριότητες, και ειδικά το ποδόσφαιρο, δημιουργούν μια βιομηχανία παράνομου τζόγου που διακινεί παρανόμως τεράστια ποσά και υπονομεύει το φίλαθλο πνεύμα, εξέλιξη στην οποία εμπλέκονται και παράγοντες από την Ελλάδα, όπως αποκάλυψε η δικαστική έρευνα.
Γενικότερα πρόκειται για δραστηριότητες με δυσθεώρητα υψηλό κύκλο εργασιών που στηρίζονται σε διεθνώς οργανωμένα δίκτυα που απειλούν την ασφάλεια κάθε ευνομούμενου και αναπτυγμένου κράτους ανεξαιρέτως.
Τα δίκτυα αυτά καταφέρνουν να εξασφαλίζουν προστασία και ατιμωρησία, καθώς συσκοτίζουν τη δράση τους με μια επίπλαστη νομιμότητα, παρεισφρέουν στις αστυνομικές και πολιτικές αρχές εμποδίζοντας τους ελέγχους, ενώ δημιουργούν εξαρτήσεις σε οργανισμούς με νόμιμη δραστηριότητα, όπως είναι οι τράπεζες.
Το οργανωμένο έγκλημα επιτείνει την οικονομική κρίση στη χώρα μας και επείγει η άμεση αντιμετώπισή του.
Μεταξύ των συνεπειών του πρέπει εξαρχής να σημειωθεί είναι η απώλεια υψηλών πόρων από τα δημόσια ταμεία, λόγω της φοροδιαφυγής.
Όσοι εμπλέκονται σε έκνομες οικονομικές δραστηριότητες φροντίζουν να μεταφέρουν τα χρήματά τους σε εξωχώριες εταιρείες και φορολογικούς παραδείσους ή να δημιουργούν μια εικονική δραστηριότητα, με την οποία παρακάμπτεται η φορολόγηση των εισοδημάτων.
Στην Ελλάδα το φαινόμενο αυτό πήρε τα τελευταία χρόνια γιγαντιαίες διαστάσεις, όπως αποκαλύφθηκε από τις περιπτώσεις εξαιρετικά πλουσίων ανθρώπων με σημαντική ακίνητη και κινητή περιουσία, οι οποίοι ουδέποτε τα δήλωσαν, ούτε φορολογήθηκαν γι’ αυτά.
Η κατάσταση αυτή είναι σαφές ότι διεγείρει την αγανάκτηση των φορολογούμενων πολιτών, και ιδιαιτέρως των μισθωτών, οι οποίοι δικαίως απαιτούν την πάταξη του οργανωμένου εγκλήματος, καθώς και των δραστηριοτήτων που συνδέονται με αυτό.
Αν και σημαντικές δράσεις έχουν αναληφθεί σε επίπεδο Ε.Ε. μέσω των μορφών δικαστικής και αστυνομικής συνεργασίας (Europol, Eurojust) στις οποίες οι ελληνικές αρχές συμμετέχουν ενεργά, πρέπει να καλυφθεί ακόμη σημαντικό έδαφος.
Το πρόβλημα είναι ότι οι νέες τεχνολογίες διευκολύνουν το οργανωμένο έγκλημα.
Μεγάλα χρηματικά ποσά μπορούν να μεταφερθούν και να επενδυθούν ανά την υφήλιο μέσω των άυλων χρηματο-οικονομικών δραστηριοτήτων, άρα και να χαθούν τα ίχνη τους.
Κατά συνέπεια, το οργανωμένο έγκλημα που ενδημεί στη χώρα μας αποτελεί μια άλλη διάσταση της οικονομικής κρίσης, και η πάταξή του μία από τις διεξόδους για την έξοδο από την κρίση.
Πρόκειται για ουσιαστικό ζήτημα δημοκρατίας.
Το κράτος δικαίου πρέπει να υπερισχύσει, να επιβάλει τη νομιμότητα και να καταδιώξει όσους επιχειρούν να την υπονομεύσουν.
Με τον τρόπο αυτό, θα αποκατασταθεί σε ένα βαθμό η εικόνα της πολιτικής και των πολιτικών.
Θα περάσει το μήνυμα στην κοινωνία ότι επιβραβεύονται μόνον οι νόμιμες δραστηριότητες που στηρίζονται στην άμιλλα και την καινοτομία και οι οποίες παράγουν κοινωνική ωφέλεια δημιουργώντας θέσεις εργασίας, έσοδα για το κράτος και προοπτική για την οικονομία και την κοινωνία.
Τα κόμματα πρέπει να τοποθετηθούν με πολύ συγκεκριμένες προτάσεις για το ζήτημα αυτό, γιατί οι κυβερνητικές πολιτικές έως σήμερα επέφεραν περιορισμένα αποτελέσματα.
Ταυτόχρονα, οι φορείς της οικονομίας έχουν το δικό τους μερίδιο ευθύνης και θα πρέπει να διευκολύνουν τον αποτελεσματικό έλεγχο των αρχών και να αποβάλουν τα στοιχεία εκείνα που συνδέονται με το οργανωμένο έγκλημα.
Σε τελική ανάλυση το νέο κράτος και η νέα οικονομία που όλοι προσδοκούμε πρέπει να θεμελιωθεί σε υγιή θεμέλια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου