Με τεράστια έκπληξη οι νεοέλληνες παρακολουθούν τους δελφίνους της ηγεσίας του ΠαΣοΚ και κορυφαία στελέχη του να επιχειρούν να βγάλουν την ουρά τους έξω από το πεδίο ευθυνών για την πορεία της χώρας, τόσο στο πρόσφατο χρονικό διάστημα, όσο και παλαιότερα.
Το ίδιο συμβαίνει και με μεγαλοστελέχη της Νέας Δημοκρατίας, που εμφανίζονται ως να μην ήταν εκείνα στην εξουσία, όταν άρχισε η αντίστροφη μέτρηση.
Παρουσιάζουν, μάλιστα, και θέσεις – απόψεις, χωρίς να αισθάνονται την υποχρέωση να απαντήσουν στο ερώτημα «γιατί δεν τα κάνατε όταν είσαστε στην εξουσία;».
Όλοι αυτοί, έχουν ανακαλύψει –σήμερα- κόκκινες γραμμές και πιπιλάνε την καραμέλα της ανταγωνιστικότητας.
Μόνο, όμως, σε αφελείς μπορούν να απευθύνονται ή σε όσους
έχουν άγνοια του τι συνέβη τα τελευταία τριάντα χρόνια.
Η ανταγωνιστικότητα είναι κάτι που ήταν επιβεβλημένο να κάνουμε αμέσως μόλις μπήκαμε στην –τότε- ΕΟΚ. Από τότε είχε διαφανεί η αναγκαιότητα για προσαρμογή σε πρότυπα ανταγωνισμού που θα ελάμβαναν στα σοβαρά δύο εξαιρετικά σημαντικές αλλαγές: Την ανάγκη προσαρμογής, από τη μια, σε μια οικονομία χωρίς δασμολογικά σύνορα, με πολύ ταχύτερη μετακίνηση των κεφαλαίων, με προσέγγιση των φορολογικών κανόνων και απελευθέρωση της πιστωτικής πολιτικής.
Εμείς δεν κάναμε απολύτως τίποτα.
Ούτε όταν οι ελληνικές επιχειρήσεις (αρχές και μέσα της δεκαετίας του ΄80) βρέθηκαν σοβαρότατα τραυματισμένες από τις συνεχείς υποτιμήσεις της δραχμής, την αύξηση του εργασιακού κόστους και την λαίλαπα των προϊόντων made in Taiwan.
Αντιθέτως, κρατικοποιήσαμε τα πάντα, γιγαντώσαμε τον δημόσιο τομέα, τους συνδικαλιστές και τα κρατικοδίαιτα συνδικάτα, ενώ οι πολιτικοί φρόντιζαν το προσωπικό τους μέλλον.
Οι παλαιότεροι, ασφαλώς θα θυμούνται ότι το 1984, όταν ο καθηγητής και αναπληρωτής υπουργός Κωστής Βαϊτσος επιχείρησε να εφαρμόσει μια συγκροτημένη κλαδική πολιτική, βρέθηκε αντιμέτωπος με τα μιλιούνια των «πρασινοφρουρών» και σχεδόν όλης της παπανδρεϊκής κυβέρνησης.
Οι παλαιότεροι, θα θυμούνται ακόμη, ότι το 1985, ο τότε υπουργός Οικονομίας Κώστας Σημίτης, έδινε μάχες χαρακωμάτων με το κόμμα, για να μπορέσει να περικόψει το κόστος εργασίας, ούτως ώστε να έχει αντίκρισμα η –τότε- υποτίμηση της δραχμής.
Τελικά «έφαγε» το κεφάλι του από τους «πραιτοριανούς» της αλλαγής.
Παρά το γεγονός ότι στην Ελλάδα εισέρρευσαν μυθώδη ποσά, τόσο από την ΕΟΚ, όσο και από δάνεια Ιαπωνικών Τραπεζών, όλα κατευθύνθηκαν στην κατανάλωση.
Η ανάπτυξη και η ανταγωνιστικότητα παρέμειναν πομφόλυγες.
Είτε αρέσει στους σημερινούς πασόκους είτε όχι, η αλήθεια είναι ότι η δεκαετία του ’80 αποτελεί ην απαρχή της τραγωδία του τόπου.
Δεν είναι μόνο ότι φόρτωσαν το κράτος με χρέη, προκάλεσαν ακατάσχετη νομισματική κυκλοφορία, αλλοίωσαν τον οικονομικό ορθολογισμό με τον διψήφιο πληθωρισμό, αλλά κρατικοποίησαν το μεγαλύτερο μέρος της βιομηχανίας, φορτώνοντας απερίγραπτα βάρη στις τράπεζες, δηλαδή στους δυστυχείς καταθέτες και, αργότερα, στους φορολογουμένους.
Θέλετε κι άλλα;
Την ίδια εκείνη δεκαετία, υπό την εποπτεία του Γιώργου Γεννηματά και των γκρουπούσκουλων του κόμματος, ξεκίνησε ο γραφειοκρατικός- κομματικός συνδικαλισμός.
Ποιος μπορεί να ξεχάσει ότι οι εσωτερικοί κανονισμοί μεγάλων ΔΕΚΟ, έγιναν νόμοι (!!!), με συνέπεια σήμερα να μιλάνε για…κεκτημένα οι Φωτόπουλοι;
Ποιος μπορεί να αγνοήσει ότι η Νέα Δημοκρατία δεν τους κατάργησε, επειδή στο κόλπο είχαν μπει και τα δικά της παιδιά;
Οι οικονομικές επιπτώσεις, μόλις σήμερα αποτιμώνται. Το κόστος των κατακτήσεων του κρατικοδίαιτου συνδικαλισμού στις μεγάλες ΔΕΚΟ πέρασε τελικά στην παραγωγική διαδικασία, στις τιμές και, εντέλει, στον τρόπο ζωής και από εκεί σε ολόκληρο το σύστημα αμοιβών, πλην του εμπορίου και των πολύ μικρών βιοτεχνιών.
Τρεις μέρες μετά τη δημοσίευση της έκθεσης (9/4/1990), ο καθηγητής Ζολώτας παρέδωσε, ανακουφισμένος, την εξουσία στις κάλπες και είπε: «Αν ήμουν είκοσι χρόνια νεότερος, θα επέβαλλα τρία πράγματα στους πολιτικούς, να μην κάνουν ελλείμματα, να μην αυξάνουν το δημόσιο χρέος και να μην προσλαμβάνουν έκτακτους υπαλλήλους χωρίς όρια».
Οι πολιτικοί, αλλά και το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας, είχαν τον χαβά τους.
Μόνο ο Μητσοτάκης επιχείρησε να μαζέψει τα πράγματα (1990-1993), αλλά γνωρίζουμε όλοι ότι «τσακίστηκε» στα βράχια του λαϊκισμού, των συμφερόντων, των διαπλεκόμενων ΜΜΕ και των λοιπών…Κολλάδων!
Εν τω μεταξύ, τα περί ανταγωνιστικότητας αναγκαία αποτελούσαν κάτι ως ανέκδοτο με τον Τσακ Νόρις.
Κι όχι μόνο αυτό, αλλά συνεχίστηκε η εξαφάνιση βιοτεχνιών και παραγωγικών μονάδων της οικονομίας, ενώ η εγχώρια παραγωγή βρισκόταν σε συνεχή υποχώρηση εξ αιτίας των εισαγωγών και του ανταγωνισμού από την Taiwan.
Η δε συνεχής διολίσθηση της δραχμούλας δεν ωφέλησε σε τίποτα.
Το αντίθετο μάλιστα, αφού μισθοί, κρατήσεις, φόροι και οι υπόλοιπες επιβαρύνσεις μεγάλωναν συνεχώς.
Το ίδιο συμβαίνει και με μεγαλοστελέχη της Νέας Δημοκρατίας, που εμφανίζονται ως να μην ήταν εκείνα στην εξουσία, όταν άρχισε η αντίστροφη μέτρηση.
Παρουσιάζουν, μάλιστα, και θέσεις – απόψεις, χωρίς να αισθάνονται την υποχρέωση να απαντήσουν στο ερώτημα «γιατί δεν τα κάνατε όταν είσαστε στην εξουσία;».
Όλοι αυτοί, έχουν ανακαλύψει –σήμερα- κόκκινες γραμμές και πιπιλάνε την καραμέλα της ανταγωνιστικότητας.
Μόνο, όμως, σε αφελείς μπορούν να απευθύνονται ή σε όσους
έχουν άγνοια του τι συνέβη τα τελευταία τριάντα χρόνια.
Η ανταγωνιστικότητα είναι κάτι που ήταν επιβεβλημένο να κάνουμε αμέσως μόλις μπήκαμε στην –τότε- ΕΟΚ. Από τότε είχε διαφανεί η αναγκαιότητα για προσαρμογή σε πρότυπα ανταγωνισμού που θα ελάμβαναν στα σοβαρά δύο εξαιρετικά σημαντικές αλλαγές: Την ανάγκη προσαρμογής, από τη μια, σε μια οικονομία χωρίς δασμολογικά σύνορα, με πολύ ταχύτερη μετακίνηση των κεφαλαίων, με προσέγγιση των φορολογικών κανόνων και απελευθέρωση της πιστωτικής πολιτικής.
Εμείς δεν κάναμε απολύτως τίποτα.
Ούτε όταν οι ελληνικές επιχειρήσεις (αρχές και μέσα της δεκαετίας του ΄80) βρέθηκαν σοβαρότατα τραυματισμένες από τις συνεχείς υποτιμήσεις της δραχμής, την αύξηση του εργασιακού κόστους και την λαίλαπα των προϊόντων made in Taiwan.
Αντιθέτως, κρατικοποιήσαμε τα πάντα, γιγαντώσαμε τον δημόσιο τομέα, τους συνδικαλιστές και τα κρατικοδίαιτα συνδικάτα, ενώ οι πολιτικοί φρόντιζαν το προσωπικό τους μέλλον.
Οι παλαιότεροι, ασφαλώς θα θυμούνται ότι το 1984, όταν ο καθηγητής και αναπληρωτής υπουργός Κωστής Βαϊτσος επιχείρησε να εφαρμόσει μια συγκροτημένη κλαδική πολιτική, βρέθηκε αντιμέτωπος με τα μιλιούνια των «πρασινοφρουρών» και σχεδόν όλης της παπανδρεϊκής κυβέρνησης.
Οι παλαιότεροι, θα θυμούνται ακόμη, ότι το 1985, ο τότε υπουργός Οικονομίας Κώστας Σημίτης, έδινε μάχες χαρακωμάτων με το κόμμα, για να μπορέσει να περικόψει το κόστος εργασίας, ούτως ώστε να έχει αντίκρισμα η –τότε- υποτίμηση της δραχμής.
Τελικά «έφαγε» το κεφάλι του από τους «πραιτοριανούς» της αλλαγής.
Παρά το γεγονός ότι στην Ελλάδα εισέρρευσαν μυθώδη ποσά, τόσο από την ΕΟΚ, όσο και από δάνεια Ιαπωνικών Τραπεζών, όλα κατευθύνθηκαν στην κατανάλωση.
Η ανάπτυξη και η ανταγωνιστικότητα παρέμειναν πομφόλυγες.
Είτε αρέσει στους σημερινούς πασόκους είτε όχι, η αλήθεια είναι ότι η δεκαετία του ’80 αποτελεί ην απαρχή της τραγωδία του τόπου.
Δεν είναι μόνο ότι φόρτωσαν το κράτος με χρέη, προκάλεσαν ακατάσχετη νομισματική κυκλοφορία, αλλοίωσαν τον οικονομικό ορθολογισμό με τον διψήφιο πληθωρισμό, αλλά κρατικοποίησαν το μεγαλύτερο μέρος της βιομηχανίας, φορτώνοντας απερίγραπτα βάρη στις τράπεζες, δηλαδή στους δυστυχείς καταθέτες και, αργότερα, στους φορολογουμένους.
Θέλετε κι άλλα;
Την ίδια εκείνη δεκαετία, υπό την εποπτεία του Γιώργου Γεννηματά και των γκρουπούσκουλων του κόμματος, ξεκίνησε ο γραφειοκρατικός- κομματικός συνδικαλισμός.
Ποιος μπορεί να ξεχάσει ότι οι εσωτερικοί κανονισμοί μεγάλων ΔΕΚΟ, έγιναν νόμοι (!!!), με συνέπεια σήμερα να μιλάνε για…κεκτημένα οι Φωτόπουλοι;
Ποιος μπορεί να αγνοήσει ότι η Νέα Δημοκρατία δεν τους κατάργησε, επειδή στο κόλπο είχαν μπει και τα δικά της παιδιά;
Οι οικονομικές επιπτώσεις, μόλις σήμερα αποτιμώνται. Το κόστος των κατακτήσεων του κρατικοδίαιτου συνδικαλισμού στις μεγάλες ΔΕΚΟ πέρασε τελικά στην παραγωγική διαδικασία, στις τιμές και, εντέλει, στον τρόπο ζωής και από εκεί σε ολόκληρο το σύστημα αμοιβών, πλην του εμπορίου και των πολύ μικρών βιοτεχνιών.
Όλα αυτά και πολλά άλλα, ήταν σαφές πως δεν μπορούσε να τα αντέξει η οικονομία χωρίς να προσφεύγει σε συνεχώς μεγαλύτερο δανεισμό, προκειμένου να καλύπτει τις ζημίες της.
Ποιος δεν θυμάται ότι το 1990, επί πρωθυπουργίας του οικουμενικού Ζολώτα, σχηματίστηκε οκταμελής επιτροπή εμπειρογνωμόνων, υπό την αιγίδα του ακαδημαϊκού Άγγελου Αγγελόπουλου.
Στο κύριο μέρος εκείνης της έκθεσης τονιζόταν η ανάγκη αναδιάρθρωσης της οικονομίας, του φορολογικού και ασφαλιστικού συστήματος, με κύριο στόχο τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Μέλη εκείνης της επιτροπής ήταν οι Λουκάς Παπαδήμος, Τάσος Γιαννίτσης και Γιώργος Προβόπουλος.Τρεις μέρες μετά τη δημοσίευση της έκθεσης (9/4/1990), ο καθηγητής Ζολώτας παρέδωσε, ανακουφισμένος, την εξουσία στις κάλπες και είπε: «Αν ήμουν είκοσι χρόνια νεότερος, θα επέβαλλα τρία πράγματα στους πολιτικούς, να μην κάνουν ελλείμματα, να μην αυξάνουν το δημόσιο χρέος και να μην προσλαμβάνουν έκτακτους υπαλλήλους χωρίς όρια».
Οι πολιτικοί, αλλά και το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας, είχαν τον χαβά τους.
Μόνο ο Μητσοτάκης επιχείρησε να μαζέψει τα πράγματα (1990-1993), αλλά γνωρίζουμε όλοι ότι «τσακίστηκε» στα βράχια του λαϊκισμού, των συμφερόντων, των διαπλεκόμενων ΜΜΕ και των λοιπών…Κολλάδων!
Εν τω μεταξύ, τα περί ανταγωνιστικότητας αναγκαία αποτελούσαν κάτι ως ανέκδοτο με τον Τσακ Νόρις.
Κι όχι μόνο αυτό, αλλά συνεχίστηκε η εξαφάνιση βιοτεχνιών και παραγωγικών μονάδων της οικονομίας, ενώ η εγχώρια παραγωγή βρισκόταν σε συνεχή υποχώρηση εξ αιτίας των εισαγωγών και του ανταγωνισμού από την Taiwan.
Η δε συνεχής διολίσθηση της δραχμούλας δεν ωφέλησε σε τίποτα.
Το αντίθετο μάλιστα, αφού μισθοί, κρατήσεις, φόροι και οι υπόλοιπες επιβαρύνσεις μεγάλωναν συνεχώς.
Το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας ήταν γνωστό πολύ πριν μπούμε στο ευρώ.
Η αντιμετώπισή του αναβλήθηκε από την κυβέρνηση Σημίτη που θεωρούσε ότι οι κανόνες της ενιαίας νομισματικής ζώνης θα διευκόλυναν την προσαρμογή.
Όμως, συνέβη το αντίθετο.
Η εξάλειψη όλων των βαθμών ευελιξίας, που συστηματικά καθιερώθηκε σε όλες τις αγορές της οικονομίας, έγινε εντονότερη μετά την είσοδό μας στο ευρώ.
Ο επί μία εικοσαετία πληθωρισμός μισθών και κερδών είχε 'ηδη διαλύσει την ελληνική παραγωγή.
Το ισχυρό νόμισμα που αποκτήσαμε, προσφερόμενο σε εξευτελιστική τιμή λόγω χαμηλών επιτοκίων και συγκριτικά υψηλότερου πληθωρισμού, έδωσε το τελειωτικό χτύπημα στην εθνική οικονομία.
Η δε κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή, αντί να προχωρήσει στις αναγκαίες και απαραίτητες μεταρρυθμίσεις και διαρθρωτικές αλλαγές, υπετάχθη στο πολιτικό κόστος. Κι όταν επιχείρησε να πει τις αλήθειες, όλα είχαν πάρει τον δρόμο του Γιώργου Παπανδρέου και των προεκλογικών (2009) συμφωνιών του με τον Ντομινίκ Στρος Καν και το ΔΝΤ.
Τριάντα χαμένα χρόνια, καταστροφικά χρόνια.
Τα οποίο πληρώνουν όλοι οι εργαζόμενοι, οι περισσότερες επιχειρήσεις και ουδείς πολιτικός ή συνδικαλιστής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου