Γράφει
ο Νίκος Γ. Σακελλαρόπουλος
Πριν τις εκλογές της 6ης Μαΐου, σε όσες κοινωνικές συντροφιές ήμουν παρών, ήταν ολοφάνερο ότι υπήρχε ένα σαφές ρεύμα προς τη Δράση του Στέφανου Μάνου και της Δημιουργίας Ξανά του Θάνου Τζήμερου.
Αρκετοί έλεγαν ότι θα ψηφίσουν Μάνο ή Τζήμερο και οι περισσότεροι εξέφραζαν την
απορία για ποιον λόγο δεν είχαν καταφέρει να συνεργαστούν και να μπορέσουν υπό καλύτερες συνθήκες να διεκδικήσουν την είσοδό τους στην Βουλή.
Τα αποτελέσματα τα γνωρίζουμε όλοι.
Τόσο η Δράση όσο και ΔΗ.ΞΑ έμειναν εκτός Βουλής και ο μεταρρυθμιστικός χώρος έχασε μια μεγάλη ευκαιρία να μπορέσει να συνεισφέρει ουσιαστικά στη διακυβέρνηση της χώρας, η οποία πιθανότατα δεν θα οδηγείτο στη δοκιμασία των δεύτερων εκλογών.
Σήμερα, με την κοινή κάθοδο των δυο μεταρρυθμιστικών κομμάτων, ο δρόμος δείχνει πιο ανοικτός, αλλά πάντα υπάρχουν τα …αλλά, πολύ περισσότερο αν αναλογιστούμε ότι ζούμε στην ελληνική πραγματικότητα.
Η πρόσφατη ελληνική ιστορία μας δείχνει ότι κόμματα που επαγγέλθηκαν μεταρρυθμίσεις δεν έτυχαν της καλύτερης αντιμετώπισης από την ελληνική κοινωνία.
Θυμάμαι την απόλυτη απογοήτευση του Κωστή Στεφανόπουλου με την περιπέτεια της ΔΗ.ΑΝΑ. στην οποία συμμετείχαν ή στήριζαν κορυφαίες προσωπικότητες της εποχής.
Ανάλογη απογοήτευση εκτιμώ ότι θα έζησε κι ο μακαρίτης Γιάγκος Πεσμαζόγλου με το εγχείρημα του ΚΟΔΗΣΟ, αλλά και ο Αντώνης Τρίτσης με το εγχείρημα του Ελληνικού Ριζοσπαστικού κόμματος.
Κοινό χαρακτηριστικό των κομμάτων αυτών, ήταν ότι στις τάξεις τους είχαν μερικούς εκ των αρίστων Ελλήνων του πνεύματος, της επιστήμης και της επιχειρηματικότητας.
Κι όμως, έμειναν στην αφάνεια αφού η ελληνική κοινωνία περί άλλων τύρβαζε.
Αν επιχειρήσουμε να προσεγγίσουμε το φαινόμενο στα πλαίσια ενός δημοσιογραφικού άρθρου, ασφαλώς δεν μπορούμε να το καλύψουμε ολοσχερώς και κυρίως σφαιρικά.
Εκείνο, όμως, που πρέπει να καταθέσουμε ως πρώτη διαπίστωση, αφορά το γεγονός ότι οι φωνές που επικαλούνται μεταρρυθμίσεις δεν είναι αρεστές και πολλές φορές καθίστανται αντιδημοφιλείς. Κι αυτό είναι απολύτως φυσιολογικό σε μια χώρα σαν τη δική μας, όπου το πελατειακό σύστημα δεν είναι εύκολο να αποδεχτεί επώδυνες αλλαγές στο status quo της ζωής που διάγει.
Συνεπώς, σε μια ελληνική κοινωνία που είναι (ήταν) βολεμένη (δημόσιοι υπάλληλοι, συντεχνίες κλπ) δεν μπορούσαν και ακόμη δεν μπορούν να έχουν ευήκοα ώτα προς κάθε αλλαγή και δη επώδυνη, ακόμη κι όταν πρόκειται να ωφελήσει όλους.
Επιπλέον, οι μεταρρυθμιστικές φωνές «πνίγονται» μέσα στα ίδια τα κόμματα, πόσο μάλλον εκτός αυτών, η δε μετριοπάθειά τους δύσκολα μπορεί να αντιπαρατεθεί στον λαϊκισμό.
Όμως, είναι σαφές ότι ο λαός δεν μπορεί να φταίει πάντα.
Μπορεί να αναγνωρίζουμε ότι δεν είναι σοφός, ότι δεν διαθέτει πολιτικό επίπεδο και γνώση, ότι δεν μένει αδιάφορος στα κελεύσματα του λαϊκισμού, αλλά δεν μπορεί συνεχώς να κάνει λάθη.
Πολύ περισσότερο όταν στις μεταρρυθμιστικές δυνάμεις διακρίνει πρόσωπα που είναι έξω από τα ειωθότα.
Το πνεύμα, η επιστημοσύνη και η καλλιέργεια δεν είναι πάντα εύκολα διεισδύσιμες στις λαϊκές τάξεις που αγωνιούν για τον καθημερινό επιούσιο.
Είναι πέραν από βέβαιο ότι δεν αρκούν οι δυνάμεις των βορείων και νοτίων προαστίων του λεκανοπεδίου, ούτε οι γειτονιές πέριξ του κέντρου της Αθήνας με τα πολλά καφέ, εστιατόρια και εμπορικά καταστήματα.
Υπό αυτή την έννοια, είναι άκρως αναγκαία η διείσδυση των μεταρρυθμιστικών δυνάμεων προς πιο λαϊκά στρώματα, τα οποία επί δεκαετίες έχουν αφεθεί έρμαια στις λαϊκίζουσες Δεξιά κι Αριστερά.
Κι εκεί, να κάνουν κατανοητές τις προτάσεις τους που για πολλούς φαίνονται ακατανόητες,
Η ώρα που θα φανεί περισσότερο από ποτέ η αναγκαιότητα των μεταρρυθμιστικών δυνάμεων, δεν θα αργήσει.
Κι η Νίκαια, το Μπραχάμι, το Περιστέρι, η Βέροια, το Αγρίνιο, η Καρδίτσα, το Αίγιο, η Δράμα, η Καστοριά κι όλη η Ελλάδα πρέπει να τις μάθουν…
Για να μπορέσει η κοινωνία να κατανοήσει και να μπορέσει να τις αποδεχθεί και υποδεχθεί...
ο Νίκος Γ. Σακελλαρόπουλος
Πριν τις εκλογές της 6ης Μαΐου, σε όσες κοινωνικές συντροφιές ήμουν παρών, ήταν ολοφάνερο ότι υπήρχε ένα σαφές ρεύμα προς τη Δράση του Στέφανου Μάνου και της Δημιουργίας Ξανά του Θάνου Τζήμερου.
Αρκετοί έλεγαν ότι θα ψηφίσουν Μάνο ή Τζήμερο και οι περισσότεροι εξέφραζαν την
απορία για ποιον λόγο δεν είχαν καταφέρει να συνεργαστούν και να μπορέσουν υπό καλύτερες συνθήκες να διεκδικήσουν την είσοδό τους στην Βουλή.
Τα αποτελέσματα τα γνωρίζουμε όλοι.
Τόσο η Δράση όσο και ΔΗ.ΞΑ έμειναν εκτός Βουλής και ο μεταρρυθμιστικός χώρος έχασε μια μεγάλη ευκαιρία να μπορέσει να συνεισφέρει ουσιαστικά στη διακυβέρνηση της χώρας, η οποία πιθανότατα δεν θα οδηγείτο στη δοκιμασία των δεύτερων εκλογών.
Σήμερα, με την κοινή κάθοδο των δυο μεταρρυθμιστικών κομμάτων, ο δρόμος δείχνει πιο ανοικτός, αλλά πάντα υπάρχουν τα …αλλά, πολύ περισσότερο αν αναλογιστούμε ότι ζούμε στην ελληνική πραγματικότητα.
Η πρόσφατη ελληνική ιστορία μας δείχνει ότι κόμματα που επαγγέλθηκαν μεταρρυθμίσεις δεν έτυχαν της καλύτερης αντιμετώπισης από την ελληνική κοινωνία.
Θυμάμαι την απόλυτη απογοήτευση του Κωστή Στεφανόπουλου με την περιπέτεια της ΔΗ.ΑΝΑ. στην οποία συμμετείχαν ή στήριζαν κορυφαίες προσωπικότητες της εποχής.
Ανάλογη απογοήτευση εκτιμώ ότι θα έζησε κι ο μακαρίτης Γιάγκος Πεσμαζόγλου με το εγχείρημα του ΚΟΔΗΣΟ, αλλά και ο Αντώνης Τρίτσης με το εγχείρημα του Ελληνικού Ριζοσπαστικού κόμματος.
Κοινό χαρακτηριστικό των κομμάτων αυτών, ήταν ότι στις τάξεις τους είχαν μερικούς εκ των αρίστων Ελλήνων του πνεύματος, της επιστήμης και της επιχειρηματικότητας.
Κι όμως, έμειναν στην αφάνεια αφού η ελληνική κοινωνία περί άλλων τύρβαζε.
Αν επιχειρήσουμε να προσεγγίσουμε το φαινόμενο στα πλαίσια ενός δημοσιογραφικού άρθρου, ασφαλώς δεν μπορούμε να το καλύψουμε ολοσχερώς και κυρίως σφαιρικά.
Εκείνο, όμως, που πρέπει να καταθέσουμε ως πρώτη διαπίστωση, αφορά το γεγονός ότι οι φωνές που επικαλούνται μεταρρυθμίσεις δεν είναι αρεστές και πολλές φορές καθίστανται αντιδημοφιλείς. Κι αυτό είναι απολύτως φυσιολογικό σε μια χώρα σαν τη δική μας, όπου το πελατειακό σύστημα δεν είναι εύκολο να αποδεχτεί επώδυνες αλλαγές στο status quo της ζωής που διάγει.
Συνεπώς, σε μια ελληνική κοινωνία που είναι (ήταν) βολεμένη (δημόσιοι υπάλληλοι, συντεχνίες κλπ) δεν μπορούσαν και ακόμη δεν μπορούν να έχουν ευήκοα ώτα προς κάθε αλλαγή και δη επώδυνη, ακόμη κι όταν πρόκειται να ωφελήσει όλους.
Επιπλέον, οι μεταρρυθμιστικές φωνές «πνίγονται» μέσα στα ίδια τα κόμματα, πόσο μάλλον εκτός αυτών, η δε μετριοπάθειά τους δύσκολα μπορεί να αντιπαρατεθεί στον λαϊκισμό.
Όμως, είναι σαφές ότι ο λαός δεν μπορεί να φταίει πάντα.
Μπορεί να αναγνωρίζουμε ότι δεν είναι σοφός, ότι δεν διαθέτει πολιτικό επίπεδο και γνώση, ότι δεν μένει αδιάφορος στα κελεύσματα του λαϊκισμού, αλλά δεν μπορεί συνεχώς να κάνει λάθη.
Πολύ περισσότερο όταν στις μεταρρυθμιστικές δυνάμεις διακρίνει πρόσωπα που είναι έξω από τα ειωθότα.
Το πνεύμα, η επιστημοσύνη και η καλλιέργεια δεν είναι πάντα εύκολα διεισδύσιμες στις λαϊκές τάξεις που αγωνιούν για τον καθημερινό επιούσιο.
Είναι πέραν από βέβαιο ότι δεν αρκούν οι δυνάμεις των βορείων και νοτίων προαστίων του λεκανοπεδίου, ούτε οι γειτονιές πέριξ του κέντρου της Αθήνας με τα πολλά καφέ, εστιατόρια και εμπορικά καταστήματα.
Υπό αυτή την έννοια, είναι άκρως αναγκαία η διείσδυση των μεταρρυθμιστικών δυνάμεων προς πιο λαϊκά στρώματα, τα οποία επί δεκαετίες έχουν αφεθεί έρμαια στις λαϊκίζουσες Δεξιά κι Αριστερά.
Κι εκεί, να κάνουν κατανοητές τις προτάσεις τους που για πολλούς φαίνονται ακατανόητες,
Η ώρα που θα φανεί περισσότερο από ποτέ η αναγκαιότητα των μεταρρυθμιστικών δυνάμεων, δεν θα αργήσει.
Κι η Νίκαια, το Μπραχάμι, το Περιστέρι, η Βέροια, το Αγρίνιο, η Καρδίτσα, το Αίγιο, η Δράμα, η Καστοριά κι όλη η Ελλάδα πρέπει να τις μάθουν…
Για να μπορέσει η κοινωνία να κατανοήσει και να μπορέσει να τις αποδεχθεί και υποδεχθεί...
Συμφωνώ!
ΑπάντησηΔιαγραφή