Γράφει
ο Στάθης Καλύβας*
Η διαπίστωση πως το πολιτικό προσωπικό της χώρας αποδείχθηκε ανεπαρκές αποτελεί κοινοτοπία. Ποιος θα διαφωνήσει πως οι πράξεις και παραλείψεις των κυβερνήσεων και αντιπολιτεύσεων της τελευταίας εικοσαετίας συνέβαλαν στην πτώχευση της χώρας ή πως ο χειρισμός της κρίσης υπήρξε και παραμένει κατώτερος των περιστάσεων;
Εξίσου προφανές είναι πως από μόνη της, η επισήμανση αυτή είναι περιττή. Μπορεί όμως να φανεί χρήσιμη αν αντί να λειτουργήσει ως
αδιέξοδη έκφραση μιας αέναα επαναλαμβανόμενης και τυφλής αγανάκτησης, γίνει αφετηρία κριτικής εξέτασης δύο ευρύτατα διαδεδομένων ισχυρισμών που τη συνοδεύουν υπόρρητα και αυτόματα: πως η εκλογική καταβαράθρωση του μεταπολιτευτικού πολιτικού συστήματος υπήρξε άμεση και αναπόφευκτη συνέπεια της ανεπάρκειάς του. Και πως η συνολική αντικατάστασή του με κάτι εντελώς καινούργιο αποτελεί τη μοναδική ελπίδα για τη χώρα.
Η λογική θεμελίωση του σκεπτικού αυτού είναι πως η κρίση προέκυψε από την ανεπάρκεια των πολιτικών. Συνακόλουθα, λοιπόν, η εκλογική τους καταδίκη είναι αναπόφευκτη και η αντικατάστασή τους απαραίτητη.
Μολονότι ευλογοφανές, το σκεπτικό αυτό πάσχει, για τρεις τουλάχιστον λόγους.
Πρώτον, τα λάθη των πολιτικών δεν είναι καθόλου άσχετα με την έκταση και το βάθος της κρίσης. Δεν αρκούν όμως για να εξηγήσουν μια κρίση που ξέσπασε σε χώρες με μεγάλες ιστορικές και πολιτικές διαφορές μεταξύ τους, όπως η Ιρλανδία ή η Ισπανία.
Αν όμως δεχθούμε πως οι πολιτικοί υπήρξαν εξίσου ανεπαρκείς παντού, τότε θα πρέπει να αναζητήσουμε τα αίτια της ανεπάρκειάς τους σε γενικότερα φαινόμενα και όχι μόνο στα χαρακτηριστικά της Ελλάδας. Επιπλέον, στους παράγοντες που μας οδήγησαν εδώ που βρισκόμαστε θα πρέπει να προστεθούν βαθύτερες κοινωνικές και ιστορικές παθογένειες, καθώς και διεθνείς παράγοντες.
Δεύτερον, όπως έχουν δείξει πολλές έρευνες και μελέτες, η εκλογική καταδίκη πολιτικών σχηματισμών δεν έχει πάντοτε σχέση με τη διαχειριστική τους επάρκεια.
Σε ένα πρόσφατο άρθρο τους, οι πολιτικοί επιστήμονες Chris Achen και Larry Bartels έδειξαν πως τα πολιτικά κόμματα εισπράττουν το πολιτικό κόστος κρίσεων και καταστροφών ανεξάρτητα από την αντικειμενική ευθύνη που τους αναλογεί. Και επαρκείς δηλαδή να ήταν οι πολιτικοί μας, πάλι θα τους καταδικάζαμε. Αντίθετα, η ανεπάρκεια δεν καταδικάζεται πάντοτε, ακόμη και όταν είναι ορατή στους πάντες.
Τρίτον, η ανεπάρκεια της εγχώριας πολιτικής τάξης ήταν εμφανής πολλά χρόνια πριν από την κρίση, χωρίς όμως να προκαλεί κάποια αξιοπρόσεκτη δυσφορία στο εκλογικό σώμα.
Συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο, αν κρίνει κανείς από την ευρύτατη εκλογική αποδοχή του δικομματισμού.
Η ηθελημένη άγνοια των κινδύνων τους οποίους ενείχαν πολιτικές που βασίστηκαν στη σπατάλη δανεικών πόρων υπήρξε ευρύτατα αποδεκτή, όσο και αν η λήθη αυτής της αποδοχής είναι σήμερα βολική. Υπήρξε άραγε αίτημα κοινωνικής ομάδας για περισσότερη σπατάλη που να μην βρει ευρεία στήριξη στα ΜΜΕ και την κοινωνία;
Οποιος όμως τότε τολμούσε να κινηθεί ενάντια σε αυτό το ρεύμα, στιγματιζόταν αυτόματα ως γραφικός.
Ας αναδιατυπώσουμε λοιπόν το σκεπτικό. Η καταδίκη του μεταπολιτευτικού πολιτικού συστήματος προκλήθηκε από την κρίση και όχι από την ανεπάρκεια της πολιτικής τάξης.
Οσο για την κρίση, αυτή οφείλεται μόνο εν μέρει στην ανεπάρκεια αυτή.
Η σημασία των επισημάνσεων αυτών είναι διπλή.
Πρώτον, η καταδίκη της πολιτικής τάξης δεν πρέπει να είναι αδιάκριτη.
Βέβαια, ούτε ως προς αυτό είναι οι πολιτικοί άμοιροι ευθυνών, αφού στην προσπάθειά τους να αλληλοπροστατευθούν πέτυχαν να καταργήσουν τις διακρίσεις μεταξύ τους. Ομως διακρίσεις υπάρχουν και είναι και πραγματικές και τεράστιες, αντίστοιχες των διαφοροποιήσεων που συναντά κανείς μέσα σε κάθε επαγγελματική ομάδα. Εξίσου επιλεκτική, λοιπόν, πρέπει να είναι και η καταδίκη. Μόνο έτσι θα είμαστε δίκαιοι ως πολίτες και μόνο με τον τρόπο αυτό θα συμβάλουμε στη βελτίωση του πολιτικού συστήματος: αναζητώντας, δηλαδή, και επιβραβεύοντας τους καλύτερους και παράλληλα καταδικάζοντας τους χειρότερους. Η απροθυμία μας να διακρίνουμε τις αποχρώσεις σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αποτελέσει το άλλοθι μιας συνολικής και γι’ αυτό αδιάκριτης καταδίκης.
Δεύτερον, εξίσου άδικη και προβληματική είναι η πεποίθηση πως η συνολική αντικατάσταση του πολιτικού προσωπικού από «άφθαρτους» ανθρώπους θα μας οδηγήσει στην έξοδο από την κρίση. Μάλλον το αντίθετο ισχύει.
Δυστυχώς, και αυτό είναι μια γενική διαπίστωση, η απελπισία είναι ο χειρότερος σύμβουλος γιατί οδηγεί στην επιλογή ανερμάτιστων και επικίνδυνων δημαγωγών, με μοναδικό τους προσόν πως ώς τώρα βρίσκονταν είτε στο περιθώριο της πολιτικής, είτε εκτός αυτής.
Υπάρχει άραγε πιο ηχηρό παράδειγμα από τη Χρυσή Αυγή;
Σπρώχνοντάς μας στον πιο στείρο λαϊκισμό και τον πιο υστερικό αντικοινοβουλευτισμό, η συνολική και αδιάκριτη καταδίκη της πολιτικής τάξης είναι στην πραγματικότητα μια εξαιρετικά ύπουλη παγίδα.
Η κρίση που περνάει η χώρα είναι μια μεγάλη εθνική δοκιμασία. Ομως η ιστορία, τόσο της Ελλάδας όσο και διεθνώς, διδάσκει πως και οι χειρότερες οικονομικές κρίσεις τελικά ξεπερνιούνται και πως οι πληγές τους επουλώνονται.
Αντίθετα, η ενδυνάμωση των δημαγωγών και η αντιδημοκρατική εκτροπή που αυτή συνεπάγεται προξενεί τεράστιες καταστροφές και αφήνει πολύ βαθύτερα σημάδια.
Και αυτό είναι κάτι που δεν πρέπει να ξεχνάμε ούτε στιγμή.
* Ο Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Yale.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου