Γράφει ο Νίκος Κωνσταντάρας
Τα λόγια και
οι κινήσεις πολλών πρωταγωνιστών θολώνουν το κεντρικό ζήτημα των εθνικών
εκλογών: Είναι εξασφαλισμένη η συμμετοχή της Ελλάδας στην Ευρωζώνη κάτω απ’
οποιεσδήποτε συνθήκες; Εάν είναι, τότε μπορούμε να ψηφίσουμε είτε για την
ανατροπή είτε για τη συνέχιση της σημερινής πορείας χωρίς να φοβόμαστε
περισσότερα δεινά. Εάν υπάρχει κίνδυνος, όμως, θα έπρεπε να έχουμε σαφή εικόνα
για το
ποιος είναι και πώς θα τον αποτρέψουμε.
Στην αρχή, πληθώρα δημοσιευμάτων και δηλώσεων (εντός και εκτός Ελλάδος) έδινε την εντύπωση ότι νίκη του ΣΥΡΙΖΑ θα έθετε σε κίνδυνο τη συμμετοχή της χώρας μας στην Ευρωζώνη. Μετά, σαν κάποιο αόρατο κέντρο να ήθελε να αποτρέψει αντίδραση σε αυτό το κλίμα, οι περισσότεροι άρχισαν να υποβαθμίζουν τον κίνδυνο της εξόδου από το ευρώ. Η στρατηγική της Ν.Δ. είναι να καταγγέλλει την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ όσον αφορά το ευρώ, ενώ η θέση του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι η όποια κριτική είναι άσκηση εκφοβισμού και τρομοκρατίας. Η πόλωση βοηθάει τα μεγάλα κόμματα να μαζεύουν ψήφους αλλά κρύβει το γεγονός ότι δύο αντικρουόμενες βεβαιότητες σημαίνουν την απόλυτη έλλειψη βεβαιότητας. Η αντίδρασή μας εναντίον των υπερβολών των δύο πλευρών δεν πρέπει να μας τυφλώνει στους πραγματικούς κινδύνους. Ο Αλέξης Τσίπρας δηλώνει ότι δεν θέλει έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη και ότι θα απαιτήσει τη μείωση του χρέους μας, σαν να είναι μια απλή διαπραγμάτευση με τους εταίρους μας. Η πολιτική απόφαση του ιδρυτικού συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ το 2013, όμως, δηλώνει ξεκάθαρα: «Ακυρώνουμε τα μνημόνια και τους εφαρμοστικούς νόμους»... Πρώτο βήμα αποτελεί η αποκατάσταση στα προ του μνημονίου επίπεδα των εργασιακών σχέσεων, των συλλογικών διαπραγματεύσεων, του κατώτερου μισθού, της κατώτερης σύνταξης, του επιδόματος ανεργίας και των οικογενειακών επιδομάτων... Στη δική μας προσέγγιση του δημόσιου ως μοχλού ανασυγκρότησης της χώρας όλοι οι εργαζόμενοι που απολύθηκαν έχουν ρόλο και θα επαναπροσληφθούν.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή, λέει ότι δεν θα τηρήσει τα συμφωνηθέντα με την τρόικα και θα αυξήσει τις δαπάνες. Εχοντας υποσχεθεί, επίσης, ότι θα ακυρώσει διάφορες μεταρρυθμίσεις, θα βρεθεί με τεράστιο χρηματοδοτικό κενό. Οι πιστωτές και εταίροι μας δεν είναι τόσο άνετοι με αυτή την προοπτική όσο θα ήθελε να πιστεύει ο ΣΥΡΙΖΑ. Ο Φινλανδός πρωθυπουργός ξεκαθάρισε προχθές ότι αίτημα της Ελλάδας για διαγραφή χρέους θα προκαλέσει ένα «ηχηρό όχι» από τη χώρα του. Αξιωματούχοι της Γερμανίας και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ξεκαθαρίζουν ότι οποιαδήποτε διαπραγμάτευση θα γίνει εντός του προϋπάρχοντος πλαισίου. Ούτε εδώ υπάρχει γέφυρα μεταξύ δύο απόλυτων θέσεων.
Θα μπορούσε να μας παρηγορεί το παρελθόν, όπου ελληνικά κόμματα συνήθως άλλαζαν την πολιτική τους όταν αντιμετώπιζαν την ευθύνη της εξουσίας. Η αλήθεια, όμως, είναι ότι όταν οι εκλογές κερδίζονται βάσει υποσχέσεων που δεν μπορούν να τηρηθούν, χάνεται πολύς χρόνος πριν υιοθετηθεί μια πιο ρεαλιστική πολιτική. Και η Ελλάδα σήμερα δεν έχει άλλο χρόνο να χάσει. Οι εκλογές πλησιάζουν, και οι περισσότεροι από εμάς ακόμη δεν θέλουμε να αναλογιστούμε τις συνέπειες εάν ο ΣΥΡΙΖΑ επιχειρήσει πράγματι να επιβάλει το πρόγραμμά του, ως έχει, στην οικονομία, στους πιστωτές και στις αγορές.
ποιος είναι και πώς θα τον αποτρέψουμε.
Στην αρχή, πληθώρα δημοσιευμάτων και δηλώσεων (εντός και εκτός Ελλάδος) έδινε την εντύπωση ότι νίκη του ΣΥΡΙΖΑ θα έθετε σε κίνδυνο τη συμμετοχή της χώρας μας στην Ευρωζώνη. Μετά, σαν κάποιο αόρατο κέντρο να ήθελε να αποτρέψει αντίδραση σε αυτό το κλίμα, οι περισσότεροι άρχισαν να υποβαθμίζουν τον κίνδυνο της εξόδου από το ευρώ. Η στρατηγική της Ν.Δ. είναι να καταγγέλλει την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ όσον αφορά το ευρώ, ενώ η θέση του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι η όποια κριτική είναι άσκηση εκφοβισμού και τρομοκρατίας. Η πόλωση βοηθάει τα μεγάλα κόμματα να μαζεύουν ψήφους αλλά κρύβει το γεγονός ότι δύο αντικρουόμενες βεβαιότητες σημαίνουν την απόλυτη έλλειψη βεβαιότητας. Η αντίδρασή μας εναντίον των υπερβολών των δύο πλευρών δεν πρέπει να μας τυφλώνει στους πραγματικούς κινδύνους. Ο Αλέξης Τσίπρας δηλώνει ότι δεν θέλει έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη και ότι θα απαιτήσει τη μείωση του χρέους μας, σαν να είναι μια απλή διαπραγμάτευση με τους εταίρους μας. Η πολιτική απόφαση του ιδρυτικού συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ το 2013, όμως, δηλώνει ξεκάθαρα: «Ακυρώνουμε τα μνημόνια και τους εφαρμοστικούς νόμους»... Πρώτο βήμα αποτελεί η αποκατάσταση στα προ του μνημονίου επίπεδα των εργασιακών σχέσεων, των συλλογικών διαπραγματεύσεων, του κατώτερου μισθού, της κατώτερης σύνταξης, του επιδόματος ανεργίας και των οικογενειακών επιδομάτων... Στη δική μας προσέγγιση του δημόσιου ως μοχλού ανασυγκρότησης της χώρας όλοι οι εργαζόμενοι που απολύθηκαν έχουν ρόλο και θα επαναπροσληφθούν.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή, λέει ότι δεν θα τηρήσει τα συμφωνηθέντα με την τρόικα και θα αυξήσει τις δαπάνες. Εχοντας υποσχεθεί, επίσης, ότι θα ακυρώσει διάφορες μεταρρυθμίσεις, θα βρεθεί με τεράστιο χρηματοδοτικό κενό. Οι πιστωτές και εταίροι μας δεν είναι τόσο άνετοι με αυτή την προοπτική όσο θα ήθελε να πιστεύει ο ΣΥΡΙΖΑ. Ο Φινλανδός πρωθυπουργός ξεκαθάρισε προχθές ότι αίτημα της Ελλάδας για διαγραφή χρέους θα προκαλέσει ένα «ηχηρό όχι» από τη χώρα του. Αξιωματούχοι της Γερμανίας και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ξεκαθαρίζουν ότι οποιαδήποτε διαπραγμάτευση θα γίνει εντός του προϋπάρχοντος πλαισίου. Ούτε εδώ υπάρχει γέφυρα μεταξύ δύο απόλυτων θέσεων.
Θα μπορούσε να μας παρηγορεί το παρελθόν, όπου ελληνικά κόμματα συνήθως άλλαζαν την πολιτική τους όταν αντιμετώπιζαν την ευθύνη της εξουσίας. Η αλήθεια, όμως, είναι ότι όταν οι εκλογές κερδίζονται βάσει υποσχέσεων που δεν μπορούν να τηρηθούν, χάνεται πολύς χρόνος πριν υιοθετηθεί μια πιο ρεαλιστική πολιτική. Και η Ελλάδα σήμερα δεν έχει άλλο χρόνο να χάσει. Οι εκλογές πλησιάζουν, και οι περισσότεροι από εμάς ακόμη δεν θέλουμε να αναλογιστούμε τις συνέπειες εάν ο ΣΥΡΙΖΑ επιχειρήσει πράγματι να επιβάλει το πρόγραμμά του, ως έχει, στην οικονομία, στους πιστωτές και στις αγορές.
Πηγή:
Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου