ο Στέφανος Κασιμάτης
Όταν η Ν.Δ. του Αντώνη Σαμαρά καταψήφιζε το Μνημόνιο, το «θεσμικό» επιχείρημα που αντέτεινε σε όσους επέκριναν την στάση της έλεγε ότι θα ήταν επικίνδυνο για τους πολιτικούς θεσμούς αν παρέδιδε τον ρόλο της αντιπολίτευσης στην Αριστερά.
Ήταν, με άλλα λόγια, μια παραλλαγή του κλασικού ελαφρυντικού «αμάρτησα για το παιδί μου». Υποτίθεται ότι η εναντίωση στους δεινούς όρους που επέβαλαν οι δανειστές μας, εκ μέρους του «κατ’ εξοχήν αστικού κόμματος»,
άλλως, της «φιλελεύθερης παράταξης» (βλέπετε, η Ν.Δ. λατρεύει να αυτοπροσδιορίζεται με ευφημισμούς...), ήταν το στοιχείο που μπορούσε να μετριάσει την ένταση των αντιδράσεων, τις οποίες ήταν αναμενόμενο να προκαλέσει η απότομη προσγείωσή μας στην πραγματικότητα. Κάπως έτσι εξηγούσαν τότε οι παράγοντες της Ν.Δ. τη σοφία της θέσης του κόμματος, που έθετε την προστασία των θεσμών υπεράνω όλων των άλλων σκοπιμοτήτων. Εύγε!
Εχει περάσει κάτι περισσότερο από ένας χρόνος έκτοτε και οι συνθήκες της πολιτικής ζωής έχουν εκτραχυνθεί σε τέτοιο σημείο, ώστε αμφιβάλλω αν και ο ίδιος ο Αντώνης Σαμαράς δεν χαμογελά ενθυμούμενος τις αστειότητες με τις οποίες το κόμμα του προσπαθούσε τότε να δικαιολογήσει τη στάση του. Προσωπικώς δεν μπορώ να υποστηρίξω με βεβαιότητα ότι η εκστρατεία τρομοκράτησης των βουλευτών που ψήφισαν το Μεσοπρόθεσμο οργανώνεται από τον ΣΥΡΙΖΑ. Από την άλλη όμως, δεν νομίζω ότι όποιος παρακολουθεί συστηματικά την εξέλιξη που έχει πάρει η πολιτική ζωή δεν καταλαβαίνει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ υποθάλπει την παραφορά των ταγμάτων εφόδου του λαϊκισμού. Δείτε τους πώς αντιδρούν όποτε τους ζητείται σε τηλεοπτικές συζητήσεις να καταδικάσουν τα έκτροπα: Αρχικά σοκάρονται, λες και είναι έγκλημα καθοσιώσεως να διατυπώνει κανείς παρόμοιους υπαινιγμούς για την αναμάρτητο Αριστερά! Επειτα απαγγέλλουν από το «Πάτερ ημών» της μεταπολίτευσης: «ουδέποτε η Αριστερά είχε σχέση με τη βία», «η βία είναι αντίθετη με τη φύση της Αριστεράς» και άλλα ηχηρά παρόμοια. Και, στο τέλος, στηλιτεύουν τη «χειρότερη βία» του νεοφιλελευθερισμού και τα τοιαύτα. Χαρακτηριστικό αυτής της υποκρισίας είναι το πρωτοσέλιδο της «Αυγής» μόλις προχθές. Φωτογραφία ενός πανό από το Σύνταγμα με το σύνθημα: «Η πιο μεγάλη βία είναι η απόλυση και η ανεργία». Δίπλα ένα σχόλιο υπό τον τίτλο «Ποιοι μιλούν για βία;», το οποίο καταλήγει ως εξής: «Ξέχασαν τα επιτελεία του ΠΑΣΟΚ και της κυβέρνησης την προ έτους πρόβλεψη του κ. Παπανδρέου ότι “αν δεν λάβουμε μέτρα για την αποκατάσταση του αισθήματος δικαίου, θα μας πάρουν όλους με τις πέτρες”». Πλήρης διαστρέβλωση των εννοιών, δηλαδή, κατά το δοκούν: ένα σχήμα λόγου της καθημερινής γλώσσας ερμηνεύεται κατά κυριολεξία (του αξίζουν οι πέτρες, αφού μίλησε για πέτρες), ενώ η έννοια της βίας ερμηνεύεται διασταλτικά (βία η απόλυση, βία ο ξυλοδαρμός, όλα τα δυσάρεστα και σκληρά είναι βία).
Και η Νουδούλα τι κάνει ενώ συμβαίνουν όλα αυτά; Καταδικάζει μεν απεριφράστως τα περιστατικά βίας, χαϊδεύει όμως τους αντιδρώντες στις αναγκαίες προσαρμογές, είτε πρόκειται για ταξιτζήδες και υπαλλήλους των ΔΕΚΟ είτε για πρυτάνεις ευτελισμένων πανεπιστημίων. Κουλουριάζεται, δηλαδή, στη γωνίτσα της και κοιτάζει να μην προκαλεί, ελπίζοντας ότι η οργή του όχλου θα την ξεπεράσει. Δεν έχω αμφιβολία μάλιστα ότι, λόγω του πνεύματος του συντεχνιασμού που συνέχει τους βουλευτές των δύο μεγάλων παρατάξεων, οι βουλευτές της Ν.Δ., κατά βάθος, τρέμουν για τον εαυτούλη τους, όταν βλέπουν όσα υφίστανται σήμερα οι βουλευτές της συμπολίτευσης. Άραγε αναρωτιούνται ποτέ μήπως η πολιτική του μετριοπαθούς λαϊκισμού, την οποία εκφράζουν με τη μορφή μαγικής συνταγής για την εκ θαύματος ανάπτυξη, στην πραγματικότητα ευνοεί τον σημερινό εκτραχηλισμό της πολιτικής ζωής;
Εν πάση περιπτώσει, το πόσο ρηχή και επιπόλαιη υπήρξε η -για θεσμικούς λόγους- άρνηση του Μνημονίου εκ μέρους της Ν.Δ. το αποδεικνύουν τα καθημερινά κρούσματα βίας εις βάρος πολιτικών. Το κτήνος του λαϊκισμού αγριεύει περισσότερο όταν δεν συναντά σοβαρή αντίσταση και όταν το δήθεν κατ’ εξοχήν αστικό κόμμα μετατρέπεται σε δειλό παρατηρητή της πτώσης του αστικού συστήματος της χώρας στο χάος. Ομως η διαπίστωση που ίσως έχει μεγαλύτερη σημασία, καθώς παρακολουθούμε τον εκπεσμό, αφορά την αξία της συναίνεσης. Σκεφθείτε πόσο μεγαλύτερο θα ήταν το πολιτικό βάρος της προσπάθειας για τη μεταρρύθμιση του χρεοκοπημένου οικονομικού μοντέλου της χώρας, αν την κατέβαλαν από κοινού τα δύο κόμματα εξουσίας. Τα δύο κόμματα, τα οποία στο κάτω κάτω της γραφής, παρά την ευθύνη τους για το σημερινό αδιέξοδο, δεν παύουν να αντιπροσωπεύουν (δυνητικά έστω) και τις περισσότερο ρεαλιστικές πολιτικές επιλογές για την πορεία της χώρας: την κεντροαριστερή και την κεντροδεξιά. (Γιατί δεν νομίζω ότι είναι ποτέ δυνατόν η πλειονότητα των Ελλήνων να επιλέξει το μοντέλο της Βόρειας Κορέας, που προτείνει το ΚΚΕ, ή της Βενεζουέλας του Τσάβες, που προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ...) Με τη συναίνεση, και μεγαλύτερη διαπραγματευτική δυνατότητα στο εξωτερικό θα υπήρχε και ισχυρότερη διακυβέρνηση στο εσωτερικό.
Πέραν αυτού όμως, ακόμη και από την οπτική γωνία του στενού συμφέροντος της Ν.Δ. αν εξετάσουμε τη στάση της, θα πρέπει να βρίσκεται τελείως εκτός πραγματικότητας, αν οι ιθύνοντες του κόμματος στ’ αλήθεια πιστεύουν ότι, μετά την εξολόθρευση του αντιπάλου, εκείνοι -ως «δεξιοί» μάλιστα- θα μπορέσουν να πετύχουν εκεί όπου το ΠΑΣΟΚ έσπασε τα μούτρα του. Ετσι, η Ν.Δ. του Σαμαρά αρνείται το δίλημμα «χρεοκοπία ή Μεσοπρόθεσμο», αλλά θέτει στον δυνάμει ψηφοφόρο της ένα δίλημμα ακόμη πιο ταπεινωτικό για τη νοημοσύνη του: τον καλεί να διαλέξει ανάμεσα στην ανικανότητα και την αβουλία του ΠΑΣΟΚ και στην κουτοπονηριά του πολιτικαντισμού.
Πηγή: Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου