Γράφει ο Πέτρος Μαρτινίδης*
«Οι κύριοι Σαμαράς και Βενιζέλος θέλουν να διχάσουν τον λαό, εμείς θέλουμε να ενώσουμε τον λαό» Αλ. Τσίπρας (10 Μαρτιου 2012)
Μόνο χάρη στην ελαφρότητά του μπορεί κανείς να πετάει στις σφαίρες των πολύ υψηλών διανοημάτων, αλλά υπάρχουν και όρια.
Η υπέρτατη ελαφρότητα δεν οδηγεί στην ύψιστη σοφία.
Από τον καιρό του Ζαν-Ζακ Ρουσό έχει τεθεί το δίλημμα μεταξύ θέλησης όλων των πολιτών («volonte de tous») και γενικής βούλησης («volonte generale»).
Η πρώτη σημαίνει διαρκείς συμβιβασμούς και προσωρινές ή μακροβιότερες συγκλίσεις. Άρα ανθρώπους που νιώθουν όλοι δυσαρεστημένοι, αφού πολλοί εξακολουθούν να ζουν σε στερήσεις και κάποιοι στερούνται μια ακόμη μεγαλύτερη χλιδή. Μα η ανάγκη
να συνυπάρξουν, στην ίδια κοινωνία, τους δεσμεύει να συγκλίνουν (όλοι ελπίζοντας για το καλύτερο).
Η δεύτερη -η γενική βούληση- σημαίνει απόλυτη κυριαρχία συνθηκών που εγγυώνται την ευδαιμονία των πάντων.
Κανείς δυσαρεστημένος, όλοι ευτυχείς σε ιδεώδη κοινωνία ισότητας, την οποία μόνο παράφρονες ή πράκτορες του Σατανά θα επιθυμούσαν να υπονομεύσουν.
Αν ζούσαμε στα χρόνια του Ρουσό, το δίλημμα μπορούσε να έχει νόημα.
Ξέρουμε όμως, καλά, πού οδήγησε η εμμονή του Λένιν, μεταξύ Φεβρουαρίου και Οκτωβρίου 1917, να αρνηθεί συμβιβασμούς με τον Κερένσκι και να επιδιώξει τη μονοκρατορία των Μπολσεβίκων. Όπως ξέρουμε, ακόμη καλύτερα, πού οδήγησαν τα κηρύγματα του Χίτλερ ενάντια στο «διεφθαρμένο» αστικό καθεστώς της Βαϊμάρης και υπέρ μιας ενιαίας, στη ναζιστική της τελειότητα, Γερμανίας.
Το να εννοεί κανείς, λοιπόν, να εκφράσει «το όλον» του Άλφα ή Βήτα πολιτικού χώρου είναι δικαίωμά του, εφόσον δέχεται ότι κάποιοι άλλοι εκφράζουν «το όλον» άλλων χώρων.
Μα να μιλά με τη βεβαιότητα ότι εκφράζει «το όλον» του λαού –τη γενική βούληση– είναι άκρως επικίνδυνο.
Όχι μόνο γιατί αυτού του είδους η ρητορική γέννησε φρικτούς ολοκληρωτισμούς κι εμφύλιους σπαραγμούς, αλλά γιατί, ως τέτοια, δεν μπορεί να στηριχθεί παρά στην ανοησία και το μίσος.
Κι από την ανοησία ή το μίσος, ούτε συνθήκες συμβίωσης προκύπτουν ούτε δημοκρατική κοινωνία.
Το «εμείς ενώνουμε τον λαό, οι άλλοι τον διχάζουν» σημαίνει ότι «οι άλλοι» δεν εκπροσωπούν ευρύτατες ομάδες με διαφορετικές αντιλήψεις και συμφέροντα· κάποιους με τους οποίους ανταλλάσσεις επιχειρήματα, τους βάζεις να αναθεωρήσουν τις απόψεις ή τις στάσεις τους, ενόσω, και εσύ, επαναπροσδιορίζεις τις δικές σου.
Σημαίνει ότι εκείνοι είναι κάτι λίγα άτομα που επιβουλεύονται το σύνολο του λαού, που επιδιώκουν τη στυγνή εκμετάλλευση και την αιώνια υποταγή του (οι διώξεις και η εξόντωση των «κουλάκων» στη σταλινική Ρωσία ή των Εβραίων στη χιτλερική Γερμανία, κατά τη δεκαετία του 1930, σε τέτοιους ισχυρισμούς βασίστηκαν).
Επιπλέον, σημαίνει ότι «ο λαός» οφείλει να τελεί σε μόνιμη επαγρύπνηση και να καραδοκεί ποια πλεκτάνη ετοιμάζεται σε βάρος του ή τι λογής εχθροί εκκολάπτονται στα σπλάγχνα του.
Πίσω από ό,τι λέγεται στη δημόσια σφαίρα πρέπει να αναζητείται διαρκώς το ψέμα που θα ξεσκεπαστεί, το δέλεαρ που θα καταγγελθεί, η συνωμοσία που θα καταπέσει.
Έτσι, καμιά συζήτηση δεν είναι δυνατή, η καχυποψία πρυτανεύει κι αντί να κληθούμε, ευλόγως, να κρατάμε «μικρό καλάθι» για τις υποσχέσεις των πολιτικών κι όσο γίνεται πιο μεγάλο για την επιθυμία κατανόησης του κόσμου από τον καθένα, καλούμαστε να κραδαίνουμε ρόπαλα ή να ετοιμάζουμε καρμανιόλες.
* Ο Πέτρος Μαρτινίδης είναι καθηγητής στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και συγγραφέας. Τελευταία βιβλία του: «Κριτική και Ευαισθησία. Η εξέλιξη του κριτικού στοχασμού για την τέχνη» (2011) και «Χωρίς αποζημίωση» (2011).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου