Γράφει η Έλλη Τριανταφύλλου
Σάββατο βράδυ στην Κηφισίας, με κατεύθυνση τα βόρεια προάστια: Οδηγός πολυτελούς 4x4 περνάει με «σφήνες» ξυστά από τα διπλανά αυτοκίνητα και τους έκπληκτους κατόχους τους -τους οποίους και βρίζει χυδαιότατα - και σταματάει στο κόκκινο φανάρι, αφού προηγουμένως «γκαζώνει» κυριολεκτικά σε απόσταση αναπνοής από τον κεραυνοβολημένο παππού που διασχίζει τη λεωφόρο. Καπνίζει πούρο, ακούει νεοελληνικά στη διαπασών και χαμογελάει αυτάρεσκα... στην εκρηκτική ξανθιά συνοδό του.
Αν ζούσε ο Μοντεσκιέ, σίγουρα θα ενθουσιαζόταν που
σχεδόν τέσσερις αιώνες μετά βρήκε στην Αθήνα την απόλυτη ενσάρκωση των στοχασμών του. Έγραφε τότε: «Όταν ένας νεόπλουτος βαλθεί να χτίσει ένα καταπληκτικό σπίτι, θα το κάνει να βγάζει μάτι!
Είναι σαν να δηλώνει στον λαό τα εξής: Σας προειδοποιώ ότι εγώ, που ήμουν άλλοτε ο ευτελέστερος των ανθρώπων, καθίσταμαι σήμερα ένας σημαίνων άνθρωπος. Θα βάλω ανάμεσα σε σας και σε μένα μια μεγάλη αυλή και πέντε ισόγεια δωμάτια. Δεν θα με βρίσκετε όμως εκεί, γιατί εγώ θα κατοικώ σε ένα έκτο...Θα εγκαταλείψω και το όνομά μου, αυτό το όνομα που μου ήταν τόσο αγαπητό. Μακάρι να το έσβηνα και από τη μνήμη μου, και μακάρι να το σβήνατε κι εσείς!» (Montesquieu: Περί καλαισθησίας. Εκδόσεις Ροές, Αθήνα 2008).
Πολύ φοβάμαι ότι κάπως έτσι την πάτησαν πολλοί, με αποτέλεσμα να είναι ακόμη περισσότεροι σήμερα εκείνοι που πολύ θα ήθελαν κάποιοι να σβήσουν το όνομα της πατρίδας μας από την «ατζέντα» και τη μνήμη τους.
Τους έταξαν ότι θα γίνουν από πτωχοί προνομιούχοι, και το πίστεψαν.
Τους έπεισαν ότι μπορούν να ζουν με δανεικά κι αγύριστα, και το εκμεταλλεύτηκαν.
Τους δίδαξαν το εύκολο το χρήμα και το μαύρο, τη φοροδιαφυγή, τη μικροκομπίνα, το λάδωμα και πάνω απ’ όλα το ρουσφέτι, και απέκτησαν «διδακτορικά»...
Εγκατέλειψαν το όνομά τους και γκρέμισαν κάθε τι που θύμιζε το παρελθόν τους: Από το πατρικό στο χωριό μέχρι τα ήθη, τα έθιμα, τις αξίες, τους οικογενειακούς δεσμούς και τις παρακαταθήκες των προγόνων.
Δυστυχώς για το σύνολο της κοινωνίας, το «είδος» αυτό των νεόπλουτων συμπολιτών με τη γεμάτη τσέπη, την άδεια μνήμη και τη χοντροκοπιά και την ακαλαισθησία να ξεχειλίζει από παντού αναπαράχθηκε με συγκλονιστικούς ρυθμούς στα χρόνια της ύστερης μεταπολίτευσης και μεταδόθηκε σχεδόν σαν «μικρόβιο» ανθεκτικό στην αντιβίωση, προσβάλλοντας κάθε τι υγιές γύρω του.
Ρυάκι στην αρχή, ποτάμι και χείμαρρος στη συνέχεια, διέβρωσε το κοινωνικό υπέδαφος και παρέσυρε μαζί του τις βασικές αρχές μιας συντεταγμένης κοινωνίας που υπήρχαν και στην Ελλάδα όχι πολλά χρόνια πριν: Την εντιμότητα, το ήθος, τη συνέπεια, το φιλότιμο, τον επαγγελματισμό, την αξιοπιστία, την αμοιβαιότητα, την αλληλεγγύη, την μπέσα.
Φυσικά όλα αυτά έγιναν με τη σύμφωνη γνώμη και την προτροπή των πρώτων διδαξάντων, των θεσμικών εκφραστών της βούλησης των πολιτών, των πολιτικών κομμάτων, που με πολιορκητικό κριό το ρουσφέτι διέβρωσαν το κοινωνικό κεφάλαιο της κοινωνίας.
Ευτυχώς, αρχίζει και «στραγγίζει» σιγά σιγά το ποτάμι, αφήνοντας στις άκρες τόνους ξεραμένης «λάσπης».
Είναι μάλλον θέμα χρόνου να «αφυδατωθούν» από την υποτιθέμενη αίγλη τους και οι τύποι με τα Καγιέν και το θράσος εκατό καρδιναλίων. Θα απομονωθούν, απομονώνονται ήδη από τους υπόλοιπους, θέλουν δεν θέλουν.
Ούτε καν γραφικοί δεν θεωρούνται.
Αηδιαστικοί μέσα στην κενότητά τους είναι.
Σάββατο βράδυ στην Κηφισίας, με κατεύθυνση τα βόρεια προάστια: Οδηγός πολυτελούς 4x4 περνάει με «σφήνες» ξυστά από τα διπλανά αυτοκίνητα και τους έκπληκτους κατόχους τους -τους οποίους και βρίζει χυδαιότατα - και σταματάει στο κόκκινο φανάρι, αφού προηγουμένως «γκαζώνει» κυριολεκτικά σε απόσταση αναπνοής από τον κεραυνοβολημένο παππού που διασχίζει τη λεωφόρο. Καπνίζει πούρο, ακούει νεοελληνικά στη διαπασών και χαμογελάει αυτάρεσκα... στην εκρηκτική ξανθιά συνοδό του.
Αν ζούσε ο Μοντεσκιέ, σίγουρα θα ενθουσιαζόταν που
σχεδόν τέσσερις αιώνες μετά βρήκε στην Αθήνα την απόλυτη ενσάρκωση των στοχασμών του. Έγραφε τότε: «Όταν ένας νεόπλουτος βαλθεί να χτίσει ένα καταπληκτικό σπίτι, θα το κάνει να βγάζει μάτι!
Είναι σαν να δηλώνει στον λαό τα εξής: Σας προειδοποιώ ότι εγώ, που ήμουν άλλοτε ο ευτελέστερος των ανθρώπων, καθίσταμαι σήμερα ένας σημαίνων άνθρωπος. Θα βάλω ανάμεσα σε σας και σε μένα μια μεγάλη αυλή και πέντε ισόγεια δωμάτια. Δεν θα με βρίσκετε όμως εκεί, γιατί εγώ θα κατοικώ σε ένα έκτο...Θα εγκαταλείψω και το όνομά μου, αυτό το όνομα που μου ήταν τόσο αγαπητό. Μακάρι να το έσβηνα και από τη μνήμη μου, και μακάρι να το σβήνατε κι εσείς!» (Montesquieu: Περί καλαισθησίας. Εκδόσεις Ροές, Αθήνα 2008).
Πολύ φοβάμαι ότι κάπως έτσι την πάτησαν πολλοί, με αποτέλεσμα να είναι ακόμη περισσότεροι σήμερα εκείνοι που πολύ θα ήθελαν κάποιοι να σβήσουν το όνομα της πατρίδας μας από την «ατζέντα» και τη μνήμη τους.
Τους έταξαν ότι θα γίνουν από πτωχοί προνομιούχοι, και το πίστεψαν.
Τους έπεισαν ότι μπορούν να ζουν με δανεικά κι αγύριστα, και το εκμεταλλεύτηκαν.
Τους δίδαξαν το εύκολο το χρήμα και το μαύρο, τη φοροδιαφυγή, τη μικροκομπίνα, το λάδωμα και πάνω απ’ όλα το ρουσφέτι, και απέκτησαν «διδακτορικά»...
Εγκατέλειψαν το όνομά τους και γκρέμισαν κάθε τι που θύμιζε το παρελθόν τους: Από το πατρικό στο χωριό μέχρι τα ήθη, τα έθιμα, τις αξίες, τους οικογενειακούς δεσμούς και τις παρακαταθήκες των προγόνων.
Δυστυχώς για το σύνολο της κοινωνίας, το «είδος» αυτό των νεόπλουτων συμπολιτών με τη γεμάτη τσέπη, την άδεια μνήμη και τη χοντροκοπιά και την ακαλαισθησία να ξεχειλίζει από παντού αναπαράχθηκε με συγκλονιστικούς ρυθμούς στα χρόνια της ύστερης μεταπολίτευσης και μεταδόθηκε σχεδόν σαν «μικρόβιο» ανθεκτικό στην αντιβίωση, προσβάλλοντας κάθε τι υγιές γύρω του.
Ρυάκι στην αρχή, ποτάμι και χείμαρρος στη συνέχεια, διέβρωσε το κοινωνικό υπέδαφος και παρέσυρε μαζί του τις βασικές αρχές μιας συντεταγμένης κοινωνίας που υπήρχαν και στην Ελλάδα όχι πολλά χρόνια πριν: Την εντιμότητα, το ήθος, τη συνέπεια, το φιλότιμο, τον επαγγελματισμό, την αξιοπιστία, την αμοιβαιότητα, την αλληλεγγύη, την μπέσα.
Φυσικά όλα αυτά έγιναν με τη σύμφωνη γνώμη και την προτροπή των πρώτων διδαξάντων, των θεσμικών εκφραστών της βούλησης των πολιτών, των πολιτικών κομμάτων, που με πολιορκητικό κριό το ρουσφέτι διέβρωσαν το κοινωνικό κεφάλαιο της κοινωνίας.
Ευτυχώς, αρχίζει και «στραγγίζει» σιγά σιγά το ποτάμι, αφήνοντας στις άκρες τόνους ξεραμένης «λάσπης».
Είναι μάλλον θέμα χρόνου να «αφυδατωθούν» από την υποτιθέμενη αίγλη τους και οι τύποι με τα Καγιέν και το θράσος εκατό καρδιναλίων. Θα απομονωθούν, απομονώνονται ήδη από τους υπόλοιπους, θέλουν δεν θέλουν.
Ούτε καν γραφικοί δεν θεωρούνται.
Αηδιαστικοί μέσα στην κενότητά τους είναι.
Μαζί τους θα εξαφανιστούν και οι ανάλογοί τους στην πολιτική σκηνή.
Οι χοντροκομμένοι, οι θρασείς, οι γελοίοι.
Στη θέση όλων των παραπάνω θα ξεπηδήσουν, ξεπηδούν ήδη, νέοι οδηγοί που σέβονται τους συνοδηγούς και τους πεζούς, νέοι πολιτικοί που τιμούν την εντολή τους.
Θα αναδυθούν, αναδύονται ήδη, νέες δυνάμεις, κοινωνικές και πολιτικές που θα βρεθούν στην αιχμή της ελληνικής κοινωνίας για τη μετάβασή της στον σύγχρονο, ανοικτό, προοδευτικό και παραγωγικό μετασχηματισμό της.
΄Η τουλάχιστον έτσι ελπίζω...
Πηγή: Καθημερινή
Πηγή: Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου