Η ομιλία του Νίκου Αλβιζάτου στην ημερίδα «Για την Ελλάδα τώρα»
Ποιο είναι το νόημα της σημερινής εκδήλωσης; Γιατί οι υπογράφοντες πήραμε αυτή την πρωτοβουλία;
Ο λόγος είναι απλός.
Σας καλέσαμε, γιατί φρονούμε ότι τις αμέσως προσεχείς εβδομάδες, η χώρα μας κινδυνεύει να χάσει ό,τι κέρδισε με κόπο και θυσίες τριών γενιών, από την Απελευθέρωση ως τις μέρες μας.
Γιατί πιστεύουμε ότι η αποχώρησή μας από τη ζώνη του ευρώ, οικιοθελής ή εξαναγκασμένη, δεν θα σημάνει απλώς απώλεια
εισοδήματος και υλικού πλούτου –κάτι αυτό καθ’ εαυτό καταστροφικό για τα αδύνατα προπάντων κοινωνικά στρώματα- αλλά αποκοπή από την Ευρώπη, δηλαδή από την πνευματική, πολιτιστική και εν τέλει πολιτική ενδοχώρα της πατρίδας μας.
Δεν θα πρόκειται για μιαν ακόμη εθνική περιπέτεια, σαν και τις άλλες που αντιμετωπίσαμε στη νεότερή ιστορία μας.
Θα πρόκειται για μια καταστροφή ισοδύναμη, τολμώ να πω, με την Μικρασιατική, χωρίς όμως την μετάγγιση στον κουρασμένο εθνικό κορμό του φρέσκου αίματος του ελληνισμού της Μικράς Ασίας. Γιατί η αποκοπή από την Ευρωπαϊκή Ένωση –κάτι που, ως νομικός, μπορώ να σας βεβαιώσω ότι αργά ή γρήγορα θα συμβεί αν εγκαταλείψουμε το ευρώ- είναι πολύ πιθανό να θέσει τέρμα στον ιστορικό κύκλο που άνοιξε εδώ και 200 χρόνια ο ελληνικός διαφωτισμός.
Σε τέτοιες στιγμές, κανένας Έλληνας, καμιά Ελληνίδα δεν μπορεί να αδιαφορεί. Η πρωτοβουλία μας, λοιπόν, σε αυτό ακριβώς αποβλέπει. Στο να σημάνει δηλαδή τον συναγερμό για τη συστράτευση των επιστημονικών, των πνευματικών και γενικά όλων των ζωντανών δυνάμεων της χώρας για τη σωτηρία του έθνους.
Γιατί, μας λένε, απευθυνθήκατε στους πολιτικούς; Γιατί δεν ξεκινήσατε μόνοι σας, απαλλαγμένοι από πρόσωπα που, είτε το θέλουμε είτε όχι, έχουν και αυτά μερίδιο της ευθύνης για την κρίση, το Μνημόνιο και τον εξευτελισμό που ζει η χώρα τα τελευταία χρόνια;
Η απάντηση είναι, όπως πιστεύω, ξεκάθαρη και στο ερώτημα αυτό: η συλλήβδην απαξίωση του πολιτικού κόσμου στο σύνολό του όσο και αν εξηγείται, παραβλέπει δύο σημαντικούς παράγοντες: από τη μια, την ευρωπαϊκή αν όχι και την παγκόσμια διάσταση της κρίσης. Αρκεί να αναφέρω ότι, τον Ιούλιο του 2007, και οι τρεις οίκοι αξιολόγησης βαθμολογούσαν την Ελλάδα με ΑΑΑ. Όπως ακριβώς συνέβη και με την πτώση του κομμουνισμού, στα τέλη της δεκαετίας του 1980, κανένα απολύτως από τα λαμπρά μυαλά που αμείβονται αδρά για να προβλέπουν το μέλλον μας, αν και διέθεταν από τότε τα καλύτερα εξοπλισμένα κέντρα ερευνών, δεν προέβλεψε την πτώχευση της Lehman Brothers, ούτε πολύ λιγότερο την επακολουθήσασα ευρωπαϊκή δημοσιονομική κρίση. Οι Έλληνες πολιτικοί, ακόμη και αν δεν είχαν υποκύψει στις αυταπάτες και την αμεριμνησία που τους διέκρινε τα τελευταία χρόνια, θα την προέβλεπαν;
Από την άλλη, δεν έχουν όλοι οι πολιτικοί μας το ίδιο μερίδιο ευθύνης. Κάποιοι ανέλαβαν πρωτοβουλίες, πήγαν κόντρα στο ρεύμα του εφησυχασμού και τόλμησαν, εκεί όπου η πλειοψηφία επαναπαυόταν σε παρελθούσες δάφνες και μύθους. Σε αυτή την κατηγορία θέλουμε να πιστεύουμε ότι ανήκουν και οι τρεις σημερινοί καλεσμένοι μας, παρά τα όσα μπορεί ο καθένας μας να τους καταλογίσει.
Πάνω απ’ όλα, εν τούτοις, σας καλέσαμε γιατί πιστεύουμε ότι στη δημοκρατία, κανένα ξεκίνημα δεν γίνεται εν κενώ. Κάθε νέα σελίδα περιέχει στοιχεία της προηγούμενης. Το καινούργιο δεν χτίζεται με παρθενογένεση, αλλά και με καλά υλικά του παρελθόντος. Το αντίθετο, κατά τη γνώμη μου, δεν θα εξέφραζε απλώς έλλειψη ρεαλισμού, αλλά ανιστορική προσήλωση σε ουτοπίες.
Σε τι αποβλέπουμε; Αν και όσοι αναλάβαμε αυτή την πρωτοβουλία δεν έχουμε τις ίδιες απόψεις, ούτε τις ίδιες φιλοδοξίες, νομίζω ότι η προσπάθειά μας αυτή έχει ένα κοινό παρονομαστή: να βάλουμε για λίγο στην άκρη αυτά που μας χωρίζουν και να δουλέψουμε όλοι μαζί γι’ αυτό που μας ενώνει, δηλαδή τη σωτηρία της πατρίδας. Αποβλέπουμε, με άλλα λόγια, στη δημιουργία ενός κλίματος για πρωτοβουλία και δράση σε ατομικό και σε συλλογικό επίπεδο.
Σε ατομικό επίπεδο, θέλουμε να θυμίσουμε κάτι που έχουμε δυστυχώς ξεχάσει. Ότι καθεμιά και καθένας μας κρύβει μέσα του πολλή ανεκμετάλλευτη ενέργεια, την οποία, απ’ όποια θέση και αν βρίσκεται, μπορεί να διαθέσει δημιουργικά. Και τούτο, αναλαμβάνοντας την ευθύνη να δώσει κάτι δικό του, κάτι χειροπιαστό και συγκεκριμένο, είτε από το εισόδημά του, αν του περισσεύει, είτε από τον χρόνο του, αν διαθέτει, είτε την πείρα και τις γνώσεις του. Αρκεί να κάνει τον κρίσιμο συσχετισμό και να δει πού συγκεκριμένα μπορεί ο ίδιος να προσφέρει. Για παράδειγμα, ένας πανεπιστημιακός θα μπορούσε να αυτοδεσμευτεί να διδάξει λίγες ώρες σε σχολείο, ένας εργαζόμενος στην ΕΡΤ να μην απεργήσει για ένα μήνα, και ένας φοιτητής να δουλέψει για λίγες εβδομάδες το καλοκαίρι στην δασοπροστασία. Σε ατομικό επίπεδο, καλούμαστε δηλαδή να δώσουμε τη μικρή ή τη μεγαλύτερη μάχη του ο καθένας, με μια προσωπική δέσμευση για εθελοντική δράση γι’ αυτό το κάτι παραπάνω που έχει ανάγκη ο τόπος, την ώρα τούτη της αλήθειας. Οι ευκαιρίες βρίσκονται δίπλα μας και στον καθένα μας ανήκει, συζητώντας με γνωστούς και φίλους, να βρεί αυτή που του ταιριάζει και να αναλάβει πρωτοβουλία. Ας ξεχάσει για λίγο τα στερεότυπα άλλων εποχών και ας αυτενεργήσει στη δουλειά, στο σπίτι, στο σωματείο, ακόμη και στο κόμμα, το όποιο κόμμα στο οποίο ενδεχομένως ανήκει. Είναι ώρα για δράση.
Σε συλλογικό επίπεδο, έρχεται βέβαια η ώρα της πολιτικής. Αφετηρία μας είναι δύο λέξεις, τις οποίες κάποιοι προσπαθούν να απαξιώσουν, αλλά που διατηρούν, όπως πιστεύουμε, αμόλυντο τον ανατρεπτικό χυμό τους: μεταρρυθμίσεις και Ευρώπη.
Μεταρρυθμίσεις. Είτε πρόκειται για την οικονομία, είτε για την πολιτική, αυτές αγνόησε εγκληματικά η μεταπολιτευτική μας δημοκρατία, κλείνοντας τα μάτια μπροστά στις κατακλυσμιαίες αλλαγές της τελευταίας εικοσαετίας. Λες και η ιστορία είχε σταματήσει το 1974 –ή έστω το 1981- όταν αποκαταστάθηκε η δημοκρατία και επιβεβαιώθηκε ο λαός μπορεί χωρίς κηδεμόνες να κυβερνά η πλειοψηφία. Από τους τηλεοπτικούς δορυφόρους, που ο μακαρίτης Μαρούδας απειλούσε ότι θα καταρρίψει στο τέλος της δεκαετίας του 1980, ως τον «βασικό μέτοχο», μέσω του οποίου σύσσωμο –επαναλαμβάνω σύσσωμο- το πολιτικό μας σύστημα πίστεψε ότι θα εξοβελίσει δια παντός τη διαφθορά και τη διαπλοκή, ήμασταν κάθε φορά, όπως λένε οι Γάλλοι, «έναν πόλεμο πίσω». Οτιδήποτε στεκόταν εμπόδιο στην αλαζονική αντίληψη και των δύο μεγάλων κομμάτων για την εξουσία, αντιμετωπιζόταν με καχυποψία. Και όσους μιλούσαμε για λογοδοσία και αντίβαρα, μας αντιμετώπιζαν ως γραφικούς. Έτσι, η μοναδική ευκαιρία για βαθιές διαρθρωτικές αλλαγές σε όλα τα επίπεδα από την ένταξή μας στην τότε ΕΟΚ, το 1981 και την είσοδό μας στο Ευρώ το 2001, χάθηκε, αφού, στην πραγματικότητα, έγιναν πολύ λίγα από εκείνα που θα μπορούσαν να έχουν γίνει.
Για όσους αναλάβαμε τη σημερινή πρωτοβουλία, δημοκρατία, κράτος πρόνοιας, ατομικά δικαιώματα και κράτος δικαίου είναι οι αδιαπραγμάτευτες αξίες του πολιτισμού μας. Οι νεότερες γενιές, τα παιδιά μας, δεν το ξέρουν, γιατί δεν έχουν ζήσει στο πετσί τους τι σημαίνει η προσωρινή έστω στέρησή τους. Οφείλουμε να τους το μάθουμε. Και να τους πείσουμε ότι ο σεβασμός των αρχών αυτών αξίζει πολύ περισσότερο από κάθε υλική απολαβή. Μεταρρυθμίσεις, λοιπόν, και μάλιστα μεταρρυθμίσεις από τώρα, για να σώσουμε τα θεμελιώδη.
Ευρώπη. Είναι η δεύτερη λέξη που προτάσσουμε στο σημερινό κάλεσμά μας. Στην ιστορία της Ευρώπης των τελευταίων εξήντα χρόνων, συμβαίνει το εξής παράδοξο: αντί, όσο απομακρυνόμαστε από την εκατόμβη του Β’ παγκόσμιου πολέμου και το γκρέμισμα των τειχών να κερδίζει η Ευρώπη σε ακτινοβολία και λαμπρότητα, επικρατεί η διάχυτη εντύπωση ότι βυθίζεται, κάπου μεταξύ Φρανκφούρτης, και Λονδίνου, με τις τράπεζες και τους οίκους αξιολόγησης να δίνουν τον τόνο και όχι την φιλαρμονική της Βιέννης, ούτε τα πανεπιστήμια της Ευρώπης. Αυτά υποκλίνονται όλο και περισσότερο στα κέντρα αριστείας της Αμερικής, αν όχι πλέον και της Ασίας με την όπερα του Παρισιού να δίνουν τον τόνο. Σε τούτο, η ευθύνη όσων διαφέντευσαν τις τύχες της Ευρώπης τις τελευταίες δεκαετίες είναι μεγάλη, καθώς, στον βωμό της ανταγωνιστικότητας, δεν δίστασαν να θυσιάσουν μεγάλες κατακτήσεις του ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Από την άλλη, η γκρίζα αυτή πτυχή της πραγματικότητας δεν θα πρέπει να συσκοτίζει το ιστορικό επίτευγμα του ενωσιακού εγχειρήματος: για πρώτη φορά εδώ και πολλούς αιώνες τρεις γενιές Ευρωπαίων έζησαν χωρίς πόλεμο, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει για την ατομική και τη συλλογική ευτυχία. Η κατάργηση των συνόρων είναι πια γεγονός, τα προϊόντα του ανθρώπινου μόχθου και της δημιουργίας κυκλοφορούν ελεύθερα και, τουλάχιστον ως το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, ποτέ τόσο πολλοί Ευρωπαίοι δεν είχαν φθάσει σε τόσο υψηλό επίπεδο ευημερίας.
O λόγος, πάντως, για τον οποίο πιστεύουμε ότι πρέπει να δώσουμε τη μάχη της Ευρώπης μέσα στην Ευρώπη δεν είναι μόνον αυτός. Είναι και γιατί φρονούμε ότι η τύχες της νεότερης Ελλάδας ήταν και παραμένουν πολύ περισσότερο συνδεδεμένες με το Λονδίνο, το Παρίσι και το Μόναχο, παρά με τις πρωτεύουσες της όποιας ουτοπίας, προς τις οποίες μας σπρώχνουν μερικοί ανεύθυνοι και ακόμη περισσότερο κάποιοι αδιόρθωτοι ρομαντικοί. Μόνο που τον ρόλο των ζωτικών συνδέσμων δεν τον παίζουν πια οι ακμάζουσες ελληνικές παροικίες της Βενετίας, της Τεργέστης ή της Βιέννης, αλλά οι εκατοντάδες επιχειρηματίες που ταξιδεύουν κάθε μέρα από την Αθήνα στις μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις και τανάπαλιν, οι χιλιάδες Έλληνες εργαζόμενοι του εξωτερικού και οι δεκάδες χιλιάδες Έλληνες φοιτητές που σπουδάζουν σε ευρωπαϊκά πανεπιστήμια.
Μεταρρυθμίσεις λοιπόν και Ευρώπη είναι οι δύο λέξεις που εμπνέουν τη συλλογική δράση μας. Πιστεύουμε, αγαπητοί καλεσμένοι μας, ότι εμπνέουν και την δική σας. Αν είναι έτσι, σας καλούμε να πάρετε πιο ξεκάθαρη θέση. Να τολμήσετε, σπάζοντας τον νόμο της σιωπής, ξεχνώντας την ξύλινη γλώσσα, ανοίγοντας τα μάτια και βάζοντας τη φαντασία σας να δουλέψει. Σας καλούμε, με άλλα λόγια, να πάρετε και σεις, σε όποιο χώρο και αν βρίσκεστε, τις αναγκαίες πρωτοβουλίες, ενώνοντας τις δυνάμεις σας με τις δικές μας και κάνοντας για λίγο πέρα αγκυλώσεις και πατριωτισμούς άλλων εποχών. Για την Ελλάδα, τώρα!
Ποιο είναι το νόημα της σημερινής εκδήλωσης; Γιατί οι υπογράφοντες πήραμε αυτή την πρωτοβουλία;
Ο λόγος είναι απλός.
Σας καλέσαμε, γιατί φρονούμε ότι τις αμέσως προσεχείς εβδομάδες, η χώρα μας κινδυνεύει να χάσει ό,τι κέρδισε με κόπο και θυσίες τριών γενιών, από την Απελευθέρωση ως τις μέρες μας.
Γιατί πιστεύουμε ότι η αποχώρησή μας από τη ζώνη του ευρώ, οικιοθελής ή εξαναγκασμένη, δεν θα σημάνει απλώς απώλεια
εισοδήματος και υλικού πλούτου –κάτι αυτό καθ’ εαυτό καταστροφικό για τα αδύνατα προπάντων κοινωνικά στρώματα- αλλά αποκοπή από την Ευρώπη, δηλαδή από την πνευματική, πολιτιστική και εν τέλει πολιτική ενδοχώρα της πατρίδας μας.
Δεν θα πρόκειται για μιαν ακόμη εθνική περιπέτεια, σαν και τις άλλες που αντιμετωπίσαμε στη νεότερή ιστορία μας.
Θα πρόκειται για μια καταστροφή ισοδύναμη, τολμώ να πω, με την Μικρασιατική, χωρίς όμως την μετάγγιση στον κουρασμένο εθνικό κορμό του φρέσκου αίματος του ελληνισμού της Μικράς Ασίας. Γιατί η αποκοπή από την Ευρωπαϊκή Ένωση –κάτι που, ως νομικός, μπορώ να σας βεβαιώσω ότι αργά ή γρήγορα θα συμβεί αν εγκαταλείψουμε το ευρώ- είναι πολύ πιθανό να θέσει τέρμα στον ιστορικό κύκλο που άνοιξε εδώ και 200 χρόνια ο ελληνικός διαφωτισμός.
Σε τέτοιες στιγμές, κανένας Έλληνας, καμιά Ελληνίδα δεν μπορεί να αδιαφορεί. Η πρωτοβουλία μας, λοιπόν, σε αυτό ακριβώς αποβλέπει. Στο να σημάνει δηλαδή τον συναγερμό για τη συστράτευση των επιστημονικών, των πνευματικών και γενικά όλων των ζωντανών δυνάμεων της χώρας για τη σωτηρία του έθνους.
Γιατί, μας λένε, απευθυνθήκατε στους πολιτικούς; Γιατί δεν ξεκινήσατε μόνοι σας, απαλλαγμένοι από πρόσωπα που, είτε το θέλουμε είτε όχι, έχουν και αυτά μερίδιο της ευθύνης για την κρίση, το Μνημόνιο και τον εξευτελισμό που ζει η χώρα τα τελευταία χρόνια;
Η απάντηση είναι, όπως πιστεύω, ξεκάθαρη και στο ερώτημα αυτό: η συλλήβδην απαξίωση του πολιτικού κόσμου στο σύνολό του όσο και αν εξηγείται, παραβλέπει δύο σημαντικούς παράγοντες: από τη μια, την ευρωπαϊκή αν όχι και την παγκόσμια διάσταση της κρίσης. Αρκεί να αναφέρω ότι, τον Ιούλιο του 2007, και οι τρεις οίκοι αξιολόγησης βαθμολογούσαν την Ελλάδα με ΑΑΑ. Όπως ακριβώς συνέβη και με την πτώση του κομμουνισμού, στα τέλη της δεκαετίας του 1980, κανένα απολύτως από τα λαμπρά μυαλά που αμείβονται αδρά για να προβλέπουν το μέλλον μας, αν και διέθεταν από τότε τα καλύτερα εξοπλισμένα κέντρα ερευνών, δεν προέβλεψε την πτώχευση της Lehman Brothers, ούτε πολύ λιγότερο την επακολουθήσασα ευρωπαϊκή δημοσιονομική κρίση. Οι Έλληνες πολιτικοί, ακόμη και αν δεν είχαν υποκύψει στις αυταπάτες και την αμεριμνησία που τους διέκρινε τα τελευταία χρόνια, θα την προέβλεπαν;
Από την άλλη, δεν έχουν όλοι οι πολιτικοί μας το ίδιο μερίδιο ευθύνης. Κάποιοι ανέλαβαν πρωτοβουλίες, πήγαν κόντρα στο ρεύμα του εφησυχασμού και τόλμησαν, εκεί όπου η πλειοψηφία επαναπαυόταν σε παρελθούσες δάφνες και μύθους. Σε αυτή την κατηγορία θέλουμε να πιστεύουμε ότι ανήκουν και οι τρεις σημερινοί καλεσμένοι μας, παρά τα όσα μπορεί ο καθένας μας να τους καταλογίσει.
Πάνω απ’ όλα, εν τούτοις, σας καλέσαμε γιατί πιστεύουμε ότι στη δημοκρατία, κανένα ξεκίνημα δεν γίνεται εν κενώ. Κάθε νέα σελίδα περιέχει στοιχεία της προηγούμενης. Το καινούργιο δεν χτίζεται με παρθενογένεση, αλλά και με καλά υλικά του παρελθόντος. Το αντίθετο, κατά τη γνώμη μου, δεν θα εξέφραζε απλώς έλλειψη ρεαλισμού, αλλά ανιστορική προσήλωση σε ουτοπίες.
Σε τι αποβλέπουμε; Αν και όσοι αναλάβαμε αυτή την πρωτοβουλία δεν έχουμε τις ίδιες απόψεις, ούτε τις ίδιες φιλοδοξίες, νομίζω ότι η προσπάθειά μας αυτή έχει ένα κοινό παρονομαστή: να βάλουμε για λίγο στην άκρη αυτά που μας χωρίζουν και να δουλέψουμε όλοι μαζί γι’ αυτό που μας ενώνει, δηλαδή τη σωτηρία της πατρίδας. Αποβλέπουμε, με άλλα λόγια, στη δημιουργία ενός κλίματος για πρωτοβουλία και δράση σε ατομικό και σε συλλογικό επίπεδο.
Σε ατομικό επίπεδο, θέλουμε να θυμίσουμε κάτι που έχουμε δυστυχώς ξεχάσει. Ότι καθεμιά και καθένας μας κρύβει μέσα του πολλή ανεκμετάλλευτη ενέργεια, την οποία, απ’ όποια θέση και αν βρίσκεται, μπορεί να διαθέσει δημιουργικά. Και τούτο, αναλαμβάνοντας την ευθύνη να δώσει κάτι δικό του, κάτι χειροπιαστό και συγκεκριμένο, είτε από το εισόδημά του, αν του περισσεύει, είτε από τον χρόνο του, αν διαθέτει, είτε την πείρα και τις γνώσεις του. Αρκεί να κάνει τον κρίσιμο συσχετισμό και να δει πού συγκεκριμένα μπορεί ο ίδιος να προσφέρει. Για παράδειγμα, ένας πανεπιστημιακός θα μπορούσε να αυτοδεσμευτεί να διδάξει λίγες ώρες σε σχολείο, ένας εργαζόμενος στην ΕΡΤ να μην απεργήσει για ένα μήνα, και ένας φοιτητής να δουλέψει για λίγες εβδομάδες το καλοκαίρι στην δασοπροστασία. Σε ατομικό επίπεδο, καλούμαστε δηλαδή να δώσουμε τη μικρή ή τη μεγαλύτερη μάχη του ο καθένας, με μια προσωπική δέσμευση για εθελοντική δράση γι’ αυτό το κάτι παραπάνω που έχει ανάγκη ο τόπος, την ώρα τούτη της αλήθειας. Οι ευκαιρίες βρίσκονται δίπλα μας και στον καθένα μας ανήκει, συζητώντας με γνωστούς και φίλους, να βρεί αυτή που του ταιριάζει και να αναλάβει πρωτοβουλία. Ας ξεχάσει για λίγο τα στερεότυπα άλλων εποχών και ας αυτενεργήσει στη δουλειά, στο σπίτι, στο σωματείο, ακόμη και στο κόμμα, το όποιο κόμμα στο οποίο ενδεχομένως ανήκει. Είναι ώρα για δράση.
Σε συλλογικό επίπεδο, έρχεται βέβαια η ώρα της πολιτικής. Αφετηρία μας είναι δύο λέξεις, τις οποίες κάποιοι προσπαθούν να απαξιώσουν, αλλά που διατηρούν, όπως πιστεύουμε, αμόλυντο τον ανατρεπτικό χυμό τους: μεταρρυθμίσεις και Ευρώπη.
Μεταρρυθμίσεις. Είτε πρόκειται για την οικονομία, είτε για την πολιτική, αυτές αγνόησε εγκληματικά η μεταπολιτευτική μας δημοκρατία, κλείνοντας τα μάτια μπροστά στις κατακλυσμιαίες αλλαγές της τελευταίας εικοσαετίας. Λες και η ιστορία είχε σταματήσει το 1974 –ή έστω το 1981- όταν αποκαταστάθηκε η δημοκρατία και επιβεβαιώθηκε ο λαός μπορεί χωρίς κηδεμόνες να κυβερνά η πλειοψηφία. Από τους τηλεοπτικούς δορυφόρους, που ο μακαρίτης Μαρούδας απειλούσε ότι θα καταρρίψει στο τέλος της δεκαετίας του 1980, ως τον «βασικό μέτοχο», μέσω του οποίου σύσσωμο –επαναλαμβάνω σύσσωμο- το πολιτικό μας σύστημα πίστεψε ότι θα εξοβελίσει δια παντός τη διαφθορά και τη διαπλοκή, ήμασταν κάθε φορά, όπως λένε οι Γάλλοι, «έναν πόλεμο πίσω». Οτιδήποτε στεκόταν εμπόδιο στην αλαζονική αντίληψη και των δύο μεγάλων κομμάτων για την εξουσία, αντιμετωπιζόταν με καχυποψία. Και όσους μιλούσαμε για λογοδοσία και αντίβαρα, μας αντιμετώπιζαν ως γραφικούς. Έτσι, η μοναδική ευκαιρία για βαθιές διαρθρωτικές αλλαγές σε όλα τα επίπεδα από την ένταξή μας στην τότε ΕΟΚ, το 1981 και την είσοδό μας στο Ευρώ το 2001, χάθηκε, αφού, στην πραγματικότητα, έγιναν πολύ λίγα από εκείνα που θα μπορούσαν να έχουν γίνει.
Για όσους αναλάβαμε τη σημερινή πρωτοβουλία, δημοκρατία, κράτος πρόνοιας, ατομικά δικαιώματα και κράτος δικαίου είναι οι αδιαπραγμάτευτες αξίες του πολιτισμού μας. Οι νεότερες γενιές, τα παιδιά μας, δεν το ξέρουν, γιατί δεν έχουν ζήσει στο πετσί τους τι σημαίνει η προσωρινή έστω στέρησή τους. Οφείλουμε να τους το μάθουμε. Και να τους πείσουμε ότι ο σεβασμός των αρχών αυτών αξίζει πολύ περισσότερο από κάθε υλική απολαβή. Μεταρρυθμίσεις, λοιπόν, και μάλιστα μεταρρυθμίσεις από τώρα, για να σώσουμε τα θεμελιώδη.
Ευρώπη. Είναι η δεύτερη λέξη που προτάσσουμε στο σημερινό κάλεσμά μας. Στην ιστορία της Ευρώπης των τελευταίων εξήντα χρόνων, συμβαίνει το εξής παράδοξο: αντί, όσο απομακρυνόμαστε από την εκατόμβη του Β’ παγκόσμιου πολέμου και το γκρέμισμα των τειχών να κερδίζει η Ευρώπη σε ακτινοβολία και λαμπρότητα, επικρατεί η διάχυτη εντύπωση ότι βυθίζεται, κάπου μεταξύ Φρανκφούρτης, και Λονδίνου, με τις τράπεζες και τους οίκους αξιολόγησης να δίνουν τον τόνο και όχι την φιλαρμονική της Βιέννης, ούτε τα πανεπιστήμια της Ευρώπης. Αυτά υποκλίνονται όλο και περισσότερο στα κέντρα αριστείας της Αμερικής, αν όχι πλέον και της Ασίας με την όπερα του Παρισιού να δίνουν τον τόνο. Σε τούτο, η ευθύνη όσων διαφέντευσαν τις τύχες της Ευρώπης τις τελευταίες δεκαετίες είναι μεγάλη, καθώς, στον βωμό της ανταγωνιστικότητας, δεν δίστασαν να θυσιάσουν μεγάλες κατακτήσεις του ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Από την άλλη, η γκρίζα αυτή πτυχή της πραγματικότητας δεν θα πρέπει να συσκοτίζει το ιστορικό επίτευγμα του ενωσιακού εγχειρήματος: για πρώτη φορά εδώ και πολλούς αιώνες τρεις γενιές Ευρωπαίων έζησαν χωρίς πόλεμο, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει για την ατομική και τη συλλογική ευτυχία. Η κατάργηση των συνόρων είναι πια γεγονός, τα προϊόντα του ανθρώπινου μόχθου και της δημιουργίας κυκλοφορούν ελεύθερα και, τουλάχιστον ως το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, ποτέ τόσο πολλοί Ευρωπαίοι δεν είχαν φθάσει σε τόσο υψηλό επίπεδο ευημερίας.
O λόγος, πάντως, για τον οποίο πιστεύουμε ότι πρέπει να δώσουμε τη μάχη της Ευρώπης μέσα στην Ευρώπη δεν είναι μόνον αυτός. Είναι και γιατί φρονούμε ότι η τύχες της νεότερης Ελλάδας ήταν και παραμένουν πολύ περισσότερο συνδεδεμένες με το Λονδίνο, το Παρίσι και το Μόναχο, παρά με τις πρωτεύουσες της όποιας ουτοπίας, προς τις οποίες μας σπρώχνουν μερικοί ανεύθυνοι και ακόμη περισσότερο κάποιοι αδιόρθωτοι ρομαντικοί. Μόνο που τον ρόλο των ζωτικών συνδέσμων δεν τον παίζουν πια οι ακμάζουσες ελληνικές παροικίες της Βενετίας, της Τεργέστης ή της Βιέννης, αλλά οι εκατοντάδες επιχειρηματίες που ταξιδεύουν κάθε μέρα από την Αθήνα στις μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις και τανάπαλιν, οι χιλιάδες Έλληνες εργαζόμενοι του εξωτερικού και οι δεκάδες χιλιάδες Έλληνες φοιτητές που σπουδάζουν σε ευρωπαϊκά πανεπιστήμια.
Μεταρρυθμίσεις λοιπόν και Ευρώπη είναι οι δύο λέξεις που εμπνέουν τη συλλογική δράση μας. Πιστεύουμε, αγαπητοί καλεσμένοι μας, ότι εμπνέουν και την δική σας. Αν είναι έτσι, σας καλούμε να πάρετε πιο ξεκάθαρη θέση. Να τολμήσετε, σπάζοντας τον νόμο της σιωπής, ξεχνώντας την ξύλινη γλώσσα, ανοίγοντας τα μάτια και βάζοντας τη φαντασία σας να δουλέψει. Σας καλούμε, με άλλα λόγια, να πάρετε και σεις, σε όποιο χώρο και αν βρίσκεστε, τις αναγκαίες πρωτοβουλίες, ενώνοντας τις δυνάμεις σας με τις δικές μας και κάνοντας για λίγο πέρα αγκυλώσεις και πατριωτισμούς άλλων εποχών. Για την Ελλάδα, τώρα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου