Δευτέρα 13 Ιουνίου 2016

Το δικό μου «κλικ»…

Γράφει
η Κορίνα Διαμαντάκου


Μετακόμισα πρόσφατα σ’ ένα νησί των Κυκλάδων.
Μου αρέσει να απολαμβάνω τα διαφορετικά χρώματα της θάλασσας και του ουρανού.
Με «απογειώνει»  το εκτυφλωτικό φως της Ελλάδας, τα ερειπωμένα σπίτια σκαρφαλωμένα σε ανηφοριές υπό την απειλή της κατάρρευσης, οι ξερολιθιές, οι βράχοι που
μοιάζουν βρεγμένοι από το απαλό ροζ του ήλιου που χάνεται ή ατσαλένιοι από το άσπρο του ήλιου που έρχεται.
Τα σκίνα, τα άγρια λουλούδια, τα πουλιά…
Η φαντασία και τα αισθήματά μου δένονται με τους απλούς καθημερινούς ανθρώπους που έχουν μέσα τους ορόσημο τη μπέσα, την ειλικρίνεια, την ανεπιτήδευτη ευγένεια και καλοσύνη.
Μα πιο πολύ συγκινούμαι ότι έρχονται οι κυκλαδίτικοι αγέρηδες…
Τότε, παίρνω φόρα κι ανεβαίνω στο καμπαναριό του ξωκλησιού στην άκρη του βράχου και χτυπάω την καμπάνα…
Μα μη το πείτε του παππά!

Φωτογραφία!
Απελευθερωμένη από το τεχνικό πνεύμα του «καλλι-τεχνικού».
Να απλοποιήσω τη φωτογραφική μου βόλτα.
Χωρίς την αγωνία να ανεβοκατεβάζω την ταχύτητα του κλείστρου.
Χωρίς να χάνομαι στο μέτρημα των ASA και των αλγοριθμικών.
Χωρίς να υπολογίζω τα «stop» κρατώντας σταθερό το διάφραγμα.
Στόχος είναι μόνο το κάλος.
Και το κάλος είναι πάντα και παντού το απλό.

Η αλήθεια είναι ότι μου πήρε χρόνια να βρω μια απλή μηχανή που να μου ταιριάζει.
Να μην είναι  βαριά και μεγάλη, να μην κουβαλώ φακούς και φλας, θήκες, τσάντες, βαλίτσες.
Να την ξέρω καλά, να μη με τρομάζει, αλλά πιο σημαντικό,  να μην τρομάζει τους ανθρώπους που σκοπεύω να εντάξω στο κάδρο μου.
 Να μη με κουράζει με το βάρος της, να μη μοιάζω με φωτορεπόρτερ, ούτε με πολεμικό ανταποκριτή, αφού όταν ξεκίνησα να φωτογραφίζω με έχουν περάσει και για τα δυο.
Η μηχανή μου!
Το χέρι μου, η ματιά μου, η ψυχή μου.
Μαζί της καταφέρνω να αποτυπώνω τη σχέση μου με το χιούμορ ή τη ματαιότητα της στιγμής, με το βλέμμα, τη ζωή, τη δράση και να αποξενώνομαι από την  αντίδραση.
Συγκρατώντας από την επιστήμη ένα μόνο, πως όλα διέπονται από νόμους μοιραίους, αποζητώ εκείνη τη στιγμή του ΚΛΙΚ να είμαι απελευθερωμένη από σκέψεις.
Εκείνη τη στιγμή, είτε είμαι κάπου σκαρφαλωμένη, όρθια, κάθετα ή οριζόντια εξερευνώντας το κάδρο, διακατέχομαι από  βαθιά αγωνία.
Αντιλαμβάνομαι κάθε τι  ως τραγικό ή για να το θέσω καλυτέρα, ως υπερβολικό.
Πάντα ακούω μουσική, και οι στίχοι με κατευθύνουν ανάλογα και επαληθεύουν αν έπεσα μέσα, αν κρίνω σωστά το κάδρο, το φως και την έλλειψή του.
Εφτά σε παίρνει αριστερά, μην το ζορίζεις.
Μάτσο χωράνε σε μια κούφιαν απαλάμη.
Θυμίζεις κάμαρες κλειστές, στεριά μυρίζεις.
Ο πιο μικρός αχολογάει μ’ ένα καλάμι.
Γυαλίζει ο Σημ της μηχανής τα δυο ποδάρια….
ΚΛΙΚ!
Κι όταν όλα μέσα μου ευθυγραμμίζονται, τότε νιώθω το ζουμ, τη μηχανή να δονείται… έρχεται…
ΚΛΙΚ!
Η μουσική, συνήθως, εκείνη τη στιγμή δυναμώνει, δυναμώνει μέσα μου και η ένταση.
Έξαλλου δεν υπάρχει ηλιοβασίλεμα τόσο όμορφο που να μην μπορεί να υπάρξει ομορφότερο.
Και παραμένω θεατής  κι εξακολουθώ να οχυρώνομαι και συνεχίζω…

Η φωτογραφική μου βόλτα είναι μοναχική.
Έχω στενοχωρήσει αγαπημένους.
Ενστικτωδώς απαιτώ, πολλές φόρες ακόμη και άκομψα, μοναχικότητα.
Να με εγκαταλείπουν στους συλλογισμούς μου, τόσο κατά τη διάρκεια της εξερεύνησης όσο και κατά τη διάρκεια της ψηφιακής επεξεργασίας της.
Άλλοι, λιγότερο αγαπημένοι, εξακολουθούν να μην αντιλαμβάνονται την κυρίαρχη αυτή ανάγκη μου.
Αυτούς τους εγκαταλείπω, το σκάω και φεύγω μακριά τους να βρω την ελευθερία μου.

Είναι ένα ταξίδι στην ποίηση, στο αχανές σύμπαν, στους βυθούς της θάλασσας.

Όλοι μας έχουμε ένα αφεντικό.
Για κάποιους ορατό και για άλλους αόρατο.
Το δικό μου είναι η τύχη.
Καθένας μας έχει και το δικό του backpack, κουβαλάει τα δικά του μπαγκάζια,
τη δική του ιστορία.
Αφεντικό και backpack λοιπόν, αναζητούν να βρουν ισορροπία και όσο
παλεύουν μεταξύ τους τόσο θα συνεχίζω να φωτογραφίζω.
Αν το κάνω καλά, δε το γνωρίζω.
Δεν έχω όμως το κουράγιο να το σταματήσω...






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου