Γράφει
ο Απόστολος Δοξιάδης
Δεν ξέρω για σας, αλλά εμένα η προεκλογική περίοδος με κάνει ρεαλιστή.
Θέλοντας και μη, βάζω νερό στο κρασί μου, παύω να οραματίζομαι το τέλειο και ψάχνω, με όσο φως υπάρχει, το μη χείρον.
Ξεχνώ προσωρινά το όνειρο της ριζικής ανανέωσης της πολιτικής· ή, για να χρησιμοποιήσω το σχήμα που συνηθίζεται, παύω να αναζητώ τα χαρακτηριστικά του
«νέου Ελευθερίου Βενιζέλου» στους υποψήφιους.
Είναι όμως ανάγκη, αναρωτιέμαι, να πάω στο άλλο άκρο;
Πρέπει σώνει και καλά ο ρεαλισμός να οδηγήσει από το ιδανικό στο άθλιο;
Κάνω λοιπόν μια απόπειρα να βγω από το αδιέξοδο, από ανάγκη προσωπική να αποφασίσω τι θα ψηφίσω.
Κι αν την κοινοποιώ, δεν είναι για να καθοδηγήσω ή να συμβουλεύσω -δεν έχω τέτοιες ικανότητες ή φιλοδοξίες- αλλά για να νιώσω λιγότερη μοναξιά, να βρεθώ κοντά σε άλλους συμπολίτες, που ενώ φρίττουμε με την προοπτική της ανόδου αυτών που ο ιστορικός Βασίλης Παναγιωτόπουλος τόσο καίρια ονόμασε «χρεοκοπίστας», δηλαδή των λαϊκίστικων, φασιζόντων άκρων, αριστερού και δεξιού, δεν θέλουμε εν ονόματι της άμυνας σε αυτά να ψηφίσουμε ένα κόμμα που υποψιαζόμαστε ότι αύριο μεθαύριο θα μας κάνει να λέμε το γνωστό: «Δεν έκοβα καλύτερα το χέρι μου;».
Για να προχωρήσω, θέλω να καταλάβω πρώτα τι σημαίνει «νέος Ελευθέριος Βενιζέλος» πέρα από πρόσωπα, πώς ορίζεται δηλαδή αφηρημένα η σωστή ηγεσία.
Προστρέχω για βοήθεια σε ένα βιβλίο που με εντυπωσίασε βαθιά, δυστυχώς αμετάφραστο στα ελληνικά, το «Νους των ηγετών» (Leading Minds), του μεγάλου γνωσιακού ψυχολόγου Χάουαρντ Γκάρντνερ.
Εφαρμόζοντας τα όσα γνωρίζει για τον ανθρώπινο νου, ο Γκάρντνερ καταλήγει ότι αυτό που διαφοροποιεί τους μεγάλους ηγέτες από τους ελάσσονες βρίσκεται στην κεντρική αφήγηση (story) που προβάλλουν, που πρέπει να υπακούει σε τρεις αρχές: να συμπυκνώνει σε κατανοητή μορφή το όραμα που έχει ανάγκη η χώρα· να αντιτίθεται σε άλλες, κρατούσες αντι-αφηγήσεις, τις οποίες ο ηγέτης θεωρεί βασικό εμπόδιο στη δική του· τέλος -η τρίτη αρχή είναι και η βασικότερη- ηγέτης δεν αρκεί να κηρύττει αλλά πρέπει να ενσαρκώνει ο ίδιος, με τον βίο και το έργο, την αφήγησή του.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος είναι λαμπρό παράδειγμα της θεωρίας.
Κι αυτό γιατί η δύναμή του δεν ήταν μόνο η αφήγησή του, που άλλωστε δεν ήταν πρωτότυπη (αποτελούσε παραλλαγή της Μεγάλης Ιδέας), ούτε απλώς ότι πολέμησε την αντι-αφήγηση της «πτωχής αλλά τιμίας Ελλάδος» (είχε επιχειρηθεί και το 1897, οδηγώντας σε εθνική ατίμωση), όσο ότι ενσάρκωνε την αφήγησή του ο ίδιος, με τον καλύτερο τρόπο, με τον ρόλο του στην επανάσταση του Θέρισου και στον αγώνα για την ανεξαρτησία της Κρητικής Πολιτείας, της οποίας ήταν και πρώτος ηγέτης.
Με άλλα λόγια, την ηρωική αφήγηση της απελευθέρωσης των αλυτρώτων περιοχών που κήρυττε στους Έλληνες, ο Βενιζέλος την είχε ήδη εφαρμόσει, επιτυχημένα.
Πώς όμως εφαρμόζεται η θεωρία του Γκάρντνερ σήμερα στην Ελλάδα;
Σύμφωνα με τις δύο πρώτες αρχές, θα πρέπει να διαλέξουμε ηγέτη που προωθεί την αφήγηση που έχουμε ανάγκη, αντίθετη στην καταστροφική αντι-αφήγηση των «χρεοκοπίστας».
Δηλαδή, μια αφήγηση που να λέει ότι η Ελλάδα πρέπει να μείνει στην Ευρώπη, ότι αυτό έχει το τίμημά του, κι ότι είναι ανάγκη παράλληλα να μειώσουμε και να εξυγιάνουμε το κράτος και να φτιάξουμε θεσμούς που να απελευθερώσουν τις δημιουργικές δυνάμεις του τόπου.
Δεν θα βρείτε πολιτικό του μεσαίου χώρου να διαφωνεί με αυτά - σήμερα τουλάχιστον.
Όμως η τρίτη αρχή του Γκάρντνερ βγάζει από το παιχνίδι όσους κηρύττουν την εξυγίανση του Δημοσίου, ενώ επί δεκαετίες συνέβαλλαν με κάθε τρόπο στη διόγκωσή του, ή ευαγγελίζονται τώρα την ανάπτυξη που έπνιγαν τόσα χρόνια με τα χέρια τους, ως υπηρέτες του πελατειακού κομματικού κράτους και των συντεχνιακών εταίρων του.
Δεν μένει λοιπόν κανένας πολιτικός ηγέτης που να περνάει το τεστ του Γκάρντνερ;
Κατά την κρίση μου μόνο ένας: ο Στέφανος Μάνος.
Γιατί είναι ο μόνος που όταν είχε εξουσία δεν συμβίβασε τις αρχές του, δεν είπε-ξείπε, δεν μετακινήθηκε από την ίδια πάντα, φιλελεύθερη και κοινωνικά ευαίσθητη ιδεολογία του, που την υπηρέτησε με συνέπεια ως υπουργός, Δημόσιων Έργων και Εθνικής Οικονομίας.
Για την προάσπιση των ιδεών του πολεμήθηκε από τους εκφραστές μεγάλων ιδιωτικών συμφερόντων σε όλα τα κόμματα, και τους υποστηρικτές τους στα ΜΜΕ.
Για τη συνέπειά του σε αυτές εκδιώχθηκε από τη Νέα Δημοκρατία και δεν μπόρεσε να συνεργαστεί με το ΠΑΣΟΚ (με κάποια έννοια βέβαια, ίσως ο Μάνος δεν είχε θέση στην ελληνική πολιτική των περασμένων δεκαετιών. Ήταν φωνή βοώντος εν τη ερήμω. Σήμερα όμως, που ξέρουμε πού μας κατήντησαν οι τεχνητοί παράδεισοι του υπερδανεισμού;).
Παρόμοια αντέχουν στα κριτήρια του Γκάρντνερ και τα στελέχη του πολιτικού σχήματος του οποίου ηγείται ο Μάνος.
Οι υποψήφιοι είναι άξιοι άνθρωποι της αγοράς, της διανόησης, της ζωής, πανεπιστημιακοί, εκπαιδευτικοί, ακτιβιστές, υπάλληλοι, επιχειρηματίες, δικηγόροι, γιατροί.
Ούτε ένας παλιός πολιτικός.
Όταν σκέφτομαι ότι με ένα τοσοδούλι τρία τοις εκατό, οκτώ από αυτούς θα μπουν στη Βουλή, ενθουσιάζομαι.
Μα θα είναι υπέροχο να έχουμε τέτοιους βουλευτές!
Από την άλλη, όσο σκέφτομαι πόσο αλλιώτικος είναι ο Μάνος κι η παρέα του από τους τύπους που συνήθως ψηφίζουμε, και το τρία τοις εκατό μού φαίνεται τεράστιο και παθαίνω κατάθλιψη.
ο Απόστολος Δοξιάδης
Δεν ξέρω για σας, αλλά εμένα η προεκλογική περίοδος με κάνει ρεαλιστή.
Θέλοντας και μη, βάζω νερό στο κρασί μου, παύω να οραματίζομαι το τέλειο και ψάχνω, με όσο φως υπάρχει, το μη χείρον.
Ξεχνώ προσωρινά το όνειρο της ριζικής ανανέωσης της πολιτικής· ή, για να χρησιμοποιήσω το σχήμα που συνηθίζεται, παύω να αναζητώ τα χαρακτηριστικά του
«νέου Ελευθερίου Βενιζέλου» στους υποψήφιους.
Είναι όμως ανάγκη, αναρωτιέμαι, να πάω στο άλλο άκρο;
Πρέπει σώνει και καλά ο ρεαλισμός να οδηγήσει από το ιδανικό στο άθλιο;
Κάνω λοιπόν μια απόπειρα να βγω από το αδιέξοδο, από ανάγκη προσωπική να αποφασίσω τι θα ψηφίσω.
Κι αν την κοινοποιώ, δεν είναι για να καθοδηγήσω ή να συμβουλεύσω -δεν έχω τέτοιες ικανότητες ή φιλοδοξίες- αλλά για να νιώσω λιγότερη μοναξιά, να βρεθώ κοντά σε άλλους συμπολίτες, που ενώ φρίττουμε με την προοπτική της ανόδου αυτών που ο ιστορικός Βασίλης Παναγιωτόπουλος τόσο καίρια ονόμασε «χρεοκοπίστας», δηλαδή των λαϊκίστικων, φασιζόντων άκρων, αριστερού και δεξιού, δεν θέλουμε εν ονόματι της άμυνας σε αυτά να ψηφίσουμε ένα κόμμα που υποψιαζόμαστε ότι αύριο μεθαύριο θα μας κάνει να λέμε το γνωστό: «Δεν έκοβα καλύτερα το χέρι μου;».
Για να προχωρήσω, θέλω να καταλάβω πρώτα τι σημαίνει «νέος Ελευθέριος Βενιζέλος» πέρα από πρόσωπα, πώς ορίζεται δηλαδή αφηρημένα η σωστή ηγεσία.
Προστρέχω για βοήθεια σε ένα βιβλίο που με εντυπωσίασε βαθιά, δυστυχώς αμετάφραστο στα ελληνικά, το «Νους των ηγετών» (Leading Minds), του μεγάλου γνωσιακού ψυχολόγου Χάουαρντ Γκάρντνερ.
Εφαρμόζοντας τα όσα γνωρίζει για τον ανθρώπινο νου, ο Γκάρντνερ καταλήγει ότι αυτό που διαφοροποιεί τους μεγάλους ηγέτες από τους ελάσσονες βρίσκεται στην κεντρική αφήγηση (story) που προβάλλουν, που πρέπει να υπακούει σε τρεις αρχές: να συμπυκνώνει σε κατανοητή μορφή το όραμα που έχει ανάγκη η χώρα· να αντιτίθεται σε άλλες, κρατούσες αντι-αφηγήσεις, τις οποίες ο ηγέτης θεωρεί βασικό εμπόδιο στη δική του· τέλος -η τρίτη αρχή είναι και η βασικότερη- ηγέτης δεν αρκεί να κηρύττει αλλά πρέπει να ενσαρκώνει ο ίδιος, με τον βίο και το έργο, την αφήγησή του.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος είναι λαμπρό παράδειγμα της θεωρίας.
Κι αυτό γιατί η δύναμή του δεν ήταν μόνο η αφήγησή του, που άλλωστε δεν ήταν πρωτότυπη (αποτελούσε παραλλαγή της Μεγάλης Ιδέας), ούτε απλώς ότι πολέμησε την αντι-αφήγηση της «πτωχής αλλά τιμίας Ελλάδος» (είχε επιχειρηθεί και το 1897, οδηγώντας σε εθνική ατίμωση), όσο ότι ενσάρκωνε την αφήγησή του ο ίδιος, με τον καλύτερο τρόπο, με τον ρόλο του στην επανάσταση του Θέρισου και στον αγώνα για την ανεξαρτησία της Κρητικής Πολιτείας, της οποίας ήταν και πρώτος ηγέτης.
Με άλλα λόγια, την ηρωική αφήγηση της απελευθέρωσης των αλυτρώτων περιοχών που κήρυττε στους Έλληνες, ο Βενιζέλος την είχε ήδη εφαρμόσει, επιτυχημένα.
Πώς όμως εφαρμόζεται η θεωρία του Γκάρντνερ σήμερα στην Ελλάδα;
Σύμφωνα με τις δύο πρώτες αρχές, θα πρέπει να διαλέξουμε ηγέτη που προωθεί την αφήγηση που έχουμε ανάγκη, αντίθετη στην καταστροφική αντι-αφήγηση των «χρεοκοπίστας».
Δηλαδή, μια αφήγηση που να λέει ότι η Ελλάδα πρέπει να μείνει στην Ευρώπη, ότι αυτό έχει το τίμημά του, κι ότι είναι ανάγκη παράλληλα να μειώσουμε και να εξυγιάνουμε το κράτος και να φτιάξουμε θεσμούς που να απελευθερώσουν τις δημιουργικές δυνάμεις του τόπου.
Δεν θα βρείτε πολιτικό του μεσαίου χώρου να διαφωνεί με αυτά - σήμερα τουλάχιστον.
Όμως η τρίτη αρχή του Γκάρντνερ βγάζει από το παιχνίδι όσους κηρύττουν την εξυγίανση του Δημοσίου, ενώ επί δεκαετίες συνέβαλλαν με κάθε τρόπο στη διόγκωσή του, ή ευαγγελίζονται τώρα την ανάπτυξη που έπνιγαν τόσα χρόνια με τα χέρια τους, ως υπηρέτες του πελατειακού κομματικού κράτους και των συντεχνιακών εταίρων του.
Δεν μένει λοιπόν κανένας πολιτικός ηγέτης που να περνάει το τεστ του Γκάρντνερ;
Κατά την κρίση μου μόνο ένας: ο Στέφανος Μάνος.
Γιατί είναι ο μόνος που όταν είχε εξουσία δεν συμβίβασε τις αρχές του, δεν είπε-ξείπε, δεν μετακινήθηκε από την ίδια πάντα, φιλελεύθερη και κοινωνικά ευαίσθητη ιδεολογία του, που την υπηρέτησε με συνέπεια ως υπουργός, Δημόσιων Έργων και Εθνικής Οικονομίας.
Για την προάσπιση των ιδεών του πολεμήθηκε από τους εκφραστές μεγάλων ιδιωτικών συμφερόντων σε όλα τα κόμματα, και τους υποστηρικτές τους στα ΜΜΕ.
Για τη συνέπειά του σε αυτές εκδιώχθηκε από τη Νέα Δημοκρατία και δεν μπόρεσε να συνεργαστεί με το ΠΑΣΟΚ (με κάποια έννοια βέβαια, ίσως ο Μάνος δεν είχε θέση στην ελληνική πολιτική των περασμένων δεκαετιών. Ήταν φωνή βοώντος εν τη ερήμω. Σήμερα όμως, που ξέρουμε πού μας κατήντησαν οι τεχνητοί παράδεισοι του υπερδανεισμού;).
Παρόμοια αντέχουν στα κριτήρια του Γκάρντνερ και τα στελέχη του πολιτικού σχήματος του οποίου ηγείται ο Μάνος.
Οι υποψήφιοι είναι άξιοι άνθρωποι της αγοράς, της διανόησης, της ζωής, πανεπιστημιακοί, εκπαιδευτικοί, ακτιβιστές, υπάλληλοι, επιχειρηματίες, δικηγόροι, γιατροί.
Ούτε ένας παλιός πολιτικός.
Όταν σκέφτομαι ότι με ένα τοσοδούλι τρία τοις εκατό, οκτώ από αυτούς θα μπουν στη Βουλή, ενθουσιάζομαι.
Μα θα είναι υπέροχο να έχουμε τέτοιους βουλευτές!
Από την άλλη, όσο σκέφτομαι πόσο αλλιώτικος είναι ο Μάνος κι η παρέα του από τους τύπους που συνήθως ψηφίζουμε, και το τρία τοις εκατό μού φαίνεται τεράστιο και παθαίνω κατάθλιψη.
Α, στο καλό!
Έτσι κι αλλιώς, δεν θα λύσει η ψήφος μου το πρόβλημα της Ελλάδας.
Επιλέγοντας κάτι που το πιστεύω, δεν κινδυνεύω τουλάχιστον να γίνω μονόχειρας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου