Γράφει
η Εύα Τσαροπούλου
Μέχρι την ενηλικίωσή μου, κάθε Μεγάλη Παρασκευή μια χάντρα στο κολιέ των
καλύτερων αναμνήσεων της ζωής μου.
Ξέρεις την Αγία Τριάδα που έχουμε στη γειτονιά μου, στα μαγευτικά
Πατήσια;
Μια μεγάλη εκκλησία, με όμορφο προαύλιο κι έναν καλοσυντηρημένο -τότε-
κήπο, η λεγόμενη «ουνίτικη» εκκλησία, αφού ήταν κάτι ανάμεσα σε καθολική και
ορθόδοξη. Μπερδεμένο θρησκευτικά το κουβάρι, αλλά εμένα διόλου δεν με
απασχολούσε, αφού η Αγία Τριάδα είχε ορφανοτροφείο που έδινε πραγματικά μια
ευκαιρία σε παιδιά που
δεν είχαν στον ήλιο μοίρα και τις πιο γλυκές κι
ευγενικές καλόγριες που είχα γνωρίσει ως παιδί.
Αυτά στα μάτια τα δικά μου φάνταζαν πολύ πιο σημαντικά απ’ τις όποιες
εκκλησιαστικές διδαχές, αν και -για να πω και του στραβού το δίκιο- όσες φορές
βρέθηκα εκεί μέσα, μόνο την αγάπη άκουγα να κηρύττουν, αγάπη προσαρμοσμένη στην
καθημερινή ζωή μου, όπως την ήξερα. Τίποτα φανφαρόνικο, τίποτα επιβλητικό δεν
θυμάμαι, μόνο ευγένεια στα μάτια, γλυκό λόγο κι έναν λαμπερό ήλιο που έμπαινε
τα κυριακάτικα πρωϊνά μέσα απ’ τα καλοφτιαγμένα βιτρώ, φτιάχνοντας χρυσαφένιες
σκιές που χόρευαν πάνω στα στασίδια.
Η Εκκλησία όπως θα έπρεπε να είναι παντού, αυτή ήταν για μένα ως παιδί
και ποτέ κανένας δεν μου έστριψε το χέρι για να με πάει. Ίσως γι' αυτό...
Φαίνεται πως η συχωρεμένη η γιαγιά μου, η Ελένη, είχε καλές
«διασυνδέσεις» εκεί, ως τακτική πελάτισσα που ήταν. Βλέπεις, η Αγία Τριάδα ήταν
ακριβώς δίπλα στο σπίτι της και πήγαινε κάθε Κυριακή με το δικό της καρεγλάκι,
οπότε την ήξεραν όλοι. Έτσι κάθε χρόνο, τη Μεγάλη Παρασκευή, χάρη στις
«επουράνιες» επαφές της γιαγιάς μου, εγώ ντυνόμουν μυροφόρα, νύμφη του Χριστού!
Δεν μπορώ να ξεκινήσω να σου περιγράφω τι μεγάλη χαρά ήταν αυτή! Οι
καλόγριες μας έντυναν όλες, από τα κούτσικα ως τις μεγάλες κοπελούδες με
υπέροχες, καλοσιδερωμένες σατέν χλαμύδες. Για ζώνη είχαμε χρυσαφένια πλεγμένα
κορδόνια, με μικρά φουντάκια στο τελείωμά τους.
Αλλά η πραγματική ομορφιά ήταν τα μαλλιά μας! Αποβραδίς τα πλέκαμε
κοτσιδάκια και την επόμενη μέρα πέφτανε σγουρεμένα. Τα δικά μου, όπως ήτανε και
πολλά, ξανθά και μακριά, ήταν σαν ένας χρυσός χείμαρρος που τον στόλιζαν οι
καλόγριες με στεφάνια από φυσικά, μυρωδάτα λουλούδια της Άνοιξης. Όλες ήμασταν
λες και βγήκαμε από αναγεννησιακό πίνακα, σαν να ποζάραμε για τον Άγγελο του
Μποτιτσέλι.
Κι αν πεις για την ευωδιά...όλα αυτά τα φρέσκα λουλούδια πάνω στα μαλλιά
μας, μια γεύση από τον παράδεισο πριν αυτός χαθεί για τους ανθρώπους.
Κρατούσαμε στα χέρια λευκά καλαθάκια, γεμάτα πέταλα από τριαντάφυλλα, τα
οποία είχαν βουτήξει στο μύρο κι απ’ όπου περνούσαμε στην περιφορά του
Επιταφίου, μύριζε ο τόπος άνοιξη.
Οι ωραιότερες αναμνήσεις, τυλιγμένες σε μύρο.
Ήταν όμορφο να είσαι μυροφόρα τη Μεγάλη Παρασκευή. Ήμασταν οι
πρωταγωνίστριες της βραδιάς, οι νύμφες του Χριστού. Περπατούσαμε καμαρωτές
στους δρόμους γύρω απ’ την Αχαρνών, πετούσαμε αριστερά δεξιά τα ροδοπέταλά μας
και νιώθαμε ίσαμε δέκα πήχες πιο ψηλές απ’ ότι ήμασταν κανονικά…
Άσε πια εκείνοι οι πρόσκοποι που μας συνόδευαν...Η Αγία Τριάδα δεν είχε
μόνο ολόκληρο τάγμα από μυροφόρες, είχε κι άλλους τόσους προσκόπους! Οι οποίοι
κρατούσαν τα κοντάρια που απομάκρυναν τον κόσμο απ’ το να μπαίνει στο δρόμο του
Επιταφίου και βάδιζαν στο πλάι το δικό μας, ρίχνοντάς μας ταυτόχρονα και
κλεφτές ματιές. Βλέπεις είχαν κιαλάρει από νωρίς ποια ενδιαφέρει ποιον και
φρόντιζαν αναμετάξυ τους να αλλάξουν τις κονταροθέσεις τους, ώστε να βολεύει
καλύτερα στο πίρι πίρι… Κι εμείς πια, άλλο που δεν θέλαμε. Δήθεν-τάχα μου
χαμηλοβλεπούσες και μποτιτσελιανές, αλλά γαρίδα το μάτι κάτω από το παλλόμενο
βλέφαρο!
Ήταν όμορφες εκείνες οι Μεγάλες Παρασκευές. Ήταν ένα ασυμφώνητο, αλλά
τόσο καλά προγραμματισμένο ραντεβού με όλους τους γνωστούς της γειτονιάς, όλους
τους συμμαθητές απ’ το σχολείο, όλα τα προσκοπικά φλερτ. Ήταν καλύτερο κι απ’
την Ανάσταση, όπου εγώ εξάλλου ποτέ δεν πήγαινα γιατί φοβόμουνα τα βεγγαλικά,
οπότε όλο μου το ενδιαφέρον άρχιζε και τελείωνε την Παρασκευή. Κι ό,τι κι αν
έκανα την υπόλοιπη μέρα, μόλις σήμαινε απόγευμα, τα άφηνα στη μέση και τράβαγα
να βρω την κολλητή μου την Ιωάννα και μαζί κινούσαμε για τον Επιτάφιο. Συνήθεια
αγαπημένη, που δεν χάλασε ούτε όταν αργότερα, μεγάλες πια, είχαμε η κάθε μια τη
σχέση της. Ξέραμε, εννέα νταν, ραντεβού στην Αγία Τριάδα!
Πόσα χρόνια κύλησαν από τότε που οι Μεγάλες Παρασκευές ήταν τόσο
σημαντικές…
Είμαι πια πολύ μεγάλη για να είμαι μυροφόρα, η νύμφη του Χριστού. Είμαι
τόσο μεγάλη ώστε να αμφισβητώ τα όσα συμβολίζανε όλες εκείνες οι όμορφες
στιγμές που είχα στη ζωή μου. Δεν μπορώ πια να ντυθώ μυροφόρα, έχασα και την
Ιωάννα, κάπου σε μια στροφή της ζωής μας, έχασα και τη γιαγιά Ελένη και δεν έχω
πια «μέσο» στην Αγία Τριάδα, η οποία ούτως ή άλλως δεν είναι πια η ίδια. Τώρα
εκκλησιάζονται μόνο ξένοι εκεί, ελληνικά δεν ακούς, αλλά κι αυτό ακόμα είναι
μια αλλαγή που για μένα σηματοδοτεί μια εμπειρία μέσα στο πέρας των καιρών.
Απλώς πια δεν μπορεί να γίνει ανάμνηση. Όχι δική μου, τουλάχιστον.
Δεν έντυσα ποτέ την κόρη μου μυροφόρα. Δεν το χρειάστηκε ποτέ, γιατί
ήταν πάντα της χορεύτρια κι από μωρό έχει ντυθεί τόσα άλλα πράγματα σε τόσες
παραστάσεις! Εξάλλου ήμουν πλέον πολύ μακριά απ’ την Εκκλησία, γιατί στην
πορεία εκείνη έχασε εμένα κι εγώ εκείνη, οπότε όλα αυτά δεν θα μπορούσαν ποτέ
να είναι μέρος έστω και του εθιμικού δικαίου του σπιτιού μας...
Κι όμως ακόμα ζω στην ίδια γειτονιά, είμαι εγώ ο ίδιος άνθρωπος που
ήμουν και τότε κι ας είναι πιο κλειστή η ψυχή μου.
Κάθε Μεγάλη Παρασκευή, αναπολώ με την ίδια πάντα νοσταλγία τη μυρωδιά
των φρέσκων λουλουδιών. Κι αν τύχει και περάσω κάτω από καμιά γαζία που ανθίζει
φορτωμένη ή καμιά ξεμπουμπουκιασμένη λεμονιά, μου έρχονται στο νου, οι λευκές,
σατέν χλαμύδες με τα χρυσά κορδόνια, τα ξέπλεκα σγουρά μαλλιά, με τα πολύχρωμα
στεφάνια, οι κρυφές ματιές με τους προσκόπους, η γιαγιά Ελένη, η Ιωάννα, οι
γλυκιές καλόγριες, η άνοιξη…
Όλα κι όλοι ένας μικρός παράδεισος απ’ όπου δεν μπορεί κανείς να με
διώξει...Ο παράδεισος των αναμνήσεών μου, τυλιγμένος σε μύρο...
Όλα εκείνα τα υπέροχα πράγματα και οι καλοί άνθρωποι που πέρασαν απ’ τη
ζωή μου και γίνανε αναμνήσεις, που σήμερα δεν υπάρχουν πια σ’ αυτήν, αλλά χωρίς
αυτά, χωρίς αυτούς, δεν θα είχα γίνει αυτή που είμαι. Έστω και με την ψυχή λίγο
πιο κλειστή, αλλά με τη βαθιά σιγουριά πως πρόλαβα να ζήσω πολύ όμορφα
πράγματα, που σήμερα μου επιτρέπουν να την κρατώ ακόμα μισάνοιχτη…
Κι αυτό είναι η μεγάλη ευγνωμοσύνη της ζωής μου...πιο στέρεη και πιο
αληθινή από οποιαδήποτε αμφισβητούμενη πίστη...
Θα περάσουμε ξανά απ’ της μνήμης τα σπίτια,
τραγουδάει ο Μάριος Φραγκούλης και θυμάται «Τον εαυτό του παιδί»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου