Γράφει
ο Γιάννης Μπουτάρης
Η κρίση έχει αναδείξει το πλήρες φάσμα τόσο των παθογενειών της χώρας όσο και των προτάσεων πολιτικής που θα της επιτρέψουν να ανακάμψει.
Το τρίτο απαραίτητο στοιχείο, όμως, για τη σωτηρία της Ελλάδας και όλων μας είναι να δώσουμε απάντηση στο ερώτημα «ποια πολιτική βούληση, για ποια οικονομική ανάπτυξη;».
Τα τρία παραδείγματα που θα αναπτύξω αφορούν την οικονομική ανάπτυξη στη Θεσσαλονίκη και αφορούν, αντίστοιχα, τον τουρισμό, την επένδυση σε χρήσεις γης και την αναβάθμιση της διακυβέρνησης των ΑΕΙ.
Και στους τρεις τομείς είμαι πεπεισμένος πως η ύπαρξη πολιτικής βούλησης είναι
προαπαιτούμενο της θετικής συμβολής τους στην οικονομική ανάπτυξη της πόλης.
Τουρισμός.
Ο Δήμος Θεσσαλονίκης έχει αποδυθεί σε έναν αγώνα για την προσέλκυση τουριστών.
Το σημείο εκκίνησης της τουριστικής μας πολιτικής είναι ότι η ιστορική παράδοση της Θεσσαλονίκης είναι ένα τεράστιο όσο και ανεκμετάλλευτο περιουσιακό στοιχείο.
Συγκεκριμένα, η Θεσσαλονίκη έχει βαρύνουσα σημασία για μεγάλες πληθυσμιακές ομάδες των δύο πιο εύπορων, μαζί με την Ελλάδα, χωρών της ΝΑ Μεσογείου, της Τουρκίας και του Ισραήλ.
Για να αποδώσει αυτό το περιουσιακό στοιχείο για τη Θεσσαλονίκη, ως δήμαρχος της πόλης έτεινα χείρα φιλίας στις πληθυσμιακές ομάδες που ανέφερα, κάνοντας επισκέψεις στο Ισραήλ και στην Τουρκία και δίνοντας σειρά συνεντεύξεων στα εκεί ΜΜΕ.
Προώθησα όμως και τις απαραίτητες ενέργειες μέσω του Οργανισμού Τουρισμού Θεσσαλονίκης, ούτως ώστε αυτό το μήνυμα να ενσωματωθεί και στη συστηματική μας τουριστική προβολή με επιστέγασμα την υιοθέτηση του brand της πόλης, το «Thessaloniki - many stories, one heart».
Είναι επίσης σημαντικό ότι οι επιχειρηματίες αλλά και οι φορείς, ο καθένας με τον τρόπο του, ενίσχυσαν την τουριστική προβολή της πόλης σε αυτή την κατεύθυνση.
Τα αποτελέσματα ήταν ιδιαιτέρως ενθαρρυντικά το 2011, μια που οι διανυκτερεύσεις από το Ισραήλ είχαν αύξηση 300%, κατακτώντας τα πρωτεία, ενώ από την Τουρκία είχαν αύξηση 60%.
Πού υπεισέρχεται η πολιτική βούληση;
Στο γεγονός ότι οι προκάτοχοί μου δεν υιοθέτησαν ποτέ αυτή την πολιτική της εκμετάλλευσης της ιστορικής παράδοσης της Θεσσαλονίκης, όχι επειδή δεν γνώριζαν αυτή την παράδοση ή διότι δεν είχαν λάβει μηνύματα να την προβάλουν, τόσο από την επιχειρηματική κοινότητα της πόλης όσο και από την παγκόσμια πρακτική.
Δεν κινήθηκαν προς αυτή την κατεύθυνση διότι δεν ήθελαν να αποδυναμώσουν το «εθνικοπατριωτικό» προφίλ τους, που θεωρούσαν αναντικατάστατο εργαλείο πολιτικής ανέλιξης.
Η «πολιτική αγορά» είχε αντικρουόμενες προτεραιότητες με την πραγματική αγορά. Το ίδιο έχει ισχύσει και με τις χρήσεις γης.
Επενδύσεις σε χρήσεις γης.
Το πολιτικό μας σύστημα, ιδίως στο επίπεδο των ΟΤΑ, πρόβαλε συστηματική αντίσταση σε μεγάλες επενδύσεις στη γη, για εμπορικές, οικιστικές και τουριστικές χρήσεις, που είναι απαραίτητες για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας του τουριστικού μας προϊόντος, την κάλυψη κενών στην προσφορά του οικιστικού προϊόντος και την ανάπτυξη επιχειρηματικών δραστηριοτήτων αιχμής.
Οι δημοτικές αρχές, ανεξαρτήτως ιδεολογικού προσανατολισμού, στο θέμα των χρήσεων γης υπήρξαν παραβατικές όταν οι χρήσεις γης αφορούσαν την καταπάτηση δημόσιας γης από τους ψηφοφόρους τους, θατσερικές όταν οι χρήσεις γης αφορούσαν τον προσπορισμό υπεραξιών από τη μικροϊδιοκτησία αυτών των ψηφοφόρων, και μαρξιστικές όταν οι χρήσεις γης αφορούσαν μεγάλες ιδιωτικές επενδύσεις.
Ως δήμαρχος Θεσσαλονίκης, έχω την πολιτική βούληση να αντιστρέψω αυτή την τάση υποστηρίζοντας όλες τις μεγάλες επενδύσεις στη Θεσσαλονίκη, στην Ανατολική και Δυτική Πύλη, στη ΔΕΘ και στο Γ΄ Σώμα Στρατού, στο Φιξ, στην Αλλατίνη, στην ΥΦΑΝΕΤ, στον βαθμό που κρίνω ότι επιτυγχάνεται ο συγκερασμός δημόσιου και ιδιωτικού συμφέροντος.
Οι επενδύσεις αυτές σωρευτικά ξεπερνούν το μισό δισ. ευρώ και θα έχουν καταλυτικό ρόλο για την τοπική οικονομία.
Θα τις υποστηρίξω διότι:
Πρώτον, το οικονομικό μοντέλο που βασίστηκε κυρίως στη μικρή ιδιοκτησία και στην οικιστική όσο και εμπορική της εκμετάλλευση έχει χρεοκοπήσει τόσο στη Θεσσαλονίκη όσο και στην υπόλοιπη Ελλάδα.
Δεύτερον, διότι στο ορατό μέλλον, μόνο μέσα από τις επενδύσεις σε μεικτές χρήσεις, ιδιωτικές και δημόσιες, μπορούν να βρεθούν οι απαραίτητοι πόροι για να χρηματοδοτηθεί η δημιουργία πολύτιμων δημόσιων αγαθών, όπως χώροι πάρκων και πολιτισμού.
Διακυβέρνηση των ΑΕΙ.
Η οικονομία της Θεσσαλονίκης, αλλά και η οικονομία της Βορείου Ελλάδος, δεν θα μπει σε μακροπρόθεσμη αναπτυξιακή τροχιά χωρίς υψηλών προδιαγραφών στελεχικό προσωπικό, χωρίς τη σύνδεση της καινοτομίας με την παραγωγή, χωρίς τους χιλιάδες αλλοδαπούς φοιτητές που θα προσελκυσθούν στην πόλη – χωρίς, δηλαδή, το αναβαθμισμένο δημόσιο πανεπιστήμιο.
Ως δήμαρχος της πόλης θα μπορούσα να αδιαφορήσω για τις ενέργειες εκείνων των ομάδων που προσπαθούν να ακυρώσουν τη μεταρρύθμιση των ΑΕΙ, μεταξύ των άλλων εμποδίζοντας βιαίως τη διεξαγωγή εκλογών των διοικητικών συμβουλίων των ΑΕΙ της Θεσσαλονίκης.
Επέλεξα, αντίθετα, να έρθω σε απευθείας αντιπαράθεση με αυτές τις ομάδες, διότι πιστεύω ότι η συμμετοχή εξωτερικών μελών στα Δ.Σ. των ΑΕΙ μας, όπως ορίζει η μεταρρύθμιση Διαμαντοπούλου, είναι ένα πρώτο όσο και απαραίτητο βήμα για την εξωστρέφεια του ΑΠΘ, του Πανεπιστημίου Μακεδονίας και του ΤΕΙ Θεσσαλονίκης, για τη σύνδεσή τους με την επιχειρηματική κοινότητα της Βορείου Ελλάδος, με τη χορηγική κοινότητα της χώρας και με την ελληνική διασπορά, είτε αυτή είναι πνευματική είτε επιχειρηματική.
Καταλήγοντας, σε όποιον τομέα και εάν κοιτάξουμε σήμερα στη χώρα –τουρισμό, παιδεία, επενδύσεις στη γη– από όπου προσβλέπουμε ότι θα υπάρξει αξιόλογη συμβολή στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας, πρέπει να απαιτήσουμε την αντίστοιχη πολιτική βούληση.
ο Γιάννης Μπουτάρης
Η κρίση έχει αναδείξει το πλήρες φάσμα τόσο των παθογενειών της χώρας όσο και των προτάσεων πολιτικής που θα της επιτρέψουν να ανακάμψει.
Το τρίτο απαραίτητο στοιχείο, όμως, για τη σωτηρία της Ελλάδας και όλων μας είναι να δώσουμε απάντηση στο ερώτημα «ποια πολιτική βούληση, για ποια οικονομική ανάπτυξη;».
Τα τρία παραδείγματα που θα αναπτύξω αφορούν την οικονομική ανάπτυξη στη Θεσσαλονίκη και αφορούν, αντίστοιχα, τον τουρισμό, την επένδυση σε χρήσεις γης και την αναβάθμιση της διακυβέρνησης των ΑΕΙ.
Και στους τρεις τομείς είμαι πεπεισμένος πως η ύπαρξη πολιτικής βούλησης είναι
προαπαιτούμενο της θετικής συμβολής τους στην οικονομική ανάπτυξη της πόλης.
Τουρισμός.
Ο Δήμος Θεσσαλονίκης έχει αποδυθεί σε έναν αγώνα για την προσέλκυση τουριστών.
Το σημείο εκκίνησης της τουριστικής μας πολιτικής είναι ότι η ιστορική παράδοση της Θεσσαλονίκης είναι ένα τεράστιο όσο και ανεκμετάλλευτο περιουσιακό στοιχείο.
Συγκεκριμένα, η Θεσσαλονίκη έχει βαρύνουσα σημασία για μεγάλες πληθυσμιακές ομάδες των δύο πιο εύπορων, μαζί με την Ελλάδα, χωρών της ΝΑ Μεσογείου, της Τουρκίας και του Ισραήλ.
Για να αποδώσει αυτό το περιουσιακό στοιχείο για τη Θεσσαλονίκη, ως δήμαρχος της πόλης έτεινα χείρα φιλίας στις πληθυσμιακές ομάδες που ανέφερα, κάνοντας επισκέψεις στο Ισραήλ και στην Τουρκία και δίνοντας σειρά συνεντεύξεων στα εκεί ΜΜΕ.
Προώθησα όμως και τις απαραίτητες ενέργειες μέσω του Οργανισμού Τουρισμού Θεσσαλονίκης, ούτως ώστε αυτό το μήνυμα να ενσωματωθεί και στη συστηματική μας τουριστική προβολή με επιστέγασμα την υιοθέτηση του brand της πόλης, το «Thessaloniki - many stories, one heart».
Είναι επίσης σημαντικό ότι οι επιχειρηματίες αλλά και οι φορείς, ο καθένας με τον τρόπο του, ενίσχυσαν την τουριστική προβολή της πόλης σε αυτή την κατεύθυνση.
Τα αποτελέσματα ήταν ιδιαιτέρως ενθαρρυντικά το 2011, μια που οι διανυκτερεύσεις από το Ισραήλ είχαν αύξηση 300%, κατακτώντας τα πρωτεία, ενώ από την Τουρκία είχαν αύξηση 60%.
Πού υπεισέρχεται η πολιτική βούληση;
Στο γεγονός ότι οι προκάτοχοί μου δεν υιοθέτησαν ποτέ αυτή την πολιτική της εκμετάλλευσης της ιστορικής παράδοσης της Θεσσαλονίκης, όχι επειδή δεν γνώριζαν αυτή την παράδοση ή διότι δεν είχαν λάβει μηνύματα να την προβάλουν, τόσο από την επιχειρηματική κοινότητα της πόλης όσο και από την παγκόσμια πρακτική.
Δεν κινήθηκαν προς αυτή την κατεύθυνση διότι δεν ήθελαν να αποδυναμώσουν το «εθνικοπατριωτικό» προφίλ τους, που θεωρούσαν αναντικατάστατο εργαλείο πολιτικής ανέλιξης.
Η «πολιτική αγορά» είχε αντικρουόμενες προτεραιότητες με την πραγματική αγορά. Το ίδιο έχει ισχύσει και με τις χρήσεις γης.
Επενδύσεις σε χρήσεις γης.
Το πολιτικό μας σύστημα, ιδίως στο επίπεδο των ΟΤΑ, πρόβαλε συστηματική αντίσταση σε μεγάλες επενδύσεις στη γη, για εμπορικές, οικιστικές και τουριστικές χρήσεις, που είναι απαραίτητες για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας του τουριστικού μας προϊόντος, την κάλυψη κενών στην προσφορά του οικιστικού προϊόντος και την ανάπτυξη επιχειρηματικών δραστηριοτήτων αιχμής.
Οι δημοτικές αρχές, ανεξαρτήτως ιδεολογικού προσανατολισμού, στο θέμα των χρήσεων γης υπήρξαν παραβατικές όταν οι χρήσεις γης αφορούσαν την καταπάτηση δημόσιας γης από τους ψηφοφόρους τους, θατσερικές όταν οι χρήσεις γης αφορούσαν τον προσπορισμό υπεραξιών από τη μικροϊδιοκτησία αυτών των ψηφοφόρων, και μαρξιστικές όταν οι χρήσεις γης αφορούσαν μεγάλες ιδιωτικές επενδύσεις.
Ως δήμαρχος Θεσσαλονίκης, έχω την πολιτική βούληση να αντιστρέψω αυτή την τάση υποστηρίζοντας όλες τις μεγάλες επενδύσεις στη Θεσσαλονίκη, στην Ανατολική και Δυτική Πύλη, στη ΔΕΘ και στο Γ΄ Σώμα Στρατού, στο Φιξ, στην Αλλατίνη, στην ΥΦΑΝΕΤ, στον βαθμό που κρίνω ότι επιτυγχάνεται ο συγκερασμός δημόσιου και ιδιωτικού συμφέροντος.
Οι επενδύσεις αυτές σωρευτικά ξεπερνούν το μισό δισ. ευρώ και θα έχουν καταλυτικό ρόλο για την τοπική οικονομία.
Θα τις υποστηρίξω διότι:
Πρώτον, το οικονομικό μοντέλο που βασίστηκε κυρίως στη μικρή ιδιοκτησία και στην οικιστική όσο και εμπορική της εκμετάλλευση έχει χρεοκοπήσει τόσο στη Θεσσαλονίκη όσο και στην υπόλοιπη Ελλάδα.
Δεύτερον, διότι στο ορατό μέλλον, μόνο μέσα από τις επενδύσεις σε μεικτές χρήσεις, ιδιωτικές και δημόσιες, μπορούν να βρεθούν οι απαραίτητοι πόροι για να χρηματοδοτηθεί η δημιουργία πολύτιμων δημόσιων αγαθών, όπως χώροι πάρκων και πολιτισμού.
Διακυβέρνηση των ΑΕΙ.
Η οικονομία της Θεσσαλονίκης, αλλά και η οικονομία της Βορείου Ελλάδος, δεν θα μπει σε μακροπρόθεσμη αναπτυξιακή τροχιά χωρίς υψηλών προδιαγραφών στελεχικό προσωπικό, χωρίς τη σύνδεση της καινοτομίας με την παραγωγή, χωρίς τους χιλιάδες αλλοδαπούς φοιτητές που θα προσελκυσθούν στην πόλη – χωρίς, δηλαδή, το αναβαθμισμένο δημόσιο πανεπιστήμιο.
Ως δήμαρχος της πόλης θα μπορούσα να αδιαφορήσω για τις ενέργειες εκείνων των ομάδων που προσπαθούν να ακυρώσουν τη μεταρρύθμιση των ΑΕΙ, μεταξύ των άλλων εμποδίζοντας βιαίως τη διεξαγωγή εκλογών των διοικητικών συμβουλίων των ΑΕΙ της Θεσσαλονίκης.
Επέλεξα, αντίθετα, να έρθω σε απευθείας αντιπαράθεση με αυτές τις ομάδες, διότι πιστεύω ότι η συμμετοχή εξωτερικών μελών στα Δ.Σ. των ΑΕΙ μας, όπως ορίζει η μεταρρύθμιση Διαμαντοπούλου, είναι ένα πρώτο όσο και απαραίτητο βήμα για την εξωστρέφεια του ΑΠΘ, του Πανεπιστημίου Μακεδονίας και του ΤΕΙ Θεσσαλονίκης, για τη σύνδεσή τους με την επιχειρηματική κοινότητα της Βορείου Ελλάδος, με τη χορηγική κοινότητα της χώρας και με την ελληνική διασπορά, είτε αυτή είναι πνευματική είτε επιχειρηματική.
Καταλήγοντας, σε όποιον τομέα και εάν κοιτάξουμε σήμερα στη χώρα –τουρισμό, παιδεία, επενδύσεις στη γη– από όπου προσβλέπουμε ότι θα υπάρξει αξιόλογη συμβολή στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας, πρέπει να απαιτήσουμε την αντίστοιχη πολιτική βούληση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου