Από τη Θεσσαλονίκη
γράφει
ο Μιχάλης
Δεμερτζής
Δεν είναι εύκολο
πράγμα να τοποθετηθεί κανείς κατά της πρακτικής των δημοψηφισμάτων, καθώς
αποτελούν κορυφαία δημοκρατική έκφραση.
Είναι η
αμεσοδημοκρατία στην πράξη.
Υποτίθεται ότι οι
κοινωνίες μας είναι δημοκρατικές και ότι, αν δεν είναι, θέλουμε να γίνουν.
Σε αυτό το
πλαίσιο, το ενδεχόμενο να πέσει ο λαός θύμα του λαϊκισμού ή να λάβει την
«λάθος» απόφαση είναι ένα
δευτερεύον ζήτημα.
Σημασία έχει να
αποφασίζει ο ίδιος για την τύχη του.
Α. Η αντίφαση στην
ad hoc αμεσοδημοκρατία
Το πρόβλημα με τα
δημοψηφίσματα στις μέρες μας, είναι ότι μεταξύ της αμεσοδημοκρατίας και των
παρόντων πολιτικών συστημάτων, συντρέχει μία τερατώδης αναντιστοιχία που
σχετίζεται με τους σύγχρονους, διαμεσολαβητικούς θεσμούς.
Συγκεκριμένα, το
δημοψήφισμα έχει πολιτική βαρύτητα, μόνο αν ο λαός που αποφασίζει, βιώσει άμεσα
τις συνέπειες των επιλογών του.
Δηλαδή, αν
καταργηθούν τα ενδιάμεσα θεσμικά στρώματα μεταξύ κυβέρνησης και κοινωνίας και
οι λοιπές δομές που διαφεύγουν του άμεσου ελέγχου από τη βάση της τελευταίας.
Ειδάλλως, δεν
μιλάμε για αμεσοδημοκρατία στην πράξη.
Ποιο το νόημα να
επιλέγεται στο δημοψήφισμα το «Όχι» και να παρεμβάλλονται τόσοι παράγοντες πριν
γίνει η επιλογή πραγματικότητα;
Και στο τέλος, να
μετατρέπεται και σε «Ναι»...
Και περαιτέρω, αν
υποθέσουμε πως η μείωση της εμπιστοσύνης στη βρετανική αγορά δεν περνούσε πρώτα
από το Σίτι του Λονδίνου και άγγιζε κατευθείαν την πραγματική οικονομία, το
αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος της 23ης Ιουνίου θα ήταν το ίδιο;
Χωρίς τη προσήλωσή
της στον κοινοβουλευτισμό και τον φιλελευθερισμό, η Βρετανία δεν θα είχε έναν
ισχυρό χρηματοπιστωτικό τομέα να απορροφά την πλειονότητα των κραδασμών από την
υποτίμηση του νομίσματός της.
Εάν δεν υπήρχε,
δηλαδή, αυτό το- ασυμβίβαστο με την αμεσοδημοκρατική λογική- προστατευτικό
τείχος, οι Βρετανοί πιθανόν όλο τον Ιούνιο να παρακολουθούσαν, αντί της πτώσης
της στερλίνας, την άνοδο στη τιμή των εισαγόμενων προϊόντων.
Ποιες οι
πιθανότητες να επέλεγαν Brexit τότε;
Τώρα, κι αν είναι
ήδη κατά τι φτωχότεροι, δεν το έχουν «αισθανθεί» ακόμα.
Εν ολίγοις, όλη
αυτή η ιστορία με τα διασκορπισμένα στο χρόνο και τον χώρο δημοψηφίσματα
αποτελεί εν πολλοίς μία συστημική παραφωνία, καθώς είναι η ίδια η φύση του
συστήματος- το οποίο οι συμμετέχοντες καλούνται επιλεκτικά να παρακάμψουν- που
τους δίνει τη πολυτέλεια να αγνοούν πολλές από τις συνέπειες της απόφασής τους.
Η έμφαση δε, στην
τελευταία παράγραφο, πάει στο «καλούνται».
Όταν στα σύγχρονα,
αντιπροσωπευτικά συστήματα, ένα δημοψήφισμα δεν ξεκινάει από πρωτοβουλία
πολιτών (βλ. Ελβετία), τότε Δημοκρατία και Δημαγωγία αρχίζουν να μοιάζουν.
Β. Δημοψήφισμα και
αντιπροσωπευτική δημοκρατία
Υπάρχουν σοβαροί
λόγοι που οι δυτικές κοινωνίες έχουν δημιουργήσει ένα σύστημα διακριτών και απρόσωπων
θεσμών να τις συντηρεί.
Δεν το
δημιούργησαν για να παρακάμπτεται, όποτε ένας ηγέτης δεν αισθάνεται άνετα.
Κατά κανόνα, στις
αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες, δημοψήφισμα δικαιολογείται μόνο σε εξαιρετικές
περιπτώσεις, τουτέστιν, όταν οι κατεστημένοι θεσμοί κρίνονται ως ανεπαρκείς.
Υπάρχουν και οι
«συστημικές» περιπτώσεις, όπως η ένταξη των δημοψηφισμάτων στο κανονιστικό
πλαίσιο της τοπικής αυτοδιοίκησης, όπου υπάρχουν τα περιθώρια για αυξημένη
συμμετοχικότητα των πολιτών στη διαμόρφωση και την εκτέλεση των αποφάσεων.
Τα τοπικά
ερωτήματα, ωστόσο, δεν κρίνουν την εθνική πολιτική μιας χώρας.
Υπάρχει βέβαια και
η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα: Στην Ελβετία, το δημοψήφισμα είναι
μέρος του θεσμικού τοπίου. Εκφράζει ως επί το πλείστον το λαϊκό δικαίωμα της
αρνησικυρίας και έχει δημιουργήσει μία παράδοση που οι Ελβετοί φυλάσσουν ως
ιδιαίτερο εθνικό γνώρισμα.
Μέσω αυτού, έχουν
αναπτύξει ένα υψηλό αίσθημα πολιτικής ευθύνης (μόνο όταν παίρνεις σοβαρά την
αμεσοδημοκρατία, μπορείς να ψηφίζεις ενάντια στον καθορισμό του κατώτατου
μισθού στα 3.274 ευρώ) και δεν νοείται Δημοκρατία χωρίς Ευθύνη.
Για αυτό και στα
πολιτεύματά μας επιλέγουμε διαμεσολαβητές.
Επιφορτίζουμε
κάποια άτομα με κάποιες υποχρεώσεις, όχι τόσο για να εξασφαλίσουμε τις «σωστές»
αποφάσεις, αλλά για να ξέρουμε ποιος είναι υπεύθυνος για τί.
Το τί είναι
«σωστό» πολιτικά, πολλές φορές, το κρίνει η Ιστορία.
Η απόδοση της
ευθύνης είναι που νομιμοποιεί την απόφαση.
Για αυτόν ακριβώς
τον λόγο τα κατά περίπτωση (και μάλιστα επιβαλλόμενα άνωθεν) δημοψηφίσματα δεν
είναι παραγωγικά ως προς τη δημοκρατία και τη σταθερότητα.
Επειδή εξανεμίζουν
την ευθύνη.
Λαμβάνει μία
απόφαση ένας λαός που έχει την πολυτέλεια να ζει σε ένα λειτουργικό σύστημα,
χωρίς να μπαίνει αναγκαστικά στην ουσία των ζητημάτων, αφού αυτή την δουλειά
την έχουν αναλάβει οι θεσμοί.
Οι οποίοι
καταλήγουν και υποβαθμισμένοι στο τέλος της ημέρας.
Ίσως κάποτε στο
μέλλον, η αμεσοδημοκρατία λειτουργήσει.
Μπορεί να έρθει ο
καιρός που η ιδιότητα του πολίτη θα φτάσει στην αποκορύφωσή της στη μεγάλη
κλίμακα (σε αντιδιαστολή με το, μικρής κλίμακας, αρχαιοαθηναϊκό μοντέλο) και τα
δημοψηφίσματα δεν θα είναι η εξαίρεση, αλλά μέρος ενός πολιτεύματος, κατά το
οποίο η κοινωνία και η εξουσία θα ταυτίζονται και οι απρόσωποι θεσμοί θα έχουν
δώσει τη θέση τους στην αυτόβουλη υπηρεσία των πολιτών στο σύστημα.
Οπότε και η ευθύνη
των τελευταίων θα τεκμαίρεται από την άμεση εμπλοκή τους στα ζητήματα.
Τώρα, ο λαός είναι
κατά κυριολεξία ανεύθυνος.
Δεν λέμε ότι οι
πολίτες είναι ανόητοι ή ότι οι πολιτικές αποφάσεις τους είναι κατ’ ανάγκη
λανθασμένες. Λέμε ότι το δημοψήφισμα ενισχύει τη δημοκρατία, στο μέτρο που οι
ίδιοι είναι κοινωνικά και πολιτικά ενεργοί.
Και, στο βαθμό που
αυτό δεν συμβαίνει, η δημοψηφισματική διαδικασία δεν είναι τίποτα παραπάνω από
(ένα ακόμα) δημαγωγικό μέσο.
Ένας μαγικός
τρόπος επιλεκτικής παράκαμψης των θεσμών.
Γ. Ο κίνδυνος
Εν κατακλείδι, η
Άμεση Δημοκρατία στη μεγάλη κλίμακα δεν είναι παρά μια θεωρία.
Στον αληθινό
κόσμο, η δυτική κοινωνία, καθώς χαρακτηρίζεται από τα ρευστά της σύνορα και τις
μεγεθυντικές της τάσεις, χρειάζεται θεσμούς, ρυθμίσεις με αυξημένη ισχύ, ώστε
να περιορίζονται οι ανωμαλίες και οι κραδασμοί.
Εν προκειμένω,
στην Ευρώπη πλέον, οι ανωμαλίες βρήκαν διέξοδο.
Ήτοι, ο
αντισυστημισμός βρήκε την έκφρασή του μέσα από τα δημοψηφίσματα.
Μία επίσης μη
συστημική διαδικασία, την οποία όμως κανείς δεν τολμά να απορρίψει, για
ευνόητους λόγους.
Και είναι
πραγματικά ειρωνεία το γεγονός πως ακροδεξιά και λοιπά ακραία κόμματα κερδίζουν
έδαφος με όπλο την Δημοκρατία.
Πυρηνικό όπλο, για
την ακρίβεια.
Εάν οι
φιλελεύθερες και προοδευτικές δυνάμεις δεν αντιδράσουν σε αυτή την εξέλιξη,
απειλείται ο ίδιος ο δυτικός πολιτισμός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου