Γράφει
ο Νίκος Γ. Σακελλαρόπουλος
Τον θυμάμαι να στήνει ο ίδιος τα μηχανήματα για τη
συναυλία στην αυλή του σχολείου στα Καλάβρυτα.
Ιδρωμένος στο Αυγουστιάτικο απόγευμα, είχε το νου του
ακόμη και στην τελευταία λεπτομέρεια του ήχου του.
Και να δοκιμές, να σύντομα σολαρίσματα για την επιβεβαίωση
ότι όλα είναι καλά, να κι
οι πενιές από το μπουζούκι του Παναγιώτη Κουτσούρα να
ηχούν και να φτάνουν μέχρι το σπήλαιο των Λιμνών και το φαράγγι του Βουραϊκού…
Όλα καλά, σε δυο ώρες παίζουμε…
Τον θυμάμαι στη Φολέγανδρο, στη Μήλο, στην Κίμωλο, στη
Νίσυρο, στις εσχατιές της Ελλάδας.
Τον θυμάμαι καπετάνιο στο σκάφος του να οργώνει το
Αιγαίο, θαλασσόλυκος, ατρόμητος στα ρεύματα και στις τρικυμίες.
Τον θυμάμαι στις συνεντεύξεις στο «Κανάλι 1», στον «Αιγαίο
FM».
Τουν θυμάμαι ν’ αγκαλιάζει την Αδελαΐδα, την κόρη του, με
απίστευτη τρυφερότητα.
Τον γιό και «καπετάνιο» του, τον Αλέξανδρο.
Θυμάμαι τις «τύψεις» του που δεν είχε σταθεί κοντά στα
παιδιά του στην παιδική τους ηλικία, τρέχοντας εδώ κι εκεί και τραγουδώντας.
Τον θυμάμαι όταν πρωτογνωριστήκαμε.
Πριν ακόμη γίνει μεγάλος και τρανός.
Τότε που με σήμα κατατεθέν την περίφημη «Εκδίκηση της
Γυφτιάς», έτρεχε από φοιτητικό σε φοιτητικό στέκι και τραγουδούσε την «Τρελή κι
αδέσποτη», το «Κανείς εδώ δεν τραγουδά», το «Κύριε Διευθυντά των δίσκων»…
Όπως τον γνώρισα, έτσι έμεινε.
Κι ίσως πιο ταπεινός.
Τον θυμάμαι να αποστρέφεται το life style, να λέει και να ξαναλέει ότι «σκοτώνει τη ζωή σαν
δηλητήριο»!
Θυμάμαι που τον είχα ρωτήσει πως προέκυψε η συνεργασία με
τον Μάνο Χατζηδάκη στον Σείριο…
«Κτύπησε το τηλέφωνο… Πρωί πρωί… Ήταν δεν ήταν 8…
-
Έλα Νίκο, Μάνος εδώ
-
Τι κάνετε κύριε
Μάνο;
-
Θέλω να γθεις και
να παίξεις στον Σείγριο…
-
Κύριε Μάνο δεν έχω
ορχήστρα…
-
Τον Νοέμγιο σε
θέλω… Να βγεις ογχήσγα και να έγθεις…
-
Και μπαπ, μου
έκλεισε το τηλέφωνο…
Τον θυμάμαι στον Λυκαβηττό, στην πρώτη μεγάλη του
συναυλία στην Αθήνα.
Πρέπει να ήταν στα 1991.
Αγχωμένο ως συνήθως, να γυρίζει σαν αγρίμι ανάμεσα σε
μηχανήματα, καλώδια, μικρόφωνα και μουσικά όργανα.
Κι ύστερα, το αγχωμένο αγρίμι ημέρεψε μέσα στις νότες,
στα φώτα, στην αποθέωση!
Θυμάμαι που τον είχα ρωτήσει πώς προέκυψε η περίφημη
κόκκινη μπαντάνα.
« Μου την είχε κάνει δώρο μια Αμερικάνα, τότε στην εποχή
των συγκροτημάτων… Κι έμεινε…»…
Τον θυμάμαι πόσο αποστρεφόταν την Αθήνα.
Πνιγόταν όταν ερχόταν για συναυλίες ή παρουσιάσεις δίσκων
και λοιπά δημοσιοσχετίστικα τρεξίματα…
Θυμάμαι, θυμάμαι, θυμάμαι…
Σαν σήμερα έφυγε ο Νίκος.
17 Απριλίου, πριν πέντε χρόνια.
Εκείνη την Κυριακή των Βαΐων, όλοι είμαστε «απόψε
σιωπηλοί»…
«Φύσηξε ο Βαρδάρης» και τον πήρε ψηλά στους ουρανούς, σημαδεύοντας τη «Ρωγμή του χρόνου»…
Σαν τώρα.
Ξημέρωμα 17ης Απριλίου.
Ο άνθρωπος που συνειδητά ή εν αγνοία του μοιράστηκε μαζί
μου χιλιάδες στιγμές μέσα από τα τραγούδια του.
Ο άνθρωπος που δεν ξεπούλησε τίποτα όπως έκαναν τόσοι και
τόσοι «επαναστάτες» του γλυκού νερού στα λογής λογής πολιτικά παζάρια για μια
συναυλία ή μια θεσούλα σε κάποιο ψηφοδέλτιο…
Ο άνθρωπος του χθες μου, του παρόντος και του μέλλοντός
μου…
Σαν τώρα.
Ξημέρωμα 17ης Απριλίου.
Πώς μπορώ να ξεχάσω τα λυτά της μαλλιά
Την άμμο που σαν καταρράχτης έλουζε
Καθώς έσκυβε πάνω μου χιλιάδες φιλιά
Διαμάντια που απλόχερα μου χάριζε
Θα πάω κι ας μου βγει και σε κακό
Σε ποιαν έκσταση επάνω σε χορό μαγικό
Μπορεί να ένα τέτοιο πλάσμα να γεννήθηκε
Από ποιο μακρινό αστέρι είναι το φως
Που μες τα δυο της μάτια κρύφτηκε
Κι εγώ ο τυχερός που το ΄χει δει
Α ρε Νικόλα!
Να περνάς καλά ρε φίλε….
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου