Κατέβηκα πάλι στον αγαπημένο μου Πειραιά.
Με τη λαχτάρα να ξαναδώ φίλους, την παλιά μου γειτονιά, τη Φρεαττύδα, τη θάλασσα του Πειραιά, που απ’ όλες είναι πιο γλυκιά!
Φευ! Χαμένοι οι περισσότεροι.
Κι όσοι δεν είναι χαμένοι, είναι πνιγμένοι.
Όχι από τους γκριζαρισμένους κροτάφους ή τα ευμεγέθη (sic) στομαχάκια!
Από τις υποχρεώσεις….
Παιδιά, γυναίκες, πεθερές, σκυλιά...
Γαμώ την πουτάνα μου μεγαλώσαμε…
Παράτησα το
αυτοκίνητο και το έκοψα ποδαράτο.
Πασαλιμάνι, Φρεαττύδα, Άγιος Βασίλης…
Θυμήθηκα φίλους παλιούς, φίλες.
Θυμήθηκα τα καλοκαίρια της εφηβείας.
Τα καλύτερα της ζωής μου.
Αμέριμνη αλητεία από το πρωί μέχρι το βράδυ.
Πότε στη Φρεαττύδα για μπάλα και κολύμπι, πότε στο Πασαλιμάνι για σουβλάκια απ’ τη «Δροσοπηγή», πότε στα σοκάκια του Προφήτη Ηλία για το «αίσθημα», πότε στον Πορφύρα για μπάσκετ...
Κάποιες φορές και στα βράχια της Πειραϊκής.
Για αχινούς και πεταλίδες.
Κάποιες άλλες, σινεμά στο «Φαντάζιο».
Κι οι καυγάδες!
Κωλόγαυροι!
Δεν έδινα λογαριασμό σε κανέναν κι ας έσκουζε η κυρά Βενετία.
«Βρε συ θα μαζευτείς σπίτι σου; Τι θα γίνεις βρε; Αλήτης;»…
"Παράτα με ρε μάνα...αφού δεν έχουμε σχολείο...Τι θες να κάθομαι κλεισμένος μέσα;"
"Ναι βρε συ...Να σε βλέπει το σπίτι σου..."
"Ε και; Θα μιλάω με το σπίτι;"
Τα μαλλιά έπεφταν στους ώμους.
Τα παντελόνια –καμπάνα παρακαλώ- σκούπιζαν τα πεζοδρόμια.
Κλεφτά, που και που, και καμιά τζούρα. «Ελλάς Σπέσιαλ» ή «Σαντέ».
Άφιλτρα, βαριά κι ασήκωτα!
Και στα αυτοσχέδια πάρτυ, βερμούτ με ξηρούς καρπούς.
Κι η φωνή του Al Bano. Io di note…
Του Adamo. Mon cinema…
Του Τόνυ Πινέλι. Εσένα που σε ξέρω τόσο λίγο, εσένα π’ αγαπώ τόσο πολύ…
Κι η αγκαλιά. Σφιχτή!
Κι η ανάσα. Γρήγορη!
Στα χαμηλωμένα φώτα του σαλονιού, στο σπίτι της οδού Ομηρίδου.
Κι η Μάρτζη, η Εύα, η Μαρία, η Πωλίνα…
Ο Μπίρομ, ο Μπιμπίκος, ο Γιώργος ο Κυριαζής, ο Στρατής, ο Λουκάς, ο αδελφός μου ο Μένιος…
Κι ύστερα κάτι ακόμη πιο μαγικό!
Η φωνή του Ξυλούρη.
Στα ίδια χαμηλωμένα φώτα.
Γεννήθηκα στο βλέφαρο του κεραυνού
σβήνω κυλώντας στα νερά
Ανέβηκα στην κορυφή της συννεφιάς
σαλτάροντας με τις τριχιές του λιβανιού
πήρα το δρόμο της σποράς….
Πιο ύστερα άλλο.
Κιθαριές με τον Χρήστο Κυριαζή στο γκαζόν της Φρεαττύδας…κοντά στα ξημερώματα…
Κι ο Παντελής Θαλασσινός, με τον Γιάννη Νικολάου…που αργότερα έγιναν …Λαθρεπιβάτες!
Κι η Ελευθερία. Η Αρβανιτάκη. Που ποτέ δεν την είχαμε ακούσει να τραγουδάει!
Ότι κι αν φέρω στο μυαλό, από εκείνα τα χρόνια, είναι διαποτισμένο από μια αίσθηση ελευθερίας, μπορεί και ασυδοσίας.
Περισσότερο, όμως, ήταν ανεμελιά.
Με τον χυμό του καρπουζιού να τρέχει στο πηγούνι και τη θάλασσα να μαστιγώνει το πρόσωπο.
Με το αέναο τρεχαλητό πίσω από μια μπάλα.
Με τη μουρμούρα της μάνας μου.
Με την ευρηματικότητα του Ροβινσώνα για να με αφήνει ήσυχο.
Με τα όνειρα για το αύριο.
Που όταν ήρθε…έτρεχα και δεν έφτανα!
Δε γαμιέται!
Τα καταφέραμε.
Τώρα τί γίνεται;
Ο Πειραιάς ανυπόφορος.
Χωρίς Πειραιώτες!
Πολυκατοικία κι Άγιος ο Θεός.
Αυτοκίνητα, φασαρία, φάτσες άγνωστες…
Μεγαλώσαμε γαμώ την πουτάνα μου….
Θα ξανάρθω…
Κι ας έκλεισε το «Ελλάς» στη Σκουζέ…
Κι ας λείπουν οι παλιόφιλοι…
Στην Πεντέλη, στη Βούλα, στη Κηφισιά, στο Χαλάνδρι, στη Γλυφάδα…
Μεγαλώσαμε γαμώ την πουτάνα μου…
Και χάσαμε τον παράδεισο!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου