Γράφει
ο Δημήτρης Καιρίδης*
Η επιμονή της Άγκελα Μέρκελ και του «ευρω-ιερατείου» για τη συμμετοχή της Ν.Δ. στην κυβέρνηση Παπαδήμου και τη συνυπογραφή του δεύτερου Μνημονίου, από τον Αντώνη Σαμαρά, συνέβαλε στην κατάρρευση του παραδοσιακού ελληνικού δικομματισμού, ΠΑΣΟΚ-Ν.Δ., και διοχέτευσε τη δυσαρέσκεια στα λαϊκιστικά άκρα του πολιτικού φάσματος, με κυριότερο ωφελημένο τον ΣΥΡΙΖΑ.
Χωρίς την παρέμβασή τους, δύσκολα
η Ν.Δ. θα πάθαινε την πανωλεθρία που υπέστη στις 6 Μαΐου.
Ομως και μετά τις 6 Μαΐου οι δηλώσεις Γερμανών και διεθνών αξιωματούχων, όπως των Σόιμπλε, Βεστερβέλε και Λαγκάρντ, διεγείρουν το ελληνικό θυμικό και προσθέτουν αέρα στα πανιά των εγχώριων «αντι-μνημονιακών» δυνάμεων, με προεξέχοντα τον ΣΥΡΙΖΑ.
Δεν πρέπει να υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι εγχώρια και ξένα συμφέροντα επιδιώκουν τον «δραχμαγένοντα»: αμετανόητοι συνδικαλιστές και τρωκτικά του Δημοσίου, υπερ-δανεισμένοι επιχειρηματίες, αργυρώνητοι «δημοσιογράφοι», Ρώσοι που θέλουν να πλήξουν την Ευρωζώνη και να δορυφοροποιήσουν την Ελλάδα υπέρ τους κ.ο.κ.
Όμως η Μέρκελ;
Η ώρα των αποφάσεων πλησιάζει για τη Γερμανία.
Μπροστά της έχει δύο δρόμους: ο πρώτος είναι να ανοίξει το πουγκί και να βοηθήσει τον χειμαζόμενο ευρωπαϊκό Νότο και ο δεύτερος να επιμείνει στη γραμμή της δημοσιονομικής λιτότητας και των διαρθρωτικών αλλαγών μέχρι τέλους και όποιος αντέξει.
Είναι προφανές ότι δυσκολεύεται να ακολουθήσει τον πρώτο δρόμο για μια σειρά από λόγους.
Και να θέλει η Γερμανία να βοηθήσει δεν είναι βέβαιο ότι έχει τους πόρους να στηρίξει όλο τον Νότο. Αν η ενοποίηση της Ανατολικής Γερμανίας στοίχισε 20 τρισεκατομμύρια ευρώ σε 20 χρόνια, πόσο άραγε μπορεί να στοιχίσει η ευρωπαϊκή;
Στο παρελθόν, εγχειρήματα που βασίστηκαν σε «μεταφορές πόρων» και όχι σε πραγματικές επώδυνες αλλαγές απέτυχαν.
Η Ανατολική Γερμανία, παρά τη δυτικογερμανική βοήθεια, συνεχίζει να αποκλίνει όχι μόνο από τη Δυτική Γερμανία, αλλά ακόμη και από τις όμορες, πρώην κομμουνιστικές χώρες, όπως η Πολωνία και η Τσεχία.
Το ίδιο μπορεί να πει κανείς και για τη νότια Ιταλία: παρά τα δισεκατομμύρια που πήρε από τον ιταλικό Βορρά παραμένει υπανάπτυκτη.
Η Ιταλία προσφέρει κι ένα άλλο δίδαγμα: τον περασμένο Αύγουστο η κυβέρνηση Μπερλουσκόνι πήρε κάποια σκληρά διαρθρωτικά μέτρα υπό την πίεση των αγορών.
Μόλις τα επιτόκια έπεσαν, απέσυρε τα μέτρα.
Για το Βερολίνο, ο Νότος μπορεί να αλλάξει μόνο υπό πίεση.
Αν κρίνει κανείς από την ελληνική περίπτωση, έχει απόλυτο δίκιο.
Η γερμανική ελίτ συνειδητοποιεί τους κινδύνους που ενέχει η επιμονή της.
Όμως, η όποια βοήθεια δοθεί θα συνοδεύεται από δρακόντειες δεσμεύσεις και θα εξασφαλίζει τη διαρθρωτική αλλαγή του Νότου.
Στο πλαίσιο αυτής της λεπτής εξισορρόπησης, η έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ, και μάλιστα ιδία βουλήσει, ίσως διευκόλυνε το Βερολίνο.
Πρώτον, γιατί θα γλίτωνε το Βερολίνο από τη διάσωση του πιο άσωτου μέλους της Ευρωζώνης που επανειλημμένα και με κάθε δυνατό τρόπο έχει αποδείξει ότι δεν θέλει να αλλάξει.
Δεύτερον, γιατί η καταστροφή της Ελλάδας θα παραδειγμάτιζε Πορτογάλους, Ιρλανδούς και Ισπανούς να αποδεχθούν τη γερμανική πειθαρχία για να γλιτώσουν από την κόλαση. Η όποια αστάθεια προκαλούνταν θα επέτρεπε στη Μέρκελ να πείσει τον Γερμανό φορολογούμενο για την αναγκαιότητα του ευρω-ομολόγου και της ευρωπαϊκής εγγύησης των τραπεζικών καταθέσεων. Τρίτον, γιατί έχει εμπεδωθεί η πεποίθηση ότι η είσοδος της Ελλάδας στην Ευρωζώνη ήταν λάθος και ότι η Ελλάδα είναι πολύ μακριά από τις υπόλοιπες οικονομίες και γι’ αυτό τυχόν παραμονής της θα αποτελεί μόνιμο κίνδυνο για το ευρώ, ιδίως αν διοικείται από αδύναμες πολυκομματικές κυβερνήσεις με ισχυρές αντι-συστημικές αντιπολιτεύσεις.
Σιγά σιγά γίνονται πλειοψηφία αυτοί που, γύρω από τη Μέρκελ, επιμένουν ότι η ήρθε η ώρα να τελειώνουμε με το ελληνικό πρόβλημα.
Για το Βερολίνο μια τυχόν εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να ξεκαθαρίσει το τοπίο.
Μια μονομερής ελληνική καταγγελία της δανειακής σύμβασης θα επιτρέψει στη Γερμανία να διακόψει τη χρηματοδότηση και να οδηγήσει την Αθήνα στην έξοδο από το ευρώ.
Οι τυχόν κίνδυνοι για τους Ευρωπαίους από μια τέτοια εξέλιξη μειώνονται συνεχώς τα τελευταία δύο χρόνια, την ώρα που το κόστος της συνέχισης της σημερινής πορείας διαρκώς αυξάνεται.
Αν πάλι ο ΣΥΡΙΖΑ επιλέξει να συμβιβαστεί μετεκλογικά, τότε ο ελληνικός αντι-μνημονιακός λαϊκισμός θα έχει υποστεί βαρύ πλήγμα.
Και στη μία και στην άλλη περίπτωση, το αποτέλεσμα ίσως συμφέρει τη Μέρκελ.
* Ο Δημήτρης Καιρίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
ο Δημήτρης Καιρίδης*
Η επιμονή της Άγκελα Μέρκελ και του «ευρω-ιερατείου» για τη συμμετοχή της Ν.Δ. στην κυβέρνηση Παπαδήμου και τη συνυπογραφή του δεύτερου Μνημονίου, από τον Αντώνη Σαμαρά, συνέβαλε στην κατάρρευση του παραδοσιακού ελληνικού δικομματισμού, ΠΑΣΟΚ-Ν.Δ., και διοχέτευσε τη δυσαρέσκεια στα λαϊκιστικά άκρα του πολιτικού φάσματος, με κυριότερο ωφελημένο τον ΣΥΡΙΖΑ.
Χωρίς την παρέμβασή τους, δύσκολα
η Ν.Δ. θα πάθαινε την πανωλεθρία που υπέστη στις 6 Μαΐου.
Ομως και μετά τις 6 Μαΐου οι δηλώσεις Γερμανών και διεθνών αξιωματούχων, όπως των Σόιμπλε, Βεστερβέλε και Λαγκάρντ, διεγείρουν το ελληνικό θυμικό και προσθέτουν αέρα στα πανιά των εγχώριων «αντι-μνημονιακών» δυνάμεων, με προεξέχοντα τον ΣΥΡΙΖΑ.
Δεν πρέπει να υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι εγχώρια και ξένα συμφέροντα επιδιώκουν τον «δραχμαγένοντα»: αμετανόητοι συνδικαλιστές και τρωκτικά του Δημοσίου, υπερ-δανεισμένοι επιχειρηματίες, αργυρώνητοι «δημοσιογράφοι», Ρώσοι που θέλουν να πλήξουν την Ευρωζώνη και να δορυφοροποιήσουν την Ελλάδα υπέρ τους κ.ο.κ.
Όμως η Μέρκελ;
Η ώρα των αποφάσεων πλησιάζει για τη Γερμανία.
Μπροστά της έχει δύο δρόμους: ο πρώτος είναι να ανοίξει το πουγκί και να βοηθήσει τον χειμαζόμενο ευρωπαϊκό Νότο και ο δεύτερος να επιμείνει στη γραμμή της δημοσιονομικής λιτότητας και των διαρθρωτικών αλλαγών μέχρι τέλους και όποιος αντέξει.
Είναι προφανές ότι δυσκολεύεται να ακολουθήσει τον πρώτο δρόμο για μια σειρά από λόγους.
Και να θέλει η Γερμανία να βοηθήσει δεν είναι βέβαιο ότι έχει τους πόρους να στηρίξει όλο τον Νότο. Αν η ενοποίηση της Ανατολικής Γερμανίας στοίχισε 20 τρισεκατομμύρια ευρώ σε 20 χρόνια, πόσο άραγε μπορεί να στοιχίσει η ευρωπαϊκή;
Στο παρελθόν, εγχειρήματα που βασίστηκαν σε «μεταφορές πόρων» και όχι σε πραγματικές επώδυνες αλλαγές απέτυχαν.
Η Ανατολική Γερμανία, παρά τη δυτικογερμανική βοήθεια, συνεχίζει να αποκλίνει όχι μόνο από τη Δυτική Γερμανία, αλλά ακόμη και από τις όμορες, πρώην κομμουνιστικές χώρες, όπως η Πολωνία και η Τσεχία.
Το ίδιο μπορεί να πει κανείς και για τη νότια Ιταλία: παρά τα δισεκατομμύρια που πήρε από τον ιταλικό Βορρά παραμένει υπανάπτυκτη.
Η Ιταλία προσφέρει κι ένα άλλο δίδαγμα: τον περασμένο Αύγουστο η κυβέρνηση Μπερλουσκόνι πήρε κάποια σκληρά διαρθρωτικά μέτρα υπό την πίεση των αγορών.
Μόλις τα επιτόκια έπεσαν, απέσυρε τα μέτρα.
Για το Βερολίνο, ο Νότος μπορεί να αλλάξει μόνο υπό πίεση.
Αν κρίνει κανείς από την ελληνική περίπτωση, έχει απόλυτο δίκιο.
Η γερμανική ελίτ συνειδητοποιεί τους κινδύνους που ενέχει η επιμονή της.
Όμως, η όποια βοήθεια δοθεί θα συνοδεύεται από δρακόντειες δεσμεύσεις και θα εξασφαλίζει τη διαρθρωτική αλλαγή του Νότου.
Στο πλαίσιο αυτής της λεπτής εξισορρόπησης, η έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ, και μάλιστα ιδία βουλήσει, ίσως διευκόλυνε το Βερολίνο.
Πρώτον, γιατί θα γλίτωνε το Βερολίνο από τη διάσωση του πιο άσωτου μέλους της Ευρωζώνης που επανειλημμένα και με κάθε δυνατό τρόπο έχει αποδείξει ότι δεν θέλει να αλλάξει.
Δεύτερον, γιατί η καταστροφή της Ελλάδας θα παραδειγμάτιζε Πορτογάλους, Ιρλανδούς και Ισπανούς να αποδεχθούν τη γερμανική πειθαρχία για να γλιτώσουν από την κόλαση. Η όποια αστάθεια προκαλούνταν θα επέτρεπε στη Μέρκελ να πείσει τον Γερμανό φορολογούμενο για την αναγκαιότητα του ευρω-ομολόγου και της ευρωπαϊκής εγγύησης των τραπεζικών καταθέσεων. Τρίτον, γιατί έχει εμπεδωθεί η πεποίθηση ότι η είσοδος της Ελλάδας στην Ευρωζώνη ήταν λάθος και ότι η Ελλάδα είναι πολύ μακριά από τις υπόλοιπες οικονομίες και γι’ αυτό τυχόν παραμονής της θα αποτελεί μόνιμο κίνδυνο για το ευρώ, ιδίως αν διοικείται από αδύναμες πολυκομματικές κυβερνήσεις με ισχυρές αντι-συστημικές αντιπολιτεύσεις.
Σιγά σιγά γίνονται πλειοψηφία αυτοί που, γύρω από τη Μέρκελ, επιμένουν ότι η ήρθε η ώρα να τελειώνουμε με το ελληνικό πρόβλημα.
Για το Βερολίνο μια τυχόν εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να ξεκαθαρίσει το τοπίο.
Μια μονομερής ελληνική καταγγελία της δανειακής σύμβασης θα επιτρέψει στη Γερμανία να διακόψει τη χρηματοδότηση και να οδηγήσει την Αθήνα στην έξοδο από το ευρώ.
Οι τυχόν κίνδυνοι για τους Ευρωπαίους από μια τέτοια εξέλιξη μειώνονται συνεχώς τα τελευταία δύο χρόνια, την ώρα που το κόστος της συνέχισης της σημερινής πορείας διαρκώς αυξάνεται.
Αν πάλι ο ΣΥΡΙΖΑ επιλέξει να συμβιβαστεί μετεκλογικά, τότε ο ελληνικός αντι-μνημονιακός λαϊκισμός θα έχει υποστεί βαρύ πλήγμα.
Και στη μία και στην άλλη περίπτωση, το αποτέλεσμα ίσως συμφέρει τη Μέρκελ.
* Ο Δημήτρης Καιρίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου