Γράφει
ο Παντελής Καψής
Η νέα κυβέρνηση περιλαμβάνει ορισμένες ευχάριστες εκπλήξεις με νέα άφθαρτα πρόσωπα που έχουν πετυχημένη πορεία στον δημόσιο βίο.
Η συγκρότησή της ωστόσο γεννά και ερωτήματα για τη δυνατότητά της να αντιμετωπίσει τις μεγάλες προκλήσεις που έχει μπροστά της.
Η συζήτηση επικεντρώθηκε στο αν θα συμμετάσχουν «προβεβλημένα» στελέχη από το ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜΑΡ. Δικαίως, καθώς θυμίζει μονοκομματική κυβέρνηση μάλλον παρά
κυβέρνηση συνεργασίας.
Η πραγματική απουσία ωστόσο δεν είναι κάποιων στελεχών πρώτης ή δεύτερης γραμμής, αλλά των ίδιων των αρχηγών των δύο κομμάτων, των κ. Βενιζέλου και Κουβέλη.
Η απόφασή τους να μείνουν εκτός είναι προφανές ότι υπακούει σε εσωκομματικές σκοπιμότητες, όχι στην επιθυμία τους για την πιο αποτελεσματική λειτουργία της κυβέρνησης.
Από μόνο της κατά συνέπεια στέλνει ένα αρνητικό σήμα στην κοινωνία για το πόσο πραγματικά επενδύουν στη συνεργασία.
Έχει ωστόσο και δύο ακόμα πιο σημαντικές παρενέργειες.
Η πρώτη είναι το ότι εκ των πραγμάτων, όπως και με την κυβέρνηση Παπαδήμου, θα δημιουργηθούν δύο κέντρα λήψης των αποφάσεων. Ένα διακομματικό, η διάσκεψη δηλαδή των αρχηγών και ένα κυβερνητικό, το υπουργικό συμβούλιο και τα κατά περίπτωση αρμόδια κυβερνητικά όργανα.
Ένας τέτοιος δυϊσμός όμως επηρεάζει αρνητικά την αποτελεσματικότητα, ιδίως αν κάποιοι υπουργοί, με την πάροδο του χρόνου, αρχίσουν να υπηρετούν το κομματικό συμφέρον περισσότερο παρά το δημόσιο.
Η δεύτερη παρενέργεια είναι ακόμα πιο σοβαρή.
Μένοντας εκτός οι δύο αρχηγοί θα έχουν διαρκώς τον πειρασμό να αποστασιοποιούνται από τις δυσάρεστες αποφάσεις που εκ των πραγμάτων θα αναγκαστεί να πάρει η κυβέρνηση.
Κι αν για το ΠΑΣΟΚ το να έρθει σε ρήξη με την κυβέρνηση, τουλάχιστον με τους σημερινούς συσχετισμούς, δεν αποτελεί επιλογή, το ίδιο δεν ισχύει αναγκαστικά και για τη ΔΗΜΑΡ.
Γνωρίζουμε ήδη ότι μια σημαντική μειοψηφία στους κόλπους της ήταν εξαρχής εναντίον της συμμετοχής στην κυβέρνηση. Όλα τα στελέχη της εξάλλου μοιάζουν να βρίσκονται υπό την ιδεολογική τρομοκρατία του ΣΥΡΙΖΑ απολογούμενα διαρκώς για τις επιλογές τους.
Πόσο θα αντέξουν;
Ενας δεύτερος λόγος ανησυχίας για τις προοπτικές της κυβέρνησης, πέρα δηλαδή από το πώς συγκροτήθηκε, είναι βέβαια οι προσδοκίες που έχουν δημιουργηθεί από την περίφημη επαναδιαπραγμάτευση του Μνημονίου.
Όποιος παρακολουθεί τις συζητήσεις στην τηλεόραση μένει με την εντύπωση ότι είναι θέμα εβδομάδων για να καταργηθούν όσα -εμείς- θεωρούμε αρνητικά.
Κάτι τέτοιο φυσικά δεν θα γίνει.
Ακόμα και αν επιτευχθεί ωστόσο ο κεντρικός διαπραγματευτικός μας στόχος, η παράταση δηλαδή της δημοσιονομικής προσαρμογής κατά δύο χρόνια, τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει στην καθημερινότητα των πολιτών. Απλώς θα χαλαρώσει η πίεση για νέα μέτρα.
Κι αυτό μας οδηγεί σε έναν τρίτο λόγο ανησυχίας.
Στο ότι η βάση της συνεργασίας των τριών κομμάτων είναι στην ουσία της αρνητική - πώς θα αποφύγουμε τα δεινά του Μνημονίου.
Στο τι χρειάζεται να κάνουμε όμως για να ξεφύγουμε από την ύφεση οι απόψεις τους είναι σε ορισμένες περιπτώσεις διαμετρικά αντίθετες.
Δεν είναι μόνο ή δεν είναι τόσο οι ιδιωτικοποιήσεις που προφανώς τους χωρίζουν.
Είναι η ίδια η φιλοσοφία του Μνημονίου με την οποία πολλοί διαφωνούν, η λογική δηλαδή τής σχεδόν πλήρους απελευθέρωσης της αγοράς ώστε να αποκατασταθεί η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.
Ιδίως στα ζητήματα που έχουν σχέση με την αγορά εργασίας όπου ανάμεσα στα άλλα ρητός στόχος του Μνημονίου είναι και η μείωση των αμοιβών.
Το αν μια τέτοια πολιτική είναι η πιο ενδεδειγμένη ή όχι μικρή σημασία έχει.
Γιατί είναι βέβαιο πως όταν οι μεν τραβάνε προς μια κατεύθυνση και οι δε προς την αντίθετη τότε καμιά πολιτική δεν έχει τύχη.
Το καταλάβαμε αυτό στην πρώτη διετία του ΠΑΣΟΚ.
Θα γίνουμε στο ίδιο έργο θεατές;
Από την πρώτη ημέρα που ήρθε η τρόικα στην Ελλάδα αναζητούσε μάταια τον «ιδιοκτήτη» του νέου οικονομικού προγράμματος, εκείνη την πολιτική δύναμη δηλαδή που θα πιστέψει στις αλλαγές και θα αναλάβει να τις πραγματοποιήσει με αποφασιστικότητα και χωρίς εκπτώσεις σε συντεχνιακές λογικές.
Θα μπορέσει να παίξει αυτό τον ρόλο η νέα κυβέρνηση;
Αν ναι μπορεί να πετύχει.
Αν όχι θα παρακολουθήσουμε απλώς τον αργόσυρτο θάνατο της ευρωπαϊκής προοπτικής της χώρας!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου