Είναι ιστορικά αποδεδειγμένο -παρά τους περί του αντιθέτου μύθους- ότι όσες φορές ανακατεύτηκε η Εκκλησία στα πολιτικά και εθνικά μας θέματα- η κατάληξη απέβη μοιραία.
Από τις αρνήσεις της στην επανάσταση του 1821 (που εκ των υστέρων υιοθέτησε και...εμφανίζεται ως πρωτεργάτης της!), μέχρι την επιμονή της στον καταστροφικό πόλεμο του 1897 και την ταύτισή της με το παλάτι στον εθνικό διχασμό, αλλά και αργότερα με την συμπόρευσή της με τις ακραίες συντηρητικές πολιτικές δυνάμεις (μέχρι και τη χούντα), η Εκκλησία ήταν μια
υπερδύναμη οπισθοχώρησης. Κι έχουμε την βεβαιότητα ότι αν δεν υπήρχαν οι διαχρονικές θέσεις και η πολεμική της Αριστεράς απέναντί της, θα είχε χάσει μεγάλο μέρος της ισχύος της ακόμη και στις συνειδήσεις των αστών.
Στους Ιεράρχες μας, πάντα άρεσε να ασκούν πολιτική από τους άμβωνες.
Απευθυνόμενοι, κυρίως, με απλοϊκά επιχειρήματα, σε ανθρώπους που το θρησκευτικό τους συναίσθημα ήταν ιδιαιτέρως αυξημένο.
Όμως, είναι σχεδόν δεδομένο, ότι όταν άσκησαν πολιτική Ιεράρχες και στρατιωτικοί, τα αποτελέσματα ήταν εξ ίσου άσχημα με εκείνα των πολιτικών της τελευταίας τριακονταετίας.
Ο Βενιζέλος, σε περιόδους μεγάλου πνευματικού σκοταδισμού στην κοινωνία, δεν επέτρεψε ποτέ στην εξουσία να ασκεί πολιτική. Κι εκείνη βρήκε καταφύγιο στο αγαπημένο της παλάτι.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, παρά το ότι ηγείτο μιας παράταξης με έντονα συντηρητικά στοιχεία, έπραξε το ίδιο. Όμως, παρά το ότι το Σύνταγμα του 1975, θεωρήθηκε από τα πλέον προοδευτικά της Ευρώπης, ούτε εκείνος επιχείρησε να κόψει τους δεσμούς Κράτους και Εκκλησίας.
Έτσι, και με βούλα στο Σύνταγμά μας, είμαστε –περίπου- Θεοκρατικό Κράτος.
Κάτι που δεν άλλαξε, ούτε ο «προοδευτικός» Ανδρέας Παπανδρέου στη Συνταγματική αναθεώρηση του 1985.
Αυτό το γεγονός, είναι άλλο από τα οξύμωρα της ελληνικής κοινωνίας.
Από τη μια έχει έντονη Αριστερή πολιτική κουλτούρα και από την άλλη συμπορεύεται με την Εκκλησία!
Τα τελευταία χρόνια, το φαινόμενο κορυφώθηκε επί των ημερών του μακαρίτη Χριστόδουλου, ο οποίος με άκρατη δημαγωγία κατάφερε να γίνει η κορυφαία μορφή του σύγχρονου λαϊκισμού και να λατρευτεί από εκατομμύρια Έλληνες, παρ’ ότι όλοι αυτοί δεν έκαναν όσα –από θρησκευτικής πλευράς- ζητούσε ο Ιεράρχης.
Στη χώρα μας, δυστυχώς, ο εναγκαλισμός του Κράτους με την Εκκλησία είναι ασφυκτικός.
Το εκμεταλλεύτηκαν επί χρόνια οι πολιτικοί, αφού χιλιάδες εξ αυτών και μάλιστα διαχρονικά, εξελέγοντο και εκλέγονται με τα κατευθυνόμενα από αμβώνων ψηφάκια.
Είναι, μάλιστα, συνηθισμένο φαινόμενο και συμβαίνει μόνο στην Ελλάδα, όπου δεν υπάρχει πολιτική, αυτοδιοικητική, πολιτισμική ή άλλη εκδήλωση, που να ξεκινά χωρίς την παρουσία του Ιεράρχη στις θέσεις των επισήμων!
Γιατί τα θυμηθήκαμε όλα αυτά; Από δυο περιστατικά.
Το πρώτο είναι η επίσκεψη του Αρχιεπισκόπου στον Ηγούμενο Εφραίμ στις φυλακές που κρατείται! Πρωτοφανής παρέμβαση στα της Δικαιοσύνης.
Τι δουλειά είχε η κεφαλή της ελληνικής Εκκλησίας στο κελί που κρατείται ο κατηγορούμενος από την Πολιτεία για κακουργήματα;
Την απάντηση ας τη δώσει ο ίδιος.
Το δεύτερο είναι η επιστολή που έστειλε ο ίδιος στον πρωθυπουργό, στην οποία αναφέρει ότι του «σπαράσσεται η καρδιά» βλέποντας ότι «άνθρωποι με αξιοπρέπεια χάνουν, από τη μια στιγμή στην άλλη, ακόμη και το σπίτι τους».
Σαφώς και θεμιτή η πράξη του με την οποία συμφωνούμε, ειδικά στην τελευταία αποστροφή της επιστολής: «Η Ελλάδα μας μπορεί να σταθεί στα πόδια της, μπορεί και πάλι να τραβήξει μπροστά».
Πως, όμως, θα το επιτύχει αυτό;
Με την συντήρηση των στρεβλών που φτιάξαμε στην οικονομία και την κοινωνία μας;
Με το να μην αλλάξουμε τίποτα;
Ο Αρχισπίσκοπος, χωρίς καν να ενημερωθεί για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα, χωρίς να έχει αντιληφθεί τις διαστάσεις του σκληρού διλήμματος που αντιμετωπίζει η χώρα και να εκτιμήσει με ακρίβεια τη στάση του, επιχείρησε να απευθυνθεί στο θυμικό των απλών ανθρώπων που πράγματι κάποιοι υποφέρουν.
Προτίμησε να κατηγορήσει όσους ακόμη προσπαθούν.
Να υψώσει, σε μια δύσκολη στιγμή, μεγαλύτερα εμπόδια στους ρεαλιστές πολιτικούς.
Η Εκκλησία επιχειρεί άλλη μια ευθεία ανάμειξη στην πολιτική ζωή.
Όσοι πληρώνουν τους φόρους τους βλέπουν την περιουσία τους να αποψιλώνεται και εργάζονται σκληρότερα για να προστατεύσουν και τα αδύναμα μέλη της οικογένειάς τους, αντιλαμβάνονται τα λόγια του επισκόπου ως πισώπλατο χτύπημα σε μια δύσκολη στιγμή.
Αντί να επαινέσει την «πρωτόγνωρη καρτερία», δικαιολογεί την «οργή που παραμερίζει τον φόβο» και μοιάζει ως η Εκκλησία να έχει κάτι να κερδίσει εφ’ όσον εκδηλωθεί ο «κίνδυνος κοινωνικής ανάφλεξης».
Αντί να ευχαριστήσει τους φίλους που σπεύδουν να στηρίξουν με το δικό τους υστέρημα και με τη συμβουλή τους, ο κ. Ιερώνυμος ζητεί να αποκρούσομε τους «έξωθεν εκβιασμούς, απορρίπτοντας τις θανατηφόρες συνταγές τους».
Η εκμετάλλευση της ξεχωριστής θέσης που έχει η Εκκλησία της Ελλάδος στο Σύνταγμα και τις παραδόσεις προκαλεί κατάπληξη σε όσους διατηρούσαν την ελπίδα ότι η λαϊκιστική εκτροπή του μακαριστού Χριστόδουλου δεν θα εμφανιζόταν και πάλι στο προσκήνιο.
Η Αρχιεπισκοπή δεν βρήκε την ευκαιρία να επηρεάσει θετικά την ακολασία του ασυγκράτητου δανεισμού του κράτους, ενώ πολύ καλά γνώριζε σε πόσο μεγάλη υλική και ψυχική σκλαβιά οδηγεί η απληστία στην οποία επιδοθήκαμε χωρίς περιστροφές.
Από τις αρνήσεις της στην επανάσταση του 1821 (που εκ των υστέρων υιοθέτησε και...εμφανίζεται ως πρωτεργάτης της!), μέχρι την επιμονή της στον καταστροφικό πόλεμο του 1897 και την ταύτισή της με το παλάτι στον εθνικό διχασμό, αλλά και αργότερα με την συμπόρευσή της με τις ακραίες συντηρητικές πολιτικές δυνάμεις (μέχρι και τη χούντα), η Εκκλησία ήταν μια
υπερδύναμη οπισθοχώρησης. Κι έχουμε την βεβαιότητα ότι αν δεν υπήρχαν οι διαχρονικές θέσεις και η πολεμική της Αριστεράς απέναντί της, θα είχε χάσει μεγάλο μέρος της ισχύος της ακόμη και στις συνειδήσεις των αστών.
Στους Ιεράρχες μας, πάντα άρεσε να ασκούν πολιτική από τους άμβωνες.
Απευθυνόμενοι, κυρίως, με απλοϊκά επιχειρήματα, σε ανθρώπους που το θρησκευτικό τους συναίσθημα ήταν ιδιαιτέρως αυξημένο.
Όμως, είναι σχεδόν δεδομένο, ότι όταν άσκησαν πολιτική Ιεράρχες και στρατιωτικοί, τα αποτελέσματα ήταν εξ ίσου άσχημα με εκείνα των πολιτικών της τελευταίας τριακονταετίας.
Ο Βενιζέλος, σε περιόδους μεγάλου πνευματικού σκοταδισμού στην κοινωνία, δεν επέτρεψε ποτέ στην εξουσία να ασκεί πολιτική. Κι εκείνη βρήκε καταφύγιο στο αγαπημένο της παλάτι.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, παρά το ότι ηγείτο μιας παράταξης με έντονα συντηρητικά στοιχεία, έπραξε το ίδιο. Όμως, παρά το ότι το Σύνταγμα του 1975, θεωρήθηκε από τα πλέον προοδευτικά της Ευρώπης, ούτε εκείνος επιχείρησε να κόψει τους δεσμούς Κράτους και Εκκλησίας.
Έτσι, και με βούλα στο Σύνταγμά μας, είμαστε –περίπου- Θεοκρατικό Κράτος.
Κάτι που δεν άλλαξε, ούτε ο «προοδευτικός» Ανδρέας Παπανδρέου στη Συνταγματική αναθεώρηση του 1985.
Αυτό το γεγονός, είναι άλλο από τα οξύμωρα της ελληνικής κοινωνίας.
Από τη μια έχει έντονη Αριστερή πολιτική κουλτούρα και από την άλλη συμπορεύεται με την Εκκλησία!
Τα τελευταία χρόνια, το φαινόμενο κορυφώθηκε επί των ημερών του μακαρίτη Χριστόδουλου, ο οποίος με άκρατη δημαγωγία κατάφερε να γίνει η κορυφαία μορφή του σύγχρονου λαϊκισμού και να λατρευτεί από εκατομμύρια Έλληνες, παρ’ ότι όλοι αυτοί δεν έκαναν όσα –από θρησκευτικής πλευράς- ζητούσε ο Ιεράρχης.
Στη χώρα μας, δυστυχώς, ο εναγκαλισμός του Κράτους με την Εκκλησία είναι ασφυκτικός.
Το εκμεταλλεύτηκαν επί χρόνια οι πολιτικοί, αφού χιλιάδες εξ αυτών και μάλιστα διαχρονικά, εξελέγοντο και εκλέγονται με τα κατευθυνόμενα από αμβώνων ψηφάκια.
Είναι, μάλιστα, συνηθισμένο φαινόμενο και συμβαίνει μόνο στην Ελλάδα, όπου δεν υπάρχει πολιτική, αυτοδιοικητική, πολιτισμική ή άλλη εκδήλωση, που να ξεκινά χωρίς την παρουσία του Ιεράρχη στις θέσεις των επισήμων!
Γιατί τα θυμηθήκαμε όλα αυτά; Από δυο περιστατικά.
Το πρώτο είναι η επίσκεψη του Αρχιεπισκόπου στον Ηγούμενο Εφραίμ στις φυλακές που κρατείται! Πρωτοφανής παρέμβαση στα της Δικαιοσύνης.
Τι δουλειά είχε η κεφαλή της ελληνικής Εκκλησίας στο κελί που κρατείται ο κατηγορούμενος από την Πολιτεία για κακουργήματα;
Την απάντηση ας τη δώσει ο ίδιος.
Το δεύτερο είναι η επιστολή που έστειλε ο ίδιος στον πρωθυπουργό, στην οποία αναφέρει ότι του «σπαράσσεται η καρδιά» βλέποντας ότι «άνθρωποι με αξιοπρέπεια χάνουν, από τη μια στιγμή στην άλλη, ακόμη και το σπίτι τους».
Σαφώς και θεμιτή η πράξη του με την οποία συμφωνούμε, ειδικά στην τελευταία αποστροφή της επιστολής: «Η Ελλάδα μας μπορεί να σταθεί στα πόδια της, μπορεί και πάλι να τραβήξει μπροστά».
Πως, όμως, θα το επιτύχει αυτό;
Με την συντήρηση των στρεβλών που φτιάξαμε στην οικονομία και την κοινωνία μας;
Με το να μην αλλάξουμε τίποτα;
Ο Αρχισπίσκοπος, χωρίς καν να ενημερωθεί για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα, χωρίς να έχει αντιληφθεί τις διαστάσεις του σκληρού διλήμματος που αντιμετωπίζει η χώρα και να εκτιμήσει με ακρίβεια τη στάση του, επιχείρησε να απευθυνθεί στο θυμικό των απλών ανθρώπων που πράγματι κάποιοι υποφέρουν.
Προτίμησε να κατηγορήσει όσους ακόμη προσπαθούν.
Να υψώσει, σε μια δύσκολη στιγμή, μεγαλύτερα εμπόδια στους ρεαλιστές πολιτικούς.
Η Εκκλησία επιχειρεί άλλη μια ευθεία ανάμειξη στην πολιτική ζωή.
Όσοι πληρώνουν τους φόρους τους βλέπουν την περιουσία τους να αποψιλώνεται και εργάζονται σκληρότερα για να προστατεύσουν και τα αδύναμα μέλη της οικογένειάς τους, αντιλαμβάνονται τα λόγια του επισκόπου ως πισώπλατο χτύπημα σε μια δύσκολη στιγμή.
Αντί να επαινέσει την «πρωτόγνωρη καρτερία», δικαιολογεί την «οργή που παραμερίζει τον φόβο» και μοιάζει ως η Εκκλησία να έχει κάτι να κερδίσει εφ’ όσον εκδηλωθεί ο «κίνδυνος κοινωνικής ανάφλεξης».
Αντί να ευχαριστήσει τους φίλους που σπεύδουν να στηρίξουν με το δικό τους υστέρημα και με τη συμβουλή τους, ο κ. Ιερώνυμος ζητεί να αποκρούσομε τους «έξωθεν εκβιασμούς, απορρίπτοντας τις θανατηφόρες συνταγές τους».
Η εκμετάλλευση της ξεχωριστής θέσης που έχει η Εκκλησία της Ελλάδος στο Σύνταγμα και τις παραδόσεις προκαλεί κατάπληξη σε όσους διατηρούσαν την ελπίδα ότι η λαϊκιστική εκτροπή του μακαριστού Χριστόδουλου δεν θα εμφανιζόταν και πάλι στο προσκήνιο.
Η Αρχιεπισκοπή δεν βρήκε την ευκαιρία να επηρεάσει θετικά την ακολασία του ασυγκράτητου δανεισμού του κράτους, ενώ πολύ καλά γνώριζε σε πόσο μεγάλη υλική και ψυχική σκλαβιά οδηγεί η απληστία στην οποία επιδοθήκαμε χωρίς περιστροφές.
Ο κ. Ιερώνυμος επιλέγει παράταξη.
Δεν μένει παρά η απειλή του αφορισμού σε όσους «υποθηκεύουν τον πλούτο που έχουμε».
Ίσως έτσι να εξηγείται ότι σε μια μακροσκελή επιστολή δεν βρέθηκαν λόγια για τη λύτρωση του άνεργου συμπολίτη μας και του υπό πτώχευση κράτους μας.
Κρίμα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου