Γράφει
ο Στάμος Ζούλας
Είναι πολύ βολικό, και προπαντός φιλολαϊκό, κάποια δημόσια πρόσωπα να χρησιμοποιούν το κύρος τους προκειμένου να καταγγείλουν τους Ευρωπαίους ηγέτες που αντιμετωπίζουν τη χώρα μας ως αναξιόπιστη και ανυπόληπτη. Όμως, τα ίδια αυτά πρόσωπα θα ’πρεπε ίσως να είχαν αξιοποιήσει το κύρος τους προκειμένου να αποτρέψουν τα κρούσματα που μας κατέστησαν παντελώς ανυπόληπτους στην Ευρώπη.
Ιδίως κατά την τελευταία διετία, στην οποία υποτίθεται πως, μετά τη διεθνή ομολογία των «λαθροχειριών» μας, οφείλαμε να
αποκαταστήσουμε την αξιοπιστία μας.
Μόλις αποκαλύφθηκαν η έκταση και το βάθος της κρίσης υπήρξαν αρκετές φωνές που συνέστησαν τη σύμπραξη των δύο μεγάλων κομμάτων για την αντιμετώπισή της.
Μια τέτοια συνεργασία, πρώτον θα αποτελούσε παραδοχή της συνυπευθυνότητας του ΠΑΣΟΚ και της Ν.Δ. για την πρόκληση του προβλήματος. Και κυρίως θα απέτρεπε την επί διετία μικροκομματική εκμετάλλευσή του, η οποία το επιδείνωσε.
Δεύτερον, θα έπειθε πολύ περισσότερο την κοινωνία ως προς την αναγκαιότητα και την ισοτιμία των μέτρων.
Τρίτον, η αξιοπιστία και η διαπραγματευτική θέση της χώρας μας, θα ήταν -διεθνώς- κατά πολύ ισχυρότερες.
Φυσικά είναι εντελώς διαφορετικό, αντί μιας οικειοθελούς συνεργασίας, να υποχρεώνεσαι να συμπράξεις με τον «αντίπαλό» σου, με όρους ταπεινωτικούς και απαράδεκτους.
Οι κ. Παπανδρέου και Σαμαράς όφειλαν να γνωρίζουν εξ αρχής ότι δεν είχαν εναλλακτική επιλογή. Όμως εξακολουθούσαν να προτάσσουν το «πολιτικό κόστος», επιχειρώντας να παίξουν κομματικά παιχνίδια και όταν ακόμη τους «επιβλήθηκε» η κυβέρνηση Παπαδήμου.
Χρειάστηκε, λοιπόν, ο βρόχος των Ευρωπαίων να απειλήσει τη χώρα με άμεσο πνιγμό, προκειμένου να επιβάλουν στους βουλευτές τους την υπερψήφιση της νέας δανειακής σύμβασης.
Να αποδεχθούν, εξ ίσου πειθαναγκαστικά, το πολιτικό κόστος το οποίο κατεγράφη με την αποχώρηση ή διαγραφή πλειάδας βουλευτών τους.
Το παράδοξο, αλλά όχι δυσεξήγητο, είναι πως οι απώλειες των δύο κομμάτων ήταν περίπου ισάριθμες. Και για το ΠΑΣΟΚ, που βρίσκεται στο ναδίρ της εκλογικής του επιρροής, θα μπορούσαν να θεωρηθούν φυσιολογικές. Όμως για τη Ν.Δ., που υποτίθεται ότι καλπάζει ανεμπόδιστα προς την εξουσία, οι «αποστασίες» είναι αριθμητικά τουλάχιστον ασυνήθεις.
ο Στάμος Ζούλας
Είναι πολύ βολικό, και προπαντός φιλολαϊκό, κάποια δημόσια πρόσωπα να χρησιμοποιούν το κύρος τους προκειμένου να καταγγείλουν τους Ευρωπαίους ηγέτες που αντιμετωπίζουν τη χώρα μας ως αναξιόπιστη και ανυπόληπτη. Όμως, τα ίδια αυτά πρόσωπα θα ’πρεπε ίσως να είχαν αξιοποιήσει το κύρος τους προκειμένου να αποτρέψουν τα κρούσματα που μας κατέστησαν παντελώς ανυπόληπτους στην Ευρώπη.
Ιδίως κατά την τελευταία διετία, στην οποία υποτίθεται πως, μετά τη διεθνή ομολογία των «λαθροχειριών» μας, οφείλαμε να
αποκαταστήσουμε την αξιοπιστία μας.
Μόλις αποκαλύφθηκαν η έκταση και το βάθος της κρίσης υπήρξαν αρκετές φωνές που συνέστησαν τη σύμπραξη των δύο μεγάλων κομμάτων για την αντιμετώπισή της.
Μια τέτοια συνεργασία, πρώτον θα αποτελούσε παραδοχή της συνυπευθυνότητας του ΠΑΣΟΚ και της Ν.Δ. για την πρόκληση του προβλήματος. Και κυρίως θα απέτρεπε την επί διετία μικροκομματική εκμετάλλευσή του, η οποία το επιδείνωσε.
Δεύτερον, θα έπειθε πολύ περισσότερο την κοινωνία ως προς την αναγκαιότητα και την ισοτιμία των μέτρων.
Τρίτον, η αξιοπιστία και η διαπραγματευτική θέση της χώρας μας, θα ήταν -διεθνώς- κατά πολύ ισχυρότερες.
Φυσικά είναι εντελώς διαφορετικό, αντί μιας οικειοθελούς συνεργασίας, να υποχρεώνεσαι να συμπράξεις με τον «αντίπαλό» σου, με όρους ταπεινωτικούς και απαράδεκτους.
Οι κ. Παπανδρέου και Σαμαράς όφειλαν να γνωρίζουν εξ αρχής ότι δεν είχαν εναλλακτική επιλογή. Όμως εξακολουθούσαν να προτάσσουν το «πολιτικό κόστος», επιχειρώντας να παίξουν κομματικά παιχνίδια και όταν ακόμη τους «επιβλήθηκε» η κυβέρνηση Παπαδήμου.
Χρειάστηκε, λοιπόν, ο βρόχος των Ευρωπαίων να απειλήσει τη χώρα με άμεσο πνιγμό, προκειμένου να επιβάλουν στους βουλευτές τους την υπερψήφιση της νέας δανειακής σύμβασης.
Να αποδεχθούν, εξ ίσου πειθαναγκαστικά, το πολιτικό κόστος το οποίο κατεγράφη με την αποχώρηση ή διαγραφή πλειάδας βουλευτών τους.
Το παράδοξο, αλλά όχι δυσεξήγητο, είναι πως οι απώλειες των δύο κομμάτων ήταν περίπου ισάριθμες. Και για το ΠΑΣΟΚ, που βρίσκεται στο ναδίρ της εκλογικής του επιρροής, θα μπορούσαν να θεωρηθούν φυσιολογικές. Όμως για τη Ν.Δ., που υποτίθεται ότι καλπάζει ανεμπόδιστα προς την εξουσία, οι «αποστασίες» είναι αριθμητικά τουλάχιστον ασυνήθεις.
Κατά την άποψή μου η «ανταρσία» μιας σημαντικής μερίδος βουλευτών από τα δύο μεγάλα κόμματα, αλλά και των δύο βουλευτών του ΛΑΟΣ, συνιστά, εκτός ειδικών εξαιρέσεων, άμεση απόρριψη των ηγεσιών τους.
Αποδοκιμάζουν τον κ. Παπανδρέου, που τους υποχρέωσε προ 2ετίας να υπερψηφίσουν το Μνημόνιο, διαβεβαιώνοντάς τους, παντελώς ανυπόστατα, πως η απόφαση αυτή αποτελούσε την ύστατη, την οδυνηρότατη, αλλά και τη λυσιτελή θυσία της ελληνικής κοινωνίας.
Αποδοκιμάζουν τον κ. Σαμαρά, ο οποίος κάλεσε τους βουλευτές του να πουν όχι στο πρώτο Μνημόνιο και προχθές απαίτησε να πουν ναι στο δεύτερο και κατά πολύ επαχθέστερο.
Σε ανάλογη ηγετική παλινωδία αποδίδεται και η «αποστασία» των δύο βουλευτών του ΛΑΟΣ.
Είναι προφανές ότι η εναλλαγή παλικαρισμού (νταηλίκι) και χατζηαβατισμού (ραγιαδισμός) μας έφεραν στο σημερινό σημείο εθνικής ανυποληψίας και ταπείνωσης.
Μήπως, λοιπόν, οι ιθύνοντες των δύο μεγάλων κομμάτων -και όχι μόνον- μπορούν επιτέλους να αντιληφθούν ότι εν όψει των προσεχών εκλογών οφείλουν να αντιπαρατάξουν από τώρα ένα κίνημα πολιτικής συνοχής και αντίστασης;
Ένα κοινό μέτωπο εθνικής αξιοπρέπειας και ισχύος;
Πηγή: Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου