Η Ελλάδα για πολλά χρόνια ήταν –και εξακολουθεί να είναι – εκείνο που πολύ χαρακτηριστικά είχε περιγράψει ο αείμνηστος Καραμανλής.
Ένα απέραντο φρενοκομείο.
Ο διάλογος διεξαγόταν με κραυγές και τηλεοπτικούς αλαλαγμούς, με μπροστάρηδες κάποιον Αυτιά, κάποιον Παπαδάκη, έναν Τράγκα, και πολλούς άλλους «αναστενάρηδες».
Μαζί τους, οι λογής λαϊκιστές πολιτικάντηδες που για το τομάρι τους έριχναν λάδι στη φωτιά (όρα καταστροφή) που
ερχόταν με μαθηματική βεβαιότητα.
Τώρα, η κοινωνία αναρωτιέται προς τους πολιτικούς:
«Μα δεν έβλεπαν που πάμε;».
Οργίζεται! Βρίζει! Απαξιώνει!
Δεν σκέπτεται, όμως, ότι η σπατάλη του κράτους που μας οδήγησε εδώ, ήταν δικό της αίτημα.
Δεν σκέπτεται ότι εκείνη προτιμούσε και ψήφιζε τους διάφορους Μανώληδες, Καμμένους, Κουλούρηδες, Ψωμιάδηδες, Καστανίδηδες, Τσοβόλες, Παπουτσήδες και λοιπούς υπηρέτες του λαϊκισμού.
Δεν σκέπτεται ότι εκείνη έκανε βουλευτές τους συνδικαλιστές που συστηματικά την ταλαιπωρούσαν!
Δεν σκέπτεται ότι η ίδια απαιτούσε – μέσω των Αυτιάδων και λοιπών τηλεοπτικών αστέρων- τη συνταξούλα του... πενηντάχρονου, τα επιδοματάκια του κρατικοδίαιτου δημοσίου υπαλλήλου, τα… δικαιώματα του Φωτόπουλου, τους …φουκαράδες της Ολυμπιακής!
Δεν σκέπτεται ότι όσοι έλεγαν τις αλήθειες (Αλέκος Παπαδόπουλος, Στέφανος Μάνος, Ανδρέας Ανδριανόπουλος, Τάσος Γιαννίτσης κλπ) ήταν ιδιαιτέρως αντιδημοφιλείς.
Δεν σκέπτεται ότι προτιμούσε έναν διάλογο με κραυγές και λυγμούς, παρά με ρεαλισμό κι αλήθειες.
Έτσι, γίνεται και σήμερα.
Ως να μην έχουμε αντιληφθεί τίποτα.
Χρόνια και χρόνια, διεξάγουμε έναν δημόσιο διάλογο στα τηλεοπτικά και ραδιοφωνικά δίκτυα, ο οποίος ποτέ δεν μπήκε και δεν μπαίνει στην ουσία της πολιτικής, αλλά παρέμενε και παραμένει στη διαδικασία της.
Ο διάλογος γινόταν και γίνεται με βάση το πολιτικό φαίνεσθαι και όχι την ίδια την πολιτική.
Θυμόσαστε τι έγινε τον Δεκέμβριο του 2008, όταν ο Κώστας Σημίτης δήλωσε ότι η Ελλάδα βαδίζει μαθηματικά στα δόντια του ΔΝΤ; Ουδείς ασχολήθηκε, παρά μόνο με τις …ψυχρές σχέσεις του πρώην πρωθυπουργού με τον Γιώργο Παπανδρέου.
Θυμόσαστε τι έγινε το καλοκαίρι του 2008, όταν δημιουργήθηκε μείζον πολιτικό ζήτημα από μια συνέντευξη του τότε υπουργού Οικονομικών Γιώργου Αλογοσκούφη στην Ελευθεροτυπία;
Ο πρώην υπουργός Οικονομικών είχε πει και αλήθειες και ψέματα.
Η αλήθεια ήταν ότι η οικονομία μας πάει από το κακό στο χειρότερο.
Η ανταγωνιστικότητα κατρακυλούσε, τα ελλείμματα διογκώνονταν, οι οικονομικοί δείκτες στο σύνολό τους προοιώνιζαν τα χειρότερα.
Τα ψέματα ήταν ότι η ελληνική οικονομία βγαίνει λιγότερο τραυματισμένη από τη διεθνή κρίση επειδή έγιναν… οι μεταρρυθμίσεις...
Και όμως ουδείς ασχολήθηκε ούτε με τις δύσκολες αλήθειες ούτε με τα τραγικά ψέματα του ΓιώργουΑλογοσκούφη.
Το πολιτικό-δημοσιογραφικό σκηνικό συνταράχτηκε από μια δευτερεύουσα πρόταση σε μια δευτερεύουσα ερώτηση προς τον Γ. Αλογοσκούφη (ο οποίος είπε ότι σε περίπτωση μη αυτοδυναμίας της Ν. Δ. στις ερχόμενες εκλογές, το κόμμα του θα έπρεπε να συμπράξει με το ΠΑΣΟΚ για τον σχηματισμό κυβέρνησης).
Έγιναν ερωτήσεις στο πρες ρουμ και βαθυστόχαστες αναλύσεις των…Αυτιάδων, για το αν η Ν. Δ. θα συμπράξει μετεκλογικώς με το ΠΑΣΟΚ στην περίπτωση μη αυτοδυναμίας.
Η οικονομία, τα ελλείμματα, η χαμένη ανταγωνιστικότητα έφτασαν να μοιάζουν σαν ένα δισέλιδο γαρνίρισμα για μια και μόνο πιθανολόγηση.
Να το πούμε ευθέως.
Η διόγκωση της βιομηχανίας των ΜΜΕ, δεν είναι αποτέλεσμα επιχειρηματικών σχεδίων ή ευκαιριών, αλλά προϊόν διαπλοκής.
Αυτό αποδεικνύεται –πλέον όλων των άλλων – και από το γεγονός ότι σε μια περιορισμένη αγορά, υπάρχουν χιλιάδες εφημερίδες και ραδιόφωνα και εκατοντάδες τηλεοπτικά δίκτυα!
Το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι η μεγάλη πλειοψηφία των ΜΜΕ θεωρούν ότι πολιτικό είναι εκείνο που κάνουν οι πολιτικοί!
Αν ο ένας είναι εχθρός του άλλου, ποιος υπονομεύει ποιον, τι σχεδιάζει ο δείνα και τι ο τάδε.
Και δώστου «μάχες» στα τηλεπαράθυρα, θυσία στον βωμό του λαϊκισμού.
Με εύπεπτη ύλη για το κοινό.
Με τους πολιτικούς να δίνουν την παράστασή τους, όχι για τα προβλήματα του τόπου, αλλά για την πολιτική τους…καριέρα!
Φυσικά, θα πει κάποιος, οι τριβές και οι διαφωνίες είναι απαραίτητο συστατικό της πολιτικής διαδικασίας, εξ ου και η «εφεύρεση» της δημοκρατίας.
Όμως, είναι άλλο οι τριβές που προκαλούνται από τη διαφορετική πολιτική οπτική των θεμάτων κι άλλο οι τριβές που έχουν στόχο τα δελτία ειδήσεων ραδιοφώνων και τηλεόρασης και τα πρωτοσέλιδα του Τύπου.
Συνεπώς, επειδή όλοι οι πολίτες, πλέον, οφείλουν να γνωρίζουν, πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι δημόσιος διάλογος με τα δεδομένα του σήμερα – ίδια από την εποχή της μεταπολίτευσης- δεν μπορεί να γίνεται.
Ούτε η παραπολιτική να λαμβάνει τη θέση της πολιτικής.
Δεν μπορεί κάθε λόγος των εξακοσίων (300 βουλευτές και 300 παράγοντες), με όσα συμφέροντα και σκοπιμότητες υποκρύπτει, να γίνεται κυρίαρχο σημείο άσκησης πολιτικής.
Δεν μπορεί ένα «και» στην αποστροφή του λόγου κάποιου, να εμφανίζεται ως πρώτο ζήτημα και πρόβλημα της χώρας.
Δεν μπορεί ο κάθε διψασμένος για δημοσιότητα και ο κάθε ψωνισμένος με την τηλεθέαση της εκπομπής του, να ασκούν κουτσομπολιό που κατ’ ευφημισμό αποκαλείται δημόσιος διάλογος.
Δεν μπορεί το πολιτικό κουτσομπολιό στα πέριξ του Κολωνακίου και στους διαδρόμους της Βουλής, να ανάγεται σε πολιτικό διάλογο και να αποδίδεται στους περιβόητους «κύκλους».
Ούτε ποιος έφαγε με ποιον, ποιος μίλησε με ποιον, ποιος λοξοκοίταξε ποιον και ποιος τσακώθηκε με ποιον.
Αυτά συνέβαιναν και συμβαίνουν στις ρούγες των χωριών!
Αλλά δεν αποκαλούνται δημόσιος διάλογος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου