Τρίτη 26 Απριλίου 2011

Η Μάντσεστερ και ο γητευτής της μπάλας…

Από τη Νιούτον Χιθ, στο Old Trafford και στον μεγάλο Τζωρτ Μπεστ!
Ήταν 26 Απριλίου του 1902, όταν η ομάδα του Μάντσεστερ, η Νιούτον Χιθ, άλλαξε όνομα, άλλαξε χρώματα, άλλαξε έδρα και πήρε τον δρόμο της παγκόσμιας καταξίωσης. Η Νιούτον Χιθ ((Newton Heath LYR Football Club), είχε ιδρυθεί το 1878 από εργάτες της εταιρίας σιδηροδρόμων του Λανκασάιρ και του Γιοκσάιρ.
Οι εργοδότες της "Carriage and Wagon Works" έδωσαν την άδεια στους υπαλλήλους ώστε να δημιουργηθεί η ομάδα και αυτοί επέλεξαν το όνομα "Newton Heath LYR Football Club". Το Νιούτον Χιθ είναι προάστιο του Μάντσεστερ ενώ το "LYR" προήλθε από το από το Lancashire & Yorkshire Railway. Η έδρα της Νιούτον Χιθ ήταν το North Road, και τα αρχικά της χρώματα ήταν το πράσινο και το κίτρινο. Μετά από μια διαδρομή 24 χρόνων, σαν σήμερα το 1902, παρέδωσε
 τα σκήπτρα στη διάδοχό της, τη μεγάλη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Η νέα ομάδα, επέλεξε ως χρώματα το κόκκινο, το μαύρο και το λευκό και μετά από δυο χρόνια άρχισε την πορεία της προς την βρετανική – αρχικά – κι εν συνεχεία την ευρωπαϊκή και παγκόσμια καταξίωση. Λίγα δε χρόνια αργότερα, το 1910, η Μάντσεστερ Γιουνάϊτεντ, κατασκεύασε το νέο της παλάτι, το περίφημο «Οld Trafford», το οποίο στοίχισε 60.000 λίρες, ποσό αστρονομικό για τα δεδομένα της εποχής.
Τα αστέρια που φόρεσαν τη φανέλα της είναι αμέτρητα.
Ρότζερ Μπάιρν, Μπιλ Φουλκς, Μαρκ Τζόουνς, Ντάκαν Έντουαρντς, Πατ Κρέραντ, Ντένις Λόου, Γουίλφ Μακ Γκίνες, Μπράιαν Ρόμπσον, Μπράϊαν Μακ Κλερ, ο Πήτερ Σμάιχελ, ο Ερίκ Καντονά, ο Ρόι Κιν, ο Άντι Κόουλ, ο Ντέιβιντ Μπέκαμ, ο Πολ Σκόουλς, ο Ράιαν Γκικς, ο Στιβ Μπρους, ο Ρουντ φαν Νιστελρόϊ, ο Όλε Γκούναρ Σόλσκιερ, ο Κριστιάνο Ρονάλντο, ο Έντβιν Βαν Ντε Σάρ, ο Γουέιν Ρούνει και τόσοι άλλοι.
Μεγαλύτερη, όμως, μορφή, της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, ήταν ο θρυλικός Τζορτζ Μπεστ.
Τζωρτζ Μπεστ: Ο γητευτής της μπάλας…

Ήταν μια φθινοπωρινή ημέρα, στα τέλη της δεκαετίας του εξήντα.
Στον Πειραιά το πρωτοβρόχι είχε πει καλημέρα στους ανθρώπους που ξεκινούσαν για το μεροκάματο κι έτρεχαν να κρυφτούν από τη σαδιστική έντασή του.
Αν δεν ήταν ευγενικοί και καλοαναθρεμμένοι, θα του έλεγαν ένα σωρό μπινελίκια.
Ο ταξιτζής που περίμενε έξω από την παλιά μονοκατοικία της οδού Ομηρίδου, στη Φρεαττύδα, κάπνιζε αρειμανίως και προσπαθούσε να φτιάξει τον μισοχαλασμένο υαλοκαθαριστήρα του σαραβαλιασμένου Όπελ Καντέτ.
- Αεροδρόμιο, του είπε ο θείος Αντώνης, μόλις μπήκαμε μέσα.
Η μάνα μου, μας σταύρωνε καθώς το ταξί ξεκινούσε αφήνοντας πίσω του μια…εξάτμιση καπνό.
Προορισμός το Ολντ Τράφορντ.
Αιτία;
Η Μάντσεστερ και ο παικταράς της!
Ο ανυπέρβλητος μάγος Τζώρτζ Μπεστ!
Η απόλυτη πιτσιρικαρία της εποχής, δεν έχει αφήσει τη μνήμη να κρατήσει πολλές εικόνες.
Ούτε από το Λονδίνο, τον πρώτο προορισμό του αεροπλάνου, ούτε από τη διαδρομή προς το Μάντσεστερ με το τρένο.
Έχει κρατήσει, όμως, εκείνα που η ίδια ήθελε.
Τη μπουτίκ, την κόκκινη φανέλα της Μάντσεστερ, το μαύρο σορτσάκι, τις μαύρες κάλτσες, το μαύρο μπουφάν που αργότερα… θα έκαναν θραύση στο σχολείο.
Έχει κρατήσει κι άλλα.
Μόνο που αυτή τη φορά δεν ήταν ασπρόμαυρα όπως τα βλέπαμε στην τηλεόραση.
Ήταν πολύχρωμα, λες κι ένας ζωγράφος ζωγράφιζε επί τόπου με την παλέτα και τα πινέλα του!
Ήταν μαγικά, γιατί κάθε λίγο και λιγάκι, ο μάγος ζωγράφος έκανε κάτι απρόοπτο, κάτι ξεχωριστό στο λασπωμένο χορτάρι του Ολντ Τράφορντ.
Το μυαλό χανόταν.
Η παιδική αφέλεια, ίσως και ο ρεαλισμός, με έκαναν να λέω στον θείο μου ότι αυτά που κάνει ο μάγος…δεν γίνονται!
Κι όμως!
Γινόντουσαν!
Ο τύπος, Τζώρτζ Μπεστ ο μεγαλοπρεπής θάπρεπε να τον λένε, είχε πάντα το κεφάλι ψηλά.
Υποδεχόταν τη μπάλα και έκανε κοντρόλ με τέτοιο τρόπο που μόνο ένας γητευτής της μπορούσε να κάνει.
Κι αυτή, υπάκουη όπως τα θηλυκά που απαιτούν καλή συμπεριφορά από τον επιβήτορά τους, παραδινόταν στις θελήσεις του.
Ανήμπορη να αντιδράσει και να κάνει τα κόλπα της, λες και της είχε δώσει ψυχή κι ανάσα!
Της έκανε ντρίμπλες πάνω στη γραμμή του πλαγίου.
Ο αντίπαλος έφευγε εκτός γηπέδου, ο Μπεστ κι η μπάλα του προχωρούσαν.
Κι άλλη ντρίμπλα!
Κι άλλος …εμετός από τον άτυχο που τούλαχε ο κλήρος.
Κι άλλη ζωγραφιά!
Κι άλλη!
Κι άλλη!
Μέχρι την ιαχή!
Γκοοοοοοοοοοολ!
Βest ladies and gentlemen! Best! Best! George Best!
Κι ύστερα αραλίκι με τα χέρια στη μέση.
Βολόδερμα κάπου στο κέντρο του γηπέδου.
Κι εκεί που νόμιζες ότι δεν έπαιζε άλλο, νάσου τον πάλι.
Προσποίηση σαν χορευτής!
Ντρίμπλα!
Κι άλλη προσποίηση!
Κι άλλη ντρίμπλα!
Κι ύστερα το κεφάλι πιο ψηλά.
Κι η πάσα.
Κοφτή, κάθετη, ξυραφιά στην άμοιρη άμυνα.
Κι ύστερα από κάποια δέκατα του δευτερολέπτου η γνωστή ιαχή:
Γκοοοοοοοοοοολ!
Ανεξίτηλη εικόνα στην ψιλοκουρασμένη πια μνήμη μου…

Κι ύστερα, πίσω στις γειτονιές του Πειραιά, ξανά η ασπρόμαυρη τηλεόραση, ξανά οι έγχρωμες εικόνες του γητευτή.
Μαζί με τα δημοσιεύματα των εφημερίδων:
«Συνελήφθη μεθυσμένος ο Μπεστ»!
«Έκανε προπόνηση στο…μπαρ ο Μπεστ»!
Κι οι γυναίκες.
Η μια, Μις υφήλιος, η άλλη μανεκέν, η τρίτη Θεά, η τέταρτη τσουλίτσα, η πέμτη…η έκτη…η άλλη κι η άλλη κι εκείνη….
Κι η κάτω βόλτα.
Σε ηλικία 26 ετών, τα είχε κάνει όλα…
Μόνο ένα του απέμενε.
Να πιει όλα τα αποθέματα αλκοόλ που είχε ο πλανήτης!
Μπορεί και να τα κατάφερε.
Ποιος ξέρει;
Αλλά ήταν ο μόνος αντίπαλος που δεν νίκησε ποτέ του.
Όταν έφυγε, πριν πέντε χρόνια, ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό μου.
Ήταν για τα χαμένα χρόνια της αθωότητας στη συνειδητοποίηση ότι αρχίζουν να «φεύγουν» οι δικοί μου;
Ήταν για όσα ζωγράφισε κάποτε στην παιδική μου μνήμη;
Ήταν από λύπη ότι μόνος του προκάλεσε και προσκάλεσε τον χάρο;
Ποιος ξέρει;
Ούτε ο Καρπετόπουλος, που κάποτε έγραψε:
« Ο Μπεστ σίγουρα δεν ήταν ο χαρακτήρας που μια μάνα θα ήθελε να έχει ο γαμπρός της.
Γυναικάς, πότης, σπάταλος.
 Όμως, ας είμαστε ειλικρινείς: εμείς που τρέχουμε στα γήπεδα δεν ψάξαμε συχνά παρηγοριά στο ποτό για κάποια βράδια;
Πόσοι από μας θα αρνούμασταν να γκαζώσουμε με ένα ακριβό αυτοκίνητο και πόσοι δεν θα θέλαμε να είχαμε δίπλα μας τις ωραιότερες γυναίκες του κόσμου;
Ο Μπεστ καταστράφηκε, εμείς γλιτώσαμε.
Πάντα κάποιος την πληρώνει.
Ας μην τον κατηγορούμε για τις αδυναμίες του!
Ήταν ανθρώπινες».

Δεν ξέρω αν οι Θεοί έχουν ανθρώπινες αδυναμίες.
Εκείνο που ξέρω, είναι ότι το φτωχόπαιδο από την Ιρλανδία, άλλαξε το βρετανικό ποδόσφαιρο.
Ανάγκασε τους τσουρουκάδες να βάλουν τη μπάλα κάτω και εκτός από δύναμη να αναγκαστούν να προσθέσουν ψήγματα τεχνικής στο παιχνίδι τους.
Εκείνο που ξέρω, είναι ότι μόνο ο Τζωρτζ Μπεστ, από το βρετανικό ποδόσφαιρο, μπορεί να σταθεί δίπλα στον Πελέ, τον Μαραντόνα, τον Κρόϊφ.
Εκείνο που ξέρω είναι ότι όποιος τον έβλεπε να παίζει, δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια τους από πάνω του…
Εκείνο που ξέρω, είναι ότι θα ευγνωμονώ την τύχη μου που με βοήθησε να τον δω να παίζει μπάλα, αλλά και να τον γνωρίσω προσωπικά, σ’ ένα από τα αμέτρητα μπαρ του Μάντσεστερ, λίγο πριν από το τέλος… 

Αχ άτιμη φωτογραφία τι μου θύμισες πρωί πρωί…


ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ ΤΖΩΡΤΖ ΜΠΕΣΤ

  • Έχω σταματήσει να πίνω, αλλά μόνο όταν κοιμάμαι.
  • Αν είχα γεννηθεί άσχημος κανείς δεν θα ήξερε τον Πελέ.
  • Το 1969 εγκατέλειψα τις γυναίκες και το αλκοόλ. Ήταν τα χειρότερα 20 λεπτά τις ζωής μου.
  • Ξόδεψα τα περισσότερα χρήματά μου σε ποτά, κορίτσια και γρήγορα αυτοκίνητα. Τα υπόλοιπα απλώς τα σπατάλησα.
  • Θα έδινα όλη την σαμπάνια που έχω πιει στη ζωή μου για να έπαιζα μαζί με τον Ερίκ Καντονά σε ένα μεγάλο ευρωπαϊκό αγώνα στο Ολντ Τράφορντ.
  • Είχα πει κάποτε ότι ο δείκτης νοημοσύνης του Γκασκόιν ήταν μικρότερος από τον αριθμό της φανέλας του και αυτός με ρώτησε: «Τι είναι δείκτης νοημοσύνης;»
  • Ο Ντέιβιντ Μπέκαμ, δεν έχει καλό αριστερό πόδι, δεν έχει καλή κεφαλιά, δεν μαρκάρει και δεν σκοράρει συχνά. Κατά τα άλλα είναι καλός παίκτης.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου